Περίµενα µια φίλη.. Πήγα νωρίτερα στο ραντεβού κι ως συνήθως, παρατηρούσα τους περαστικούς, να δω, αν κάποια “φάτσα” είχε κάτι να µου πει.
Το βλέµµα µου έπεσε σε µια ηλικιωµένη κυρία, που δεν περπατούσε. Καθόταν σε ένα από τα πιο παλιά ζαχαροπλαστεία της πόλης µας.
Αρχοντική, ευγενικό πρόσωπο, ωραίο κάθισµα στην καρέκλα µε την πλάτη της ευθυτενή κι ένα ζευγάρι λεπτές γάµπες, σταυρωµένο πολύ κοµψά στο πλάι.
Μου έκανε εντύπωση το κοτσάκι της, χαλαρό σινιόν, πιασµένο µε διχτάκι.
Κάποιον περίµενε. Είχε µπροστά της τον ελληνικό καφέ κι ένα πιατάκι µε λουκουµάδες. Έφαγε έναν και µε προσοχή, τράβηξε δύο στην άκρη, για να µην αγγίξει τους υπόλοιπους µε το πηρούνι της. Και µετά, έβγαλε από την τσάντα της, υφασµάτινο µαντήλι και σκούπισε τις άκρες των χειλιών της.
Την κοιτούσα διακριτικά, πηγαίνοντας λίγο πέρα, λίγο δώθε.
Αν και στο παραδιπλανό µπαράκι είχαν… τσίκνα πάρτι, ο χώρος γύρω από το µικρό τραπέζι της µύριζε παλιό Σανέλ άρωµα… Και γιασεµί κι αγιόκλιµα σαν να µου ‘ρθαν και εικόνες σαν από ταινία βγαλµένες µε κατέκλυσαν, χέρια πιασµένα αγκαζέ, βόλτες στου Μπόλαρη, όπως µου τις περιέγραφε η γιαγιά µου.
Στο ένα λεπτό που γύρισα την πλάτη µου να µιλήσω στο τηλέφωνο, ήρθε η παρέα της. Η κόρη και η εγγονή της.
Κατάλαβα τη συγγένεια, γιατί η οµοιότητα ήταν καταπληκτική. Μάνα και κόρη, είχαν το ίδιο ντελικάτο στήσιµο µε τη γιαγιά και τα ίδια γκριζογαλανα µάτια.
Είναι µαγικό, τα όµορφα γονίδια να περνούν από γενιά σε γενιά, είναι λυτρωτικό να βλέπεις το βλέµµα σου να καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του εγγονιού σου… Αυτό να αρχίζει, όταν εσύ τερµατίζεις.
Η κόρη άναψε τσιγάρο, η γιαγιά τη µάλωσε µε ένα σούφρωµα των χειλιών και µετά, χαµογέλασε στη µικρή. ∆εκαεφταρακι πρέπει να ήταν.
Της άγγιξε το κρικάκι στη µύτη.
∆εν άκουγα τι έλεγαν, προσπαθούσα να διαβάσω το ανοιγόκλεισµα του στόµατος.
Οι νεοφερµένες έφαγαν τους υπόλοιπους λουκουµάδες
Ξάφνου, το πρόσωπο της µικρής έλαµψε. Ένας αδυνατούλης, πανύψηλος νεαρός, πήγε από πίσω της, της έκλεισε τα µάτια µε τα χέρια του και µετά, της έσκασε ένα φιλί στο µάγουλο. Οι λουκουµάδες, ζήλεψαν το µέλι της µατιάς που αντάλλαξαν τα παιδιά.
Η µικρή, έστειλε φιλί στη µαµά, χάιδεψε το χέρι της γιαγιάς, αγκάλιασε τον πιτσιρικά από τη µέση κι έφυγαν.
Η ηλικιωµένη κυρία, τους συνόδευσε µε ένα γλυκό µελαγχολικό µακρόσυρτο κοίταγµα, µέχρι που χάθηκαν στο βάθος του δρόµου.
Μετά, κοίταξε την κόρη της αλλιώς, πιο επιτηδευµένα κεφάτη.
Κάτι σαν βουβή απολογία εκ µέρους της γιαγιάς, κάτι σαν παράπονο κι ανησυχία εκ µέρους της µεσήλικης κόρης.
∆ιάβασα την άγραφη απολογία στον αέρα.
«Με το παιδί σου είναι αλλιώς, µε το εγγόνι σου πολύ αλλιώτικα.. Αποδεσµευµένη από το άγχος της ανατροφής, παίρνω από τη νιότη της χαρά και ζω αυτά που κάθε γυναίκα, θα έπρεπε να ζήσει».
Το παράπονο της κόρης γλύκανε και τα χέρια τους µπλέχτηκαν παλάµη µε παλάµη και σφίχτηκαν δυνατά.
Η ζωή κυλάει σαν νερό… Σιγά µην περιµένατε εµένα να σας το πω.
Χρόνια πολλά αγαπηµένες µου Γυναίκες.
Μάνες, κόρες, αδερφές!
Σας ευχαριστώ για τις Ιστορίες που απλόχερα µου χαρίζετε και τις ζω µαζί σας!
* Η Χαρίκλεια Ντερµανάκη είναι συγγραφέας – αρθρογράφος, καθ. Φυσικής Αγωγής.