Καλοκαιράκι κι ένα ζεστό αγέρι πλανιότανε ολόγυρα.
Η νύχτα ήταν γλυκιά και όμορφη και το ορεινό χωριό μας -μια μάζα από ακαθόριστες σκιές και σχήματα- απλωνόταν νωχελικά μέχρι κάτω και σταματούσε στους πρώτους ελαιώνες.
Καθισμένοι ήμασταν όλοι, στο μακρύ τραπέζι της βεράντας, το φορτωμένο καλούδια, το λουξ σε μια γωνιά έσπαζε κάπως τα σκοτάδια, κι η κουβέντα είχε ανάψει για τα καλά!
«Πότε θα δροσίσει λιγάκι;» είπε η γιαγιά κι έστρωσε λιγάκι το μαύρο τσεμπέρι της.
«Ζεσταίνεσαι Μερσινιά;» ρώτησε καλοσυνάτα ο θείος Σταμούλος, ένας γέρος βρακοφόρος, και μόνος επιζών αδελφός του παππού. «Να πας στο σπίτι στην εξοχή να δροσιστείς λιγάκι…»
Τότε ήταν που γυάλισαν τα μάτια του πατέρα. Σίγουρα θα ετοιμάζονταν πάλι να μας πει κάποια απ’ τις παλιές ιστορίες του, που τόσο αγαπούσαμε.
Κι έτσι ήταν!
Γιατί την ίδια στιγμή μέσα στο μισοσκόταδο ακούστηκε η δυνατή φωνή του, κι όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος του.
Τι ενδιαφέρον θα μας έλεγε πάλι σ’ αυτό το όμορφο νυχτέρι μας κάτω από τ’ άστρα;
Και νάτον που κοίταξε τη γιαγιά κι είπε με ύφος άταχτου παιδιού: «Θυμάσαι μάνα, που σου ‘φυγα και πήγα νύχτα μόνος μου στην εξοχή;»
Η γιαγιά ίσα-ίσα που πρόλαβε να κουνήσει το κεφάλι της καταφατικά.
«Δεν μ’ άφηνε η μάνα!», είπε πάλι ο πατέρας. «Αλλά τη κατάφερα! Φόρτωσα δυο μπατανίες στο μουλάρι, πήρα ψωμί κι ελιές και με την σκύλα μας την Αυγή, ν’ ακολουθεί κουνώντας την ουρά, πήρα την κατηφόρα για τη θάλασσα. Πέρασα τη «μηχανή», το ελαιοτριβείο στην άκρη του χωριού, και τράβηξα κατά τους ελαιώνες. Ο ήλιος δεν είχε βασιλέψει ακόμα όταν έφθασα στην Λουρίδα, στον λόφο του παππού μας όπου έχουμε κι εμείς όλοι μερίδιο το ένα τέταρτο της πλαγιάς.
»Εκεί στην κορυφή που πιάνουν οι αγέριδες, υπάρχει ένα αλώνι με μια χαρουπιά στη μέση. Δεν είχαν αλωνίσει ακόμα και στην μια πλευρά έστεκαν οι θημωνιές σαν μικρά καλυβάκια, η μια δίπλα στην άλλη. Έδεσα το μουλάρι εκεί κοντά. Έστρωσα τα ρούχα κάτω από τη χαρουπιά και περίμενα να νυχτώσει! Έκοβα βόλτες δεξιά κι αριστερά. Κυνήγαγα πουλιά κι έπαιζα με το σκυλί μέχρι που σκοτείνιασε για τα καλά.
»Όταν δεν έβλεπα πια καθόλου, πήρα την Αυγή αγκαλιά. Ξάπλωσα, σκεπάστηκα με την μπατανία μέχρι πάνω και προσπαθούσα να κοιμηθώ. Είχανε βγει τα νυχτόβια για φαΐ. Κυνηγούσαν το ένα τ’ άλλο και γινότανε μεγάλη φασαρία! Από παντού ερχόταν στ’ αυτιά μου περίεργοι ήχοι: Βρούπ…Χρούτς…Γκούπ, ενώ τα τσακάλια, αγέλες-αγέλες στα βουνά από πάνω, πεινασμένα, ούρλιαζαν εκείνη την νύχτα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Γύρω μου ένας άγνωστος κόσμος με απειλούσε. Πάνω απ’ την χαρουπιά ακουγόταν ένας γδούπος, ενώ οι σκιές στις θημωνιές απέναντι, άλλαζαν συνεχώς μορφή και γινόταν όλο και πιο επιθετικές. Το σκυλί αγριεμένο έτρεχε μπροστά. Στεκόταν λίγο και μύριζε τον αέρα. Μετά γύριζε πίσω κατατρομαγμένο!
«Γιατί φοβάται έτσι το σκυλί;», σκεφτόμουν και πήγε το μυαλό μου στις «ξωθιές» και τα «δαιμόνια». «Έπρεπε να είχα ακούσει τη μάνα μου. Εδώ που ήλθα μοναχός μου, καλά να πάθω!»
»Ύστερα από ώρες αγωνία με πήρε κάποτε ο ύπνος. Αλλά γρήγορα έβγαλε ένα μελτέμι, έναν δυνατό αέρα στη κορυφή του λόφου και μου έπαιρνε τα ρούχα. Με μεγάλο κόπο σηκώθηκα. Πήρα το σκυλί στο ένα χέρι και τα ρούχα στο άλλο και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι βάδισα κατευθείαν εμπρός. Προς το καλύβι του θείου μας του Αλέξη, που έστεκε εκεί κοντά, μισογκρεμισμένο και χωρίς σκεπή. Βρήκα ψηλαφιστά το μέρος κι έστρωσα δίπλα στον τοίχο, σ’ ένα βαθούλωμα κάτω από μια ελιά. Αλλά οι φωνές και οι θόρυβοι συνεχιζόταν… Έμεινα εκεί κατατρομαγμένος και περίμενα να ξημερώσει, όταν με τα πολλά κατάφερα να κοιμηθώ. Όμως κάποια στιγμή ξύπνησα και ήμουνα…στον αέρα! «Όνειρο είναι», σκεπτόμουν. «Πώς βρίσκομαι στον αέρα, και κουνιέμαι κιόλας; Μα πώς είναι δυνατόν; Ας δαγκάσω την γλώσσα μου. Πονάω! Άρα, είμαι ξύπνιος. Αλλά πάλι, μήπως κοιμάμαι; Ας τσιμπήσω το χέρι μου. Ξανά πονάω! Άρα δεν ονειρεύομαι!» Άρχισε να χτυπάει η καρδιά μου και δεν ήξερα τι μου συνέβαινε… «Όφου!! Δίκιο είχε ή μάνα μου. Με πήραν οι «ξωΘιές». Με πήραν στο Κακόρεμα και με χτυπάνε στα βράχια. Τι να κάνω τώρα; Να πω μια προσευχή…» Αλλά όσο και εάν προσπαθούσα δεν μπορούσα να θυμηθώ καμία προσευχή. Τις είχα ξεχάσει όλες μέσα στην τρομάρα μου! Σύντομα όμως, μου ήλθε στο μυαλό το «Πάτερ ημών» και άρχισα να το απαγγέλλω με τρεμουλιαστή φωνή. Τότε, μέσα στο σκοτάδι ακούστηκαν κοροϊδευτικά γέλια. Ήταν ο Γιάννης ο παραγιός και η παρέα του. Είχαν πιάσει την κουβέρτα απ’ τις δυο πλευρές, μ’ είχαν σηκώσει ψηλά και με κουνούσαν μια δεξιά και μια αριστερά. Κάθε τόσο με χτυπούσανε και στην ελιά για να ξυπνήσω…»
Γελούσαμε τώρα κι όλοι εμείς με τα παθήματα του πατέρα μου. Η γιαγιά μας όμως, δεν γελούσε. Είπε μόνο: «Αμ, νόμιζες πως θα σ’ άφηνα να πας μόνος στην εξοχή, να ρημάξεις τα δένδρα και να βρούμε το μπελά μας!»
Έβλεπα την γιαγιά με τα μάτια του μικρού παιδιού. Μου φαινόταν σοβαρή και αυστηρή. Κι όμως η γιαγιά -που είχε χηρέψει στα 37 της κι είχε μεγαλώσει μόνη τα τέσσερα αγόρια της- όσο και αν δεν ήθελε να το δείχνει, ήταν στα καλά της!
Καθισμένη ανάμεσά μας, ένοιωθε ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.
Και σίγουρα θα χαιρόταν που οι κόποι και τα βάσανα μιας ζωής δεν είχαν πάει χαμένα…
«Έλα τώρα Μερσινιά! Μην τα παραλέμε!», είπε τώρα ο θείος. «Στα χωράφια βγαίναμε τα βράδια, όλοι στα νιάτα μας! Τάχα μου να…βοσκήσουμε τα γαϊδούρια…Τρέλες κάναμε! Που και που κλέβαμε και κανένα φρούτο. Ο ένας του αλλουνού δηλαδή…»
Ανασηκώθηκε. Μάλλον είχε νυστάξει και θα γύριζε στο σπιτάκι του. «Και ναι!» είπε καθώς τον συνόδευε η μαμά με το λουξ για να του φωτίσει να κατέβει τη σκάλα. «Την άλλη φορά θα σας πω τη δική μου ιστορία, με το φάντασμα του…ξυλοπόδαρου που μόλις βράδιαζε λιγάκι μας έκλεινε στα σπίτια και ρήμαζε τα…κοτέτσια με την ησυχία του!!»
Φωνές διαμαρτυρίας ακούστηκαν από παντού, μα ο θείος δεν πισωγύριζε κι η φωνή του ακούστηκε αδύναμη απ’ τη βάση της σκάλας. «Υπομονή παιδιά! Και θα σας πω και για τον χρυσοστόλιστο φύλακα του θησαυρού που ήλθε μια μέρα στον ύπνο μου και μου είπε που είναι κρυμμένος…»
«Να μας πεις θείε! Να μας πεις…», ακούστηκαν ικετευτικές οι φωνές μας.
«Αύριο!», είπε ο πατέρας! «Κι αύριο μέρα είναι!»
Τι καιροί κι αυτοί αλήθεια, οι περασμένοι που συχνά-πυκνά κυκλώνουν το νου κι ευφραίνουν την καρδιά!
Και τι όμορφα τα παλιά εκείνα, καλοκαιρινά νυχτέρια με τις ιστορίες, τ’ αστεία και τα πειράγματά τους, που ξεκούραζαν ψυχές και ξαλάφρωναν τον αγρότη απ’ τον μόχθο της ημέρας!