Ναυάγια, βυθίσεις σε κακοκαιρίες, ατυχήματα. Συνηθισμένα σε ανοικτές θάλασσες και ταραγμένους ωκεανούς. Τι συμβαίνει όμως όταν το ναυάγιο γίνεται εντός των λιμενικών εγκαταστάσεων; Δίπλα στην προβλήτα, λίγο μετά τον απόπλου ή ακόμα και πάνω στον φάρο στην είσοδο του λιμανιού; Αναζητήσαμε και βρήκαμε τα πιο πρόσφατα -σε βάθος 60ετίας- ναυάγια στα λιμάνια της Σούδας και των Χανίων και μάθαμε για τις ιστορίες που συνδέονται με αυτά μέσα από τις διηγήσεις ανθρώπων που τα έζησαν!
Όταν ο “Άφοβος” εμβόλισε τον Φάρο!
Ακόμα και από… εμβολισμό έχει επιβιώσει ο Φάρος των Χανίων, πέρα από κακοκαιρίες, πολεμικές συγκρούσεις, εγκατάλειψη. Έναν εμβολισμό από το μότορσιπ “Άφοβος” στις 8 Μαρτίου του 1962 που προκάλεσε τη βύθιση του σκάφους, ενώ παράλληλα δημιούργησε δεκάδες ιστορίες γέλιου τις οποίες ακόμα και σήμερα διηγούνται οι Χανιώτες.
Με τον ψαρά κ. Γιώργο Ξυδιά και τον Γιάννη Γκαγκλάκη περπατάμε μαζί στην προβλήτα του λιμανιού για να μας δείξουν το σημείο όπου έγινε το ναυάγιο. Έφηβοι τότε και οι δύο, το συμβάν έχει αποτυπωθεί στη μνήμη τους.
«Τότε πολλά είδη, οικοδομικά υλικά, τρόφιμα έρχονταν στο λιμάνι των Χανίων με μικρά μότορσιπ όπως το “Άφοβος” και το “Όλγα”. Στάθμευαν μπροστά στο Λιμεναρχείο και εκεί με ένα μικρό γερανό τα κατέβαζαν στο λιμάνι. Στη συνέχεια τα παραλάμβαναν τα μακρύκαρα που ανέβαιναν τη Χάληδων, γλιστρούσαν τα άλογα και έπεφταν κάτω δεν υπήρχαν τότε φιλόζωοι να διαμαρτυρηθούν. Για αυτό και τη δεκαετία του ’70 έβαλαν στα κάρα ρόδες αυτοκινήτου, ενώ έβγαλαν και τις πλάκες που ήταν στο “Χρυσόστομο” και έβαλαν άσφαλτο» αναφέρει ο κ. Ξυδιάς.
«Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι παρότι σε σύγκριση με τα σημερινά σκάφη ήταν… βαρκούλες μετέφεραν και αυτοκίνητα ακόμα!
Επιβάτες δεν είχαν, μόνο αν κάποιος συνόδευε το φορτίο του ή κάποιος γνωστός του καπετάνιου να ήθελε να ταξιδέψει γιατί ήθελες μιάμιση μέρα να φτάσεις στον Πειραιά» λέει ο κ. Γκαγλάκης.
ΠΑΠΟΥΤΣΙ… ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΦΟΒΟ
Στις 8 Μαρτίου του 1962 ο κ. Γκαγκλάκης ήταν στο σχολείο και ο κ. Ξυδιάς στο περίπτερο ενός θείου του στη Δασκαλογιάννη. Στο άκουσμα της είδησης ότι ο “Άφοβος” έπεσε πάνω στον φάρο έτρεξαν στο λιμάνι όπως και εκατοντάδες Χανιώτες. «Κατέβηκαν στο λιμάνι και άνθρωποι που δεν είχαν κατέβει ποτέ για να δουν τον “Άφοβο” πάνω στο φάρο να κάνουν χάζι. Εμείς βέβαια η πιτσιρικαρία το γυροφέρναμε να πάρουμε κάτι από αυτά που είχαν πέσει στη θάλασσα αλλά το λιμενικό δεν μας άφηνε» αφηγείται ο κ. Ξυδιάς, ενώ ο κ. Γκαγκλάκης συμπληρώνει πως «ο “Άφοβος” μετέφερε και ένα φορτίο παπούτσια και σαγιονάρες. Αυτά βρέθηκαν στο νερό. Από την εταιρεία τα χάρισαν στον “Ραπανάκια” ένα Χανιώτη μικροέμπορο που τα καθάρισε, τα έβαλε σε μια ταράτσα να στεγνώσουν, τα λάδωσε και τα πουλούσε μετά μισοτιμής! Μετά από λίγο βέβαια αυτά ξεκολλούσαν και άνοιγαν για αυτό και για χρόνια μετά στα Χανιά αν σου ξεκολλούσε το παπούτσι που φορούσες σε ρωτούσαν “από τον “Άφοβο” το αγόρασες;”».
Όσο για τις αιτίες του ατυχήματος οι απόψεις συγκλίνουν στο ότι κάτι δεν είχε πάει καλά με το τιμόνι.
«Μάλλον έκοψε το συρματόσχοινο του τιμονιού που δεν ήταν υδραυλικό και άλλαξε η πορεία του σκάφους» αναφέρει ο κ. Ξυδιάς ενώ ο κ. Γκαγκλάκης θυμάται πως «είχε ειπωθεί ότι κάποιο τελάρο έπεσε στη μηχανή βρήκε κάποιο γρανάζι και έσπασε το τιμόνι».
Μετά από διάστημα μερικών ημερών έγινε προσπάθεια να αποκολληθεί ο “Άφοβος” από τον Φάρο και να οδηγηθεί μέσα στο λιμάνι στο καρνάγιο. Όμως με το που μπήκε στο λιμάνι βούλιαξε και βρέθηκε στον πάτο του λιμανιού. Έγινε νέα προσπάθεια για την ανέλκυσή του, στο καρνάγιο το “κόλλησαν” πρόχειρα, μεταφέρθηκε στον Πειραιά όπου του έγινε κανονική επισκευή και ξαναδρομολογήθηκε αυτή φορά σε άλλη γραμμή στο Αιγαίο.
Το 7μελές πλήρωμα του σκάφους δεν τραυματίσθηκε από τη σύγκρουση, αλλά μεταγενέστερα δημοσιεύματα στον τοπικό Τύπο (εφημερίδα “Παρατηρητής”) ενημερώνουν πως ο πλοίαρχος του πλοίου Κων. Στυλιανουδάκης υπέστη νευρικό κλονισμό, ενώ ο πλοιοκτήτης Αλεξ. Βερούτης χρειάστηκε να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο καθώς λίγες εβδομάδες πριν είχε χάσει άλλο ένα πλοίο το “Άσπα”.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του Τύπου το πλοίο ήταν ανασφάλιστο και το εμπόρευμα που μετέφερε υπολογίζεται ότι είχε αξία 2 εκατομμύρια δραχμές της εποχής εκείνης.
Το “τουμπάρισμα” του Πορτοκαλάδικου!
Άλλο ένα ναυάγιο εντός του λιμανιού ήταν αυτό του Γιουγκοσλαβικού φορτηγού “Σνζέζνικ” τη δεκαετία του ’60 στη Σούδα. Το βάρους 1270 τόνων εμπορικό σκάφος είχε έλθει στη Σούδα προερχόμενο από τη Χάιφα του Ισραήλ μεταφέροντας πορτοκάλια που είχε πάρει εκεί. Θα παραλάμβανε ελαιόλαδο από τα Χανιά και θα τα μετέφερε στο λιμάνι της Ριέκας στις Δαλματικές ακτές.
Ο Σταύρος Μυριδάκης θυμάται πως «το είχα πρωτοδεί το πρωί που ήλθε. Δεν ξέραμε από πού ερχόταν αλλά επειδή ήταν μεγάλο και ωραίο σκάφος μας έκανε εντύπωση. Εγώ τότε εργαζόμουν ως λιμενεργάτης και ζούσα μέσα στο λιμάνι. Τούβλα, ξυλεία, μεταφέρονταν στη Σούδα με μικρά σκάφη, τα ξεφόρτωναν στην πλατεία μπροστά από το λιμεναρχείο και από εκεί μεταφέρονταν με φορτηγά ή μακρύκαρα».
Με βάση τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής το σκάφος φορτώθηκε με 187 τόννους ελαιόλαδο. Λύθηκε από τους κάβους και μόλις άρχισε να σηκώνει άγκυρες άρχισε να κλίνει επικίνδυνα προς τα δεξιά. Λίγες ώρες μετά γύρισε “τούμπα” με τα ύφαλά του να βγαίνουν στην επιφάνεια!
Η ανέλκυσή του δόθηκε στην εταιρεία “Μάτσας” και ήταν επιτακτική ανάγκη να γίνει άμεσα καθώς έκλεινε ένα μεγάλο μέρος της προβλήτας.
Ο κ. Μυριδάκης μας λέει πως «είχε γίνει προφανώς λάθος στο φόρτωμά του. Είχαν βάλει κάτω στο αμπάρι τα πορτοκάλια και το βαρύ φορτίο που ήταν το λάδι ήταν ψηλά. Όταν λοιπόν έλυσε για να φύγει επειδή στο λιμάνι της Σούδας πιάνει πολλές φορές δυνατός “Σιρόκος” το ανέτρεψε! Έτσι και τούμπαρε το σκάφος! Τα συνεργεία έκοψαν με οξυγονοκόλληση τα 4 αμπάρια του και εμείς δουλεύαμε με τα χέρια για να βγάλουμε τα πορτοκάλια έξω στην προβλήτα ώστε να έλθει στα ίσια του, να δουλέψουν και οι αντλίες και να βγάλουν το νερό που είχε μέσα του. Οι εργασίες κράτησαν μπορεί και ένα μήνα. Αφού ήλθε στα ίσια του το σκάφος, το πήγαν στην άλλη μεριά του λιμανιού έγιναν κάποιες επισκευές και μετά από καιρό αναχώρησε χωρίς κανένα πρόβλημα».
Με το μπατάρισμα του σκάφους, το τμήμα του λιμανιού της Σούδας μέχρι και το Βλητέ είχε γεμίσει με πορτοκάλια αλλά και βαρέλια λάδι. «Τότε κάποιοι Σουδιανοί από απέναντι μάζεψαν κάποια βαρέλια με ελαιόλαδο και τους έψαχνε μετά το λιμεναρχείο. Ένας που κατάφερε και τα έκρυψε στις όχθες του Μορώνη τα κράτησε, από τους υπόλοιπους τα πήρε το λιμενικό» λέει ο κ. Σταύρος.
Η έκρηξη
του “Πανορμίτη”
Σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται 42χρόνια από την έκρηξη του “Πανορμίτη” μέσα στο λιμάνι της Σούδας που σε σύγκριση με τα άλλα δύο ναυάγια είχε δυστυχώς και νεκρό και βαρύτατα τραυματισμένους πολίτες. Στο πρωτοσέλιδο των “Χ.Ν.” την επόμενη ημέρα του ατυχήματος (το ατύχημα συνέβη την 1η Οκτωβρίου του 1979) διαβάζουμε: «Ώρα εννιά παρά τέταρτο το πρωί. Μια έκρηξη ισχυρή, ασυνήθιστη, συνταράσσει ολόκληρη την πόλη των Χανίων. Μερικές βιτρίνες και τζάμια παραθύρων έσπασαν. Παλιές οροφές έπεσαν. Οι άνθρωποι τρομοκρατημένοι βγήκαν στους δρόμους και άρχισαν να διερωτώνται τι έγινε… Καταστήματα, σπίτια αυτοκίνητα, ηλεκτρικά και τηλεπικοινωνιακά δίκτυα έχουν καταστραφεί σε ποσοστό 50 μέχρι 100%» διαβάζουμε στο ίδιο πρωτοσέλιδο.
Το φορτίο του σκάφους ήταν πραγματικά… εκρηκτικό. Διαβάζουμε στο ίδιο φύλλο ότι ο “Πανορμίτης” μετέφερε «500 φιάλες με υγραέριο και 4,5 τόννους σίδερα (ρέλλες) για λογαριασμό του Ναυστάθμου Κρήτης. Στ’ αμπάρια του είχε ακόμη κιβώτια με δυναμίτιδα και βαρέλια με βενζίνη καθώς και διάφορα άλλα εμπορεύματα που προοριζόταν για το Ηράκλειο». Το θέμα της μεταφοράς εκρηκτικών απασχόλησε έντονα τον Τύπο, με τις αρχές να δηλώνουν αρχικά άγνοια, να αναφέρουν έπειτα πως υπήρχε δυναμίτιδα για τη ΜΟΜΑ Ηρακλείου που όμως στη συνέχεια διαψεύστηκε.
Από την έκρηξη είχαμε ένα νεκρό, ένα ακρωτηριασμένο, 138 τραυματίες, 15 εκ των οποίων νοσηλεύτηκαν στο Νοσοκομείο Χανίων και άλλοι 20 στο Ναυτικό Νοσοκομείο και σε κλινικές.
Οι κάτοικοι θυμούνται πως ήταν ευτυχές το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της έκρηξης “απορροφήθηκε” από την τσιμεντένια προβλήτα και τις εγκαταστάσεις των “Μύλων” Κρήτης και δεν εκτονώθηκε ολόκληρη προς την Πάνω Σούδα καθώς σε διαφορετική περίπτωση οι νεκροί θα ήταν πολλοί περισσότεροι.
Στο 14ο επεισόδιο, Παρασκευάς Περάκης και Ελένη Φουντουλάκη, μιλούν με δημιουργούς που συμμετέχουν στο Chaniartoon