Στην Κρήτη είχαν πάντα σε μεγάλη υπόληψη τον φρόνιμο άνθρωπο. Φρόνιμο με τη διπλή σημασία. Φρόνιμος ήταν ο ήσυχος που δεν ενοχλούσε κανέναν, αλλά έπραττε πάντα σωστά. Φρόνιμος ήταν όμως αυτός που γνώριζε πολλά και εφάρμοζε καλά ό,τι ήταν ωφέλιμο για όλους, γι’ αυτό και όλοι τον εμπιστευόταν και ζητούσαν τις συμβουλές του.
Εκτός όμως από τους φρόνιμους, υπήρχαν και οι πράοι -πραγοί, όπως τους έλεγαν- που δεν τους είχαν σε υπόληψη. Εκτός όμως από τους φρόνιμους υπήρχαν και οι «κουζουλοί»
-όχι τρελοί- που έγραψαν την ιστορία της Κρήτης. Ακόμη υπήρχαν και οι καυχησιάρηδες, ψεύτες. Αυτούς είχε ως φαίνεται συναντήσει ο Απόστολος και είπε το «πας Κρης ψεύτης».
Σε ένα ημιορεινό χωριό των Χανίων ζούσε ο Αρκάδιος Αρκαδιάκης.
Ήταν ένα μείγμα κουζουλού – φρόνιμου και φρόνιμου. Ήταν όμως και μεγάλος ψεύτης. Ο Αρκάδιος ήταν αμούστακο παλικαράκι, όταν τα όρνια του Χίτλερ έπεφταν από τον ουρανό, για να σκλαβώσουν την Κρήτη. Πήρε το σπαθοράβδι του και έτρεξε στον κάμπο να τους πολεμήσει.
Γύρισε στο χωριό με λάφυρα ένα αλεξίπτωτο και ένα γερμανικό ντουφέκι με πολλές σφαίρες. Φρόνιμος όπως ήταν έβλεπε ότι οι Γερμανοί θα καταλάμβαναν το νησί. Γι’ αυτό έπρεπε να κρύψει καλά τα λάφυρα. Φρόντισε να μην τα δει κανείς και μετά έσκαψε και τα έθαψε βαθιά στη γη.
Στην εθνική αντίσταση εναντίον των κατακτητών Γερμανών πήρε από τους πρώτους μέρος. Αφού ξέθαψε το γερμανικό λάφυρο -το ντουφέκι και τις σφαίρες- πήρε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον των κατακτητών. Ο Αρκάδιος μαζί με άλλα παλικάρια από το χωριό του πήραν μέρος και στη μάχη της Παναγιάς στα Κεραμειά.
Όταν τα καφενεία του χωριού είχαν χωριστεί σε πράσινα και μπλε -αυτός ήταν πλέον ένας φρόνιμος μεσήλικας- αγωνίστηκε για να πάψουν τα χρώματα και να είναι όλοι οι χωριανοί αδέλφια. Οι συμβουλές του έπιασαν τόπο και στο χωριό του έπαψαν να υπάρχουν πράσινα και γαλάζια καφενεία.
Πραγματικό παλικάρι όμως ο Αρκάδιος απέτρεψε μια ζωοκλοπή στο χωριό του με κίνδυνο της ζωής του, αφού αυτός ένας επιτέθηκε στους τρεις οπλισμένους ζωοκλέφτες και τους έτρεψε σε φυγή, αφού παράτησαν τα κλεμμένα ζώα.
Εκεί όμως που ο Αρκάδιος υπερέβαλε «εαυτόν» ήταν στην ψευτιά. Ήταν μεγάλος ψεύτης – μεγάλος καυχησιάρης. Έλεγε και καυχιόταν ότι με μια «μπαλωτέ» σκότωσε δυο λαγούς. Όταν οι χωριανοί γελούσαν και δεν το πίστευαν, τους έλεγε: «Οι λαγοί μπρε κάνανε έρωτα και τους πέτυχα την ώρα που φιλιόνταν».
Μια άλλη φορά έκανε τραπέζι σε φίλους χέλια και καβούρια, που όπως έλεγε τα είχε πιάσει σε μια λακκούβα του μικρού χειμάρρου που περνούσε κοντά από το χωριό του. «Περνούσα τον χείμαρρο, έλεγε, και κρατούσα στο χέρι μου ένα μεγάλο φλασκί γεμάτο μαρουβά κρασί. Γλίστρησα, μου ’φυγε το φλασκί και το πήραν τα νερά. Το βρήκα, αφού έψαχνα δυο ώρες, σε μια λακκούβα σπασμένο. Το κρασί είχε χυθεί στην λακκούβα και αυτή ήταν γεμάτη με μεθυσμένα χέλια και καβούρια, που τα τρώτε τώρα».
Μα το μεγαλύτερο ψέμα του ήταν όταν καυχιόταν πως είχε εξημερώσει δυο αρουραίους -ποντικούς- και τους είχε μάθει να του μαζεύουν τα αυγά από τις κότες που είχε αμολυτές σε ένα περβόλι. Αδύνατον! του έλεγαν οι χωριανοί του. Είσαι ψεύτης. Πώς μπορούν οι αρουραίοι να κουβαλήσουν αυγά;
Μπορούν και καλομπορούν, επέμενε ο Αρκάδιος. Πώς; Να! Ο ένας έπεφτε ανάσκελα και ο άλλος με τα πόδια του έβαλε το αβγό στην κοιλιά. Ύστερα τον τραβούσε από την ουρά και το πήγαινε στο μέρος που έπρεπε να μου μαζώξουν τα αυγά.
Μετά από χρόνια, όταν κάποιος έλεγε ένα μεγάλο ψέμα, έλεγαν ότι αυτός ξεπέρασε και τον Αρκάδιο.
*Ο Γιώργος Μαρουλοσηφάκης είναι απόμαχος δημοσιογράφος – τυπογράφος