Ο Κρητικός Λαός μέσα στους αιώνες, φαίνεται ότι πιστεύει αληθινά στον θεσμό του γάμου. Κάθε οικογένεια αρχίζει με τον γάμο δηλαδή με την ένωση (σωματική – ψυχική – οικονομική) ενός άντρα και μιας γυναίκας.
O γάμος είναι η σοβαρότερη πράξη της ζωής κάθε ατόμου. Από την πράξη αυτή εξαρτάται το μέλλον των παιδιών των παιδιών τους, δηλαδή το μέλλον της κοινωνίας. Οι Θρησκείες όλου του κόσμου καθαγιάζουν το γάμο.
Παλαιότερα η εκλογή του ή της συζύγου γινόταν κυρίως από τους γονείς. Βεβαίως δεν έλειπαν και τα ειδύλλια. Σε περίπτωση που δεν συμφωνούσαν οι γονείς «κλέβονταν».
Θα σας περιγράψω τρεις διαφορετικές ιστορίες γάμου πριν εκατό πενήντα χρόνια περίπου στο χωριό μου που ασφαλώς συνέβαιναν και σ΄ όλη την Κρήτη.
Τρεις περιπτώσεις φέρνανε τσοι Κρητικούς στο γάμο
και κάθε μιας, μια ιστόρηση, χώρια εδώ θα κάμω.
Την πρώτη, που γνωρίζουνταν ο γεις τον άλλο παίρναν,
με του Υψίστου την ευχή κι εκείνων που τσοι σπέρναν.
Τη δεύτερη, που ο ένας τους δε γνώριζε τον άλλο
κι έπαιζε ο προξενητής το ρόλο το μεγάλο.
Την τρίτη, που οι δικοί των νιων, δεν συμφωνούσαν,
ο γεις τον άλλο έκλεφτανε και δεν παρακαλούσαν.
Οι δύο τους αγαπιούντανε μα τα’ χαν φαωμένα,
τα σόγια, κι ήντα φταίγανε εκείνα τα καημένα;
Ε τον παντέρμο το σεβντά δουλειές τσοι ξετελεύει
πόσο τσ’ ανθρώπους τυραννά και πόσο τσοι παιδεύει.
Πολλά βαρύ του φαίνουνταν μεγάλο ρεζιλίκι
Να τού’ κλεφτεν την κοπελιά, ένας που δεν τ’ ανήκει.
Κατ΄ επάγγελμα προξενητής δεν υπήρχε, οι συγγενείς διάλεγαν ένα κοινό γνωστό και του ανέθεταν «το έργο». Για να πετύχει το προξενιό, ο προξενητής φορούσε ανάποδα ένα ρούχο του.
Επίσης για να πάει καλά το προξενιό δεν έπρεπε να μπαίνει από μια πόρτα και να φεύγει από άλλη και πολλά άλλα παρατηρήματα.
Ας δούμε όμως τις τρεις ιστορίες:
Α’ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΣ ΠΡΟΞΕΝΗΤΗΣ
Στο Παϊδοχώρι ο Παναγιώτης ο Πετσάς είχε μια μοναχοκόρη την ΚΑΤΕΡΙΑ και ο ο Γιάννης ο Λεράς είχε τρείς γιούς. Ο ένας ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ ερέγετο την ΚΑΤΕΡΙΑ. Μαζί βόσκανε στα «Πλακάλωνα» και στη «Χελιδονότρυπα».
Μικρός ο κύκλος στο χωριό γνωρίζονταν οι νέοι
και μέσα εις τα στήθη τους αύρα τσ’ αγάπης πνέει.
Ήταν νοικοκύρης ο Παναγιώτης και η περιουσία θα μοιραζόταν στα δυο.
Έστειλε τον πατέρα του ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ να πάει να ζητήσει την ΚΑΤΕΡΙΑ. Ο πατέρας δεν χαλά χατίρι στο γιό του. Ένα βράδυ πηγαίνει στου Παναγιώτη. Αφού ήπιαν την ρακή τους ήθελε να τελειώνει η συζήτηση.
Ήντα να κάνει; Να αρχίσει τα παινέματα; Να ζητά προίκα; Να λέει αμπελοφιλοσοφίες; Λίγα λόγια και σταράτα.
– Παναγιώτη, κατέεις με, κατέω σε ….
Να πάρει ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ μου την ΚΑΤΕΡΙΑ σου.
Αυτό ήταν το τέλειο προξενιό. Ζήσαν αυτοί καλά, με πολλούς και άξιους απογόνους κι εμείς καλύτερα.
Β’ ΠΡΟΞΕΝΙΟ ΜΕ ΠΛΟΥΣΙΑ ΝΥΦΗ
Ο γαμπρός από την πόλη Αποκορωνιώτης, τεχνίτης – επαγγελματίας, χωρίς να έχει πολλές απαιτήσεις, πήρε υπόσχεση από τους γονείς της νύφης για προίκα εννέα χιλιάδες οκάδες λάδι, έτσι τα κατάφερε ο έξυπνος προξενητής.
Έγινε ο αρραβώνας, δημιουργήθηκε η αγάπη και ο έρωτας μεταξύ των νέων, όμως η βεντέμα δεν βοηθούσε για να συγκεντρωθούν οι εννέα χιλιάδες οκάδες λάδι, και να γίνει ο γάμος. Ο γάμος καθυστέρησε δύο – τρία χρόνια, διότι οι Αποκορωνιώτες, αν και μονοστίβανοι, ό,τι έταζαν το έδιναν.
Ήταν και οι δυο νέοι καλοσυνάτοι, ήρεμοι και υπομονετικοί. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου έγινε ο γάμος. Δημιούργησαν άριστη οικογένεια. Οι απόγονοι τους, αγαπούν και τιμούν το χωριό και το σόι.
Γ’ Η ΚΛΕΨΙΑ (εκούσια απαγωγή)
Στο Παϊδοχώρι οι μεγαλύτερες οικογένειες πριν εκατό πενήντα χρόνια, ήταν οι Πανηγυράκηδες, οι Λιόδηδες οι Μαραγκοί (Μαραγκουδάκηδες) οι Χαβρέδες (Χαβρεδάκηδες) οι Αποστολάκηδες, οι Παντελάκηδες κ.α.
Οι Πανηγύρηδες με τους Λιόδηδες δεν τα πήγαιναν καλά, για λόγους καπετανιάς και μόνο.
Αγαπούσε ο Δάσκαλος λοιπόν ο Γλυναντώνης (Πανηγυράκης Αντώνιος) την αδελφή του Λιεδομανούσο, κόρη του Λιεδοσήφη, την Ειρήνη. Αυτό ήταν αδιανόητο για τους Λιόδηδες. Να συμπεθεριάσουν με τους Πανηγύρηδες; Αδύνατον. Έπιασαν λοιπόν και την αρραβώνιασαν με άλλον, από άλλη οικογένεια.
Οι Πανηγύρηδες όμως έπιασαν τον άλλο γαμπρό και τον έπεισαν ότι τον αγαπά η Μαρία, από άλλη οικογένεια και τους έφεραν σε επαφή και παντρεύτηκαν.
Ταυτόχρονα ύστερα από συνεννόηση μεταξύ τους, ο Γλυναντώνης και η Λιοδοπούλα, μέρα μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, συναντήθηκαν έξω από το χωριό, πιο κάτω από του «Ρουμπάνο» τη σταφίδα και τράβηξαν για τις Καλύβες όπου εκεί οι Πανηγυράκηδες με τον Αναγνώστη (Εθνομάρτυρας 1889), ήταν στις δόξες τους. Μαζί τους ο Γκεκοκωσταντής και ο Ευθύμης, φύλακες.
Όταν αργά το πληροφορήθηκε ο Λιεδομανούσος, από το θυμό του δάγκωνε την μαντήλα που φορούσε. Μάζεψε ενισχύσεις και πήγαν στις Καλύβες για σύλληψη και τιμωρία των μελλονύμφων. Μαζί και ο Κόκκινος (Κακούρης) από το Μελιδόνι. Ίσα – ίσα που πρόλαβαν και έβαλαν σ΄ ένα καραβάκι τους δυο νέους που τράβηξαν για το Ακρωτήρι, οπού και κει ήταν Πανηγυράκηδες, και σώθηκαν από την οργή, των καταζητούντων.
Για να ικανοποιήσουν το θυμό τους οι παθόντες ξέσπασαν στους Καλυβιανούς Πανηγυράκηδες με καταστροφές στα σπίτια και στο ζευγάρι, σκοτώσανε τα βόδια και τα μουλάρια τους.
Ο γάμος όμως έγινε και ο θυμός σιγά – σιγά πέρασε και γινήκανε μετά καλοί και αγαπημένοι συγγενείς και φίλοι, οι κουνιάδοι, ο Γλυναντώνης με το Λιεδομανούσο, οι Πανηγυράκηδες με τους Λιόδηδες. Οι δε Γλύνηδες από φανατικοί Βενιζελικοί που ήταν, έγιναν Βασιλικοί για το χατίρι της «Ειρήνης».
Οι ιστορίες είναι αληθινές. Τις πληροφορίες μου είχαν δώσει γέροντες υπερήλικες του περασμένου αιώνα. Τις έχω μαγνητοφωνήσει, περιλαμβάνονται δε στο βιβλίο μου «Η Οικογένεια των Πανηγυράκηδων στο πέρασμα των αιώνων» (2005)