» Edouard Louis (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδόσεις αντίποδες)
Δεν είχε ξημερώσει ακόμα εντελώς. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ήμουν μόνος, σκουντούφλαγα, λίγα βήματα είχα να κάνω, κι όμως η βιασύνη με έκανε να τα μετράω: Καμιά πενηνταριά βήματα ακόμα, προχώρα, καμιά εικοσαριά βήματα ακόμα κι έφτασες. Επιτάχυνα. Και σκεφτόμουν – ανυπομονούσα να έρθει το μέλλον που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα μετέθετε, θα τοποθετούσε, θα περιόριζε αυτή τη σκηνή στο παρελθόν: Σε μια βδομάδα θα λες: Έχει περάσει ήδη μια βδομάδα από τότε, άντε, και σ’ ένα χρόνο θα λες: Έχει περάσει ήδη ένας χρόνος από τότε. Η κουλτούρα του βιασμού δεν γνωρίζει φύλο. Η μοναξιά του θύματος σχεδόν απόλυτη. Η κοινωνία ξέρει: κάτι θα έκανες και συ του λόγου σου, τα ήθελε και σένα ο κώλος σου, τέτοια ώρα μόνη να γυρνάς, σε τέτοια μέρη να συχνάζεις, εσείς οι γκέι όλο το σεξ έχετε στο μυαλό σας, σίγουρα θα σου άρεσε, ποιος ξέρει τι θα φορούσες. Η κατάθεση στις αρχές, οι ερωτήσεις των γιατρών, το οικογενειακό βάρος, το ψιθύρισμα στους φίλους, οι βραδινοί εφιάλτες, το τρίψιμο του δέρματος κάτω από το καυτό νερό, τα αλμυρά δάκρυα, η κομμένη ανάσα, η αίσθηση της βρωμιάς, η υποψία ενοχής. Η επιστροφή της ανάμνησης, τα κενά της μνήμης, η ανασύνθεση της φρίκης, η ανακολουθία των γεγονότων. Κι όσο μιλάει κανείς για κάτι τρομερό, τόσο εκείνο φαντάζει ολοένα και πιο μακρινό, πιο αχνό, πιο ψεύτικο. Κι όσο μιλάει κανείς για κάτι τρομερό, τόσο οι λέξεις αφήνουν μέσα του ένα κενό, μια μαύρη τρύπα, που ολοένα μεγαλώνει, απειλώντας να τον καταπιεί. Η ευχή να έρθει το μέλλον η μόνη παρηγοριά, μια παλιά, πολύ παλιά ανάμνηση να γίνει, ένας εφιάλτης που πέρασε και πάει. Έχοντας διαβάσει το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ φοβόμουν την ύπαρξη μιας μανιέρας παρόμοιας και στην Ιστορία της βίας, επανάληψη αφηγηματική μιας ιστορίας διαφορετικής. Εκείνη η πρώτη νουβέλα του Λουί δεν έφερε σίγουρα κάποια αφηγηματική καινοτομία, της αρκούσε η δυναμική της ιστορίας, του βιώματος, η αλήθεια που είχε να διηγηθεί, το σφίξιμο στο στομάχι, η λύτρωση της φυγής προς μια νέα ζωή. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι πανάκεια, δεν λειτουργεί πάντα και παντού, απέχει αρκετά από το να δικαιολογηθεί ως προσωπικό ύφος και στυλ. Αυτή την επιφύλαξη κυρίως είχα. Επιφύλαξη που διαψεύστηκε πανηγυρικά. Η έλξη που ασκεί η Ιστορία της βίας στον αναγνώστη οφείλεται πρωτίστως στην πυρετώδη εναλλαγή των δύο αφηγηματικών φωνών, που ανασυνθέτουν την ιστορία λίγο λίγο, προσθέτοντας γεγονότα του παρελθόντος, στερεότυπα, φοβίες, ανασφάλειες, τύψεις, και -άχρηστες- λογικές εξηγήσεις ανάμεσα σε άλλα. Στη μία φωνή η αδερφή του, στο σπίτι της οποίας ζήτησε καταφύγιο ο ήρωας, στο χωριό των παιδικών του χρόνων. Είναι απίστευτο πως γυρεύει κανείς την οικογένεια, παρά το παρελθόν, την οικογένεια που από απόσταση μοιάζει ως η πλέον ακατάλληλη για καταφυγή, και όμως, εκεί καταφεύγουμε οι περισσότεροι. Η αδερφή του διηγείται στον άντρα της την ιστορία αυτή, όπως της την αφηγήθηκε το θύμα, όπως εκείνος επέλεξε και κατάφερε να τη διηγηθεί, αφηγείται την ιστορία αυτή σχολιάζοντας και κάνοντας παρεκβάσεις που η ίδια πιστεύει πως θα δώσουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα στον άντρα της, που δεν τον γνωρίζει τόσο καλά, όχι πως εκείνη βέβαια τον γνωρίζει καλύτερα παρά τη βεβαιότητα που τη διακρίνει, βεβαιότητα που χαρακτηρίζει συχνά τους ανθρώπους. Και στην άλλη φωνή ο αφηγητής, σε πρώτο πρόσωπο, διευκρινίζοντας τα λόγια της αδερφής του, διορθώνοντας τα λάθη και τις παραλείψεις της, προσπαθώντας να δικαιολογήσει λόγια, σκέψεις και καταστάσεις, προσπαθώντας να δώσει εξήγηση στα κίνητρα εκείνου του τύπου, να αντισταθεί στην εύκολη καταφυγή στην ξενοφοβία. Οι φωνές μπερδεύονται υπέροχα, ο αναγνώστης συχνά δεν ξέρει ποιος από τους δυο μιλάει. Μέσω της αδερφής αποτυπώνεται με πειστικότητα ο κοντινός άνθρωπος του καθενός, ο τεχνικά κοντινός, εκείνος που για κάθε ένα χάδι θα έχει και ένα προτεταμένο δάχτυλο, για κάθε δικαιολογία και μια κατηγορία, για κάθε “δεν πειράζει” ένα “το ήξερα εγώ” ή ένα “του τα έλεγα εγώ”. Βέβαια, αυτή η τεχνική θα έστεκε ως ένα απλό κατασκεύασμα χωρίς περιεχόμενο αν δεν υπήρχε η ιστορία αυτή, αν δεν υπήρχε όλος αυτός ο τρόμος και ο πόνος για να γεμίσουν το καλούπι ασφυκτικά, για να εντείνουν τη δίνη της εναλλαγής των φωνών, για να οδηγήσουν στην κορύφωση. Η λογοτεχνία του Λουί είναι μια λογοτεχνία που ουρλιάζει, μια λογοτεχνία άκρως πολιτική και όχι απλώς χαριτωμένη, μια λογοτεχνία που αναζητά χώρο για να εκφραστεί, για να πολεμήσει με τα στερεότυπα, όχι μόνο των άλλων αλλά και με τα δικά της. Η γκέι λογοτεχνία, που ακόμα θεωρείται περιθωριακή στη χώρα μας, που ακόμα και ως αναφορά προκαλεί αμήχανα γελάκια και σεξιστικά σχόλια, δεν είναι ένα σημερινό φαινόμενο, είναι εξέλιξη της λογοτεχνίας των καταπιεσμένων, συγγενεύει με τη φεμινιστική, τη μεταποικιοκρατική και την οικολογική λογοτεχνία. Συνομιλεί με το σήμερα και έχει να κάνει με το δικαίωμα του καθενός στην αυτοδιάθεση του δικού του σώματος, στην ελευθερία των επιλογών και στην ισότητα απέναντι στον νόμο. Με το δικαίωμα του καθενός να περπατάει στο κέντρο της πόλης και να μην πέφτει θύμα λιντσαρίσματος στον δρόμο για το σπίτι, να μην κείτεται νεκρός μέσα στα αίματα γιατί κάποιοι “κανονικοί” ενοχλήθηκαν από την εμφάνισή του. Η ιστορία της βίας δεν βρίσκεται κάπου αλλού, δεν είναι φανταστική, δεν είναι ξένη. Η ιστορία της βίας λαμβάνει χώρα δίπλα μας.