Η “Παξιµαδοκλέφτρα”, είναι ένα αγαπηµένο ρεµπέτικο που το ξέρουν σχεδόν όλοι. Έγινε γνωστό στη µεταπολίτευση όταν άρχισε να παίζεται από κοµπανίες σε ρεµπετάδικα, κουτούκια, ταβέρνες και µεζεδοπωλεία.
Πολλές απόπειρες έγιναν µέχρι τώρα, από ειδικούς και µη, να ερµηνεύσουν την προέλευση της λέξης “παξιµαδοκλέφτρα”, η οποία χρησιµοποιούνταν στην αργκό του υποκόσµου και διασώθηκε µέσω του οµότιτλου τραγουδιού.
Η λέξη παξιµαδοκλέφτρα έγινε συνώνυµη της ευτελούς γυναίκας ή της πόρνης που συναγελάζεται µε φτωχά και εξαθλιωµένα άτοµα, τα οποία δεν έχουν ψωµί και καταναλώνουν παξιµάδια. Εξάλλου, η λέξη “παξιµάδα” περιλήφθηκε ως λήµµα στο επίτοµο εγκυκλοπαιδικό λεξικό του “ΗΛΙΟΥ” µε την ερµηνεία: «η εις τας οδούς περιφερόµενη ιερόδουλος, η τροττέζα». Επίσης, στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, αναφέρεται ότι παξιµάδα αποκαλείτο «η εκ περιστάσεως και αντί ευτελών µέσων πορνευοµένη νεάνις, η κοκκοτίτσα του δρόµου», συµπληρώνοντας πως «ο προηγηθείς τύπος παξιµαδοκλέφτρα υπεχώρησε εις τον ανωτέρω συντοµώτερον».
Στην πραγµατικότητα η “παξιµαδοκλέφτρα” ήταν ένα νούµερο της παράστασης “Καµπαρέ” που ανέβηκε το 1919 και συνοδευόταν από το οµότιτλο τραγουδάκι του Πολύβιου ∆ηµητρακόπουλου. Εκείνος ονόµασε παξιµαδοκλέφτρα το «αρχάριον εταιρίδιον», δηλαδή το νεαρό κορίτσι που έβγαινε στους δρόµους αναζητώντας φίλους. Αλλά η ονοµασία δεν ήταν νέα. Προερχόταν από τις φτωχές γριούλες που ξηµεροβραδιάζονταν στα νεκροταφεία και επωφελούνταν από τη λύπη των συγγενών, οι οποίοι κήδευαν τους ανθρώπους τους, για να κλέψουν από τα κάνιστρα τα παξιµαδάκια που προορίζονταν για κέρασµα.
Το πρώτο τετράστιχο της αυθεντικής παξιµαδοκλέφτρας, όπως ανέβηκε στο θεατρικό σανίδι και ακουγόταν από τα χείλη των Μάριου Παλαιολόγου και Νικόλαου Βιλλάρ, ήταν: «Λέει καθένας που µε βλέπει / και τις νύχτες µοναχή γυρνώ, / πως δεν είµαι καθώς πρέπει / κι όπως τύχει τη ζωή περνώ».
Και το τελευταίο τετράστιχο κατέληγε: «Είµαι πάντα µεθυσµένη / κι όλο µε παρέες τραγουδώ, / σκοντάφτω εκεί και πέφτω εδώ. / µα τάχα τούτο τι σηµαίνει».
Και το ρεφρέν: «Με λένε πονηρή και ψεύτρα / πως γελώ µε όλους και τραβώ λεφτά, / µε λένε παξιµαδοκλέφτρα / µα εγώ εδώ τα γράφω όλα αυτά».
Ο Πολύβιος ∆ηµητρακόπουλος, όταν δηµοσίευσε το έµµετρο που περιλαµβανόταν στο έργο, αφού ξεκαθάρισε από πού προήλθε η λέξη παξιµαδοκλέφτρα, ανέφερε ότι αργότερα οι παξιµαδοκλέφτρες – εταίρες «ωνοµάσθηκαν χάριν συντοµίας Παξιµάδες». Πνευµατώδης και σαρκαστικός, προκειµένου προφανώς να διασκεδάσει τις εντυπώσεις για την ενασχόλησή του µε το θέµα συµπλήρωσε πως όποιος ήθελε µπορούσε να χρησιµοποιεί τον όρο «γαλλιστί… Paximado!».
Εννοείται πως το τραγουδάκι της επιθεώρησης “Παξιµαδοκλέφτρα” κυκλοφόρησε ευρέως. Εξάλλου, κάθε καλοκαίρι, τα τραγούδια των οπερέτων και των επιθεωρήσεων µετατρέπονταν σε επιτυχίες.
Ως προς την πατρότητα του γνωστού ρεµπέτικου άσµατος “Παξιµαδοκλέφτρα” φέρεται ότι ήταν ο συνθέτης του ελαφρού λαϊκού τραγουδιού Κώστας Μπέζος (1905-1943), ο οποίος συνεργάστηκε µε τον γεννηµένο στη Κωνσταντινούπολη στιχουργό Θεόδοτο (Τέτο) ∆ηµητριάδη (1897-1968). ∆ώδεκα τραγούδια γράφτηκαν για λογαριασµό δύο εταιριών προκειµένου να κυκλοφορήσουν στην Αµερική. Υπό αµφισβήτηση έχει τεθεί η πληροφορία πως ο εν λόγω συνθέτης Κ. Μπέζος ασχολήθηκε µε το ρεµπέτικο, χρησιµοποιώντας µάλιστα το ψευδώνυµο “Α. Κωστής”. Πρόκειται για ενδιαφέρουσα προσωπικότητα µε πλούσια παρουσία στα αθηναϊκά δρώµενα. Ο Κ. Μπέζος πήρε τη Μάνδρα του Αττίκ, η οποία είχε µετατραπεί στο θέατρο “∆ελφοί” και το 1932 δηµιούργησε τη “Μπουάτ” µε καλλιτεχνικό συγκρότηµα από κιθαρίστες, χορευτές και χιουµορίστες.
Καλές ακροάσεις µέχρι την επόµενη
ιστορία µε ρεφρέν!
* Η Μαρία Σουρουκίδου είναι ραδιοφωνική παραγωγός