Σάββατο, 27 Ιουλίου, 2024

Ιστορίες από τη ζωή του χωριού

Ξέρει η πάπια πού ‘ναι η λίμνη
Λαϊκή παροιμία

Υπάρχουν όμορφες ιστορίες φτιαγμένες στις ψυχές μας από τη ζωή των χωριών μας κατά το πρώτο ήμισυ του περασμένου αιώνα.
Πολύς κόσμος, πολλές δραστηριότητες, το χωριό είχε στην κυριολεξία ζωή και κίνηση.
Άνθρωποι εργατικοί και αγαπημένοι, παραδοσιακοί και ευχάριστοι, έχουν αφήσει τα δικά τους αποτυπώματα με τον χαρακτήρα, τη συμπεριφορά, την αγνότητα, την ειλικρίνεια και την ευθυκρισία τους. Υπήρχαν όμως και άνθρωποι με χιούμορ και πάθος και έμειναν ως ιδιαίτεροι τύποι αιώνιοι και αθάνατοι.
Στο μυαλό μου έρχονται πολλές ιστορίες.
Σήμερα θα αναφερθώ στον Μπαρμπα-Γιώργη, ο οποίος είχε πάθος με «το κρασάκι».
Υπήρξε νέος και όμορφος. Είχε υπηρετήσει για μερικά χρόνια στη Χωροφυλακή, είχε μάθει στην καλοπέραση και την ξεκούραση. Είχε καλή συμπεριφορά προς όλους, αγαπούσε και αγαπιόταν απ’ όλους.
Παλιός χωροφύλακας και «από οικογένεια που είχε βγάλει εφέτη και βουλευτή», όπως του άρεσε να λέει. Είχε κάνει έναν ξακουστό γάμο. Έφερε νύφη από άλλη επαρχία, από ονομαστή οικογένεια και πολλά προικιά. Εφτά καπέλα μέτρησαν σ’ ένα πανέρι της νύφης κι όλοι το ‘χαν να το λένε.
«Με τη δύναμη του Θεού» έκαναν, μεγάλωσαν και αποκατέστησαν τα παιδιά τους όπως – όπως.
Ο Μπάρμπα-Γιώργης με την Πανωραία του ζούσαν στο χωριό. Πολλές οι αρετές τους, ένα το πάθος του, «το κρασάκι» το τραβούσε πολύ ο οργανισμός του. Ποτέ δεν παραφερόταν, απλώς, όταν είχε γίνει «κομπλέ», «ταντέλα», όπως έλεγε, πήγαινε από νωρίς για ύπνο.
Δεν είχε μάθει να εργάζεται στη γη. Ήταν όμως ο μαντατοφόρος για το μοναδικό χειροκίνητο τηλέφωνο που υπήρχε στο χωριό, ο ντελάλης για ό,τι συνέβαινε (ενοικιάσεις, δημοπρασίες), ο βοηθός του ταχυδρόμου για να μεταφέρει τα γράμματα στις άκρες του χωριού, σ’ αυτούς που δεν άκουγαν το «μπουρί» του ταχυδρόμου. Ήταν ο άνθρωπος για τα μικρά θελήματα και για όλες αυτές τις καλοσύνες του η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι χωρίς μεζέ και με πολλά ευχαριστώ.
Κοιμόταν νωρίς και ξυπνούσε νωρίς. Χειμώνα – καλοκαίρι με κρύο και με ζέστη. Πάντοτε έβρισκε την αιτία και τον τρόπο για να επισκεφτεί πρωί-πρωί κάποια πόρτα και για κάποιο λόγο να «δροσίσει» το λαρύγγι του.
Όταν όμως δεν είχε έτοιμο το πρόγραμμα των επισκέψεών του, τότε έφερνε αμέσως στο μυαλό του την παροιμία που είχε μάθει ως χωροφύλακας:
«Ξέρει η πάπια πού ‘ναι η λίμνη
και βουτά και πάει και πίνει».
Η λίμνη (με το πολύ κρασί) ήταν το καφενείο του Καντή. Εκεί κατέφευγε όταν δεν είχε άλλη λύση στο πάθος του. Πολλές φορές και με βροχή περίμενε κάτω από το περβάζι της εισόδου, για να ανοίξει το πολυκατάστημα.
Με το «Καλημέρα, Γιώργη» και κάνοντας ότι μασούσε, λέει στον καφετζή: «Ένα κομμάτι κρέας έφαγα πρωί – πρωί και με ανάδραμε το παντέρμο, μόνο βάλε μου ένα ποτηράκι».
Ο καφετζής δε χαλούσε το χατίρι σε κανέναν. Ο πολυκαταστηματάρχης είχε ξεχωριστά τετράδια για τα «βερεσέδια» των πελατών, από πού και πότε θα πληρωθεί. Από το λάδι, από το γάλα, από τα χαρούπια, από τα απομάζουδα, από το μηνιάτικο για τους συνταξιούχους κ.ά.
Μια μέρα έρχεται ο Μπάρμπα-Γιώργης και λέει στο κοπέλι του καφετζή, τον Δημήτρη: «Βάλε μου ένα κρασάκι». Ο καφετζής είχε και κουρείο και κούρευε «τον Λόρδο». «Μπαμπά, πού να γράψω το κρασάκι του Μπάρμπα-Γιώργη»; λέει ο Δημήτρης. «Γράψε το κάτω από το σφουγγάρι, παιδί μου» απαντά ο καφετζής.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα