Αυτές οι µέρες στην πόλη µας έχουν άρωµα κινηµατογράφου! Για 12η χρονιά το Φεστιβάλ Κινηµατογράφου Χανίων είναι µια µεγάλη γιορτή που µας φέρνει στις αίθουσες αλλά και σε επαφή µεταξύ µας.
Στην έναρξη του Φεστιβάλ είχαµε τη χαρά να συνοµιλήσουµε για ακόµα µία φορά µε τον σπουδαίο Χανιώτη κινηµατογραφιστή Σταύρο Ψυλλάκη. Καλεσµένος στο εξωτερικό στούντιο του ∆ικτύου fm µας µίλησε για την καινούρια του ταινία που ολοκληρώνεται σε λίγους µήνες µε τίτλο “Σµιλεµένες Ψυχές”.
Ανάµεσα στις ταινίες του Σταύρου Ψυλλάκη είναι και το ντοκιµαντέρ “Άλλος δρόµος δεν υπήρχε” βασισµένο στο οµότιτλο βιβλίο των Νίκου και Αργυρώς Κοκοβλή.
Το βιβλίο, όπως και το ντοκιµαντέρ, αναφέρονται στον εµφύλιο πόλεµο, τους αντάρτες, τους επικηρυγµένους και τα βασανιστήρια που πέρασαν. Έτσι µου ήρθε στο µυαλό ένα τραγούδι που αναφέρεται στις συλλήψεις αριστερών και φυλάκισής τους στο Γεντί Κουλέ.
Το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”, του Απόστολου Καλδάρα, είναι ένα από τα πιο γνωστά ρεµπέτικα τραγούδια, που έχει τραγουδηθεί από πολλούς καλλιτέχνες σε επανεκτελέσεις (Γιάννης Πουλόπουλος, Γιώργος Νταλάρας Τζένη Βάνου, Μαρινέλλα, Γιώτα Λύδια κ.ά.). Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1947 µε τη φωνή της Στέλλας Χασκίλ. Το τραγούδι γράφτηκε µε αφορµή τις συλλήψεις αριστερών κατά τον Εµφύλιο και ο Καλδάρας το εµπνεύστηκε κοιτώντας τις φυλακές του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη, όπου οδηγούνταν κάποιοι από τους συλληφθέντες.
Ο Τρικαλινός συνθέτης και στιχουργός είχε εγκαταλείψει την πατρίδα του και βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε στη Γεωπονική και παράλληλα δούλευε ως µουσικός. Αριστερός κι ο ίδιος, είχε διηγηθεί σε συνέντευξή του στον ερευνητή ρεµπέτικου τραγουδιού, Παναγιώτη Κουνάδη, πώς έγραψε το τραγούδι: «Ήµουν στη Θεσσαλονίκη, µε την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά τον ∆εκέµβρη άρχισαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κοµµουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο µε τον οποίο συνεργαζόµαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόµατι -καλή του ώρα κι αυτός πέθανε, Θεός σχωρέστον- τον Μίγκο. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο – το Γεντί Κουλέ. Και µ’ έπαιρνε ταχτικά να πάµε να πιούµε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη µάνα του. Πίναµε τα ουζάκια, λέγαµε διάφορα πράγµατα για τη δουλειά από δω, από ‘κει. Λοιπόν µια φορά έφυγα, θυµάµαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαµε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το ‘βλεπα. Εκείνη τη φορά µου ‘κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και µου ‘κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί µέσα πίσω πίσω απ’ τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και ‘κει µαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα µου ‘δωσε την έµπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το ‘γραψα τότε στις αρχές του ’45». Οι στίχοι του τραγουδιού ενόχλησαν τη λογοκρισία, η οποία το απαγόρευσε. Έτσι ο Καλδάρας αναγκάστηκε να αλλάξει τους στίχους…
Οι αρχικοί στίχοι που απορρίφθηκαν: “Νύχτωσε και στο Γεντί, το σκοτάδι είναι βαθύ, κι όµως ένα παλικάρι δεν µπορεί να κοιµηθεί.
Άραγε τι περιµένει, όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελί. Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, µα διπλό είναι το κλειδί, τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή”.
Οι στίχοι που εγκρίθηκαν: “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, το σκοτάδι είναι βαθύ, κι όµως ένα παλικάρι δεν µπορεί να κοιµηθεί. Άραγε τι περιµένει, όλη νύχτα ως το πρωί, στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει µε κερί. Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, µε βαρύ αναστεναγµό, ας µπορούσα να µαντέψω της καρδιάς του τον καηµό”.
Μετά την αλλαγή των στίχων το τραγούδι ηχογραφήθηκε µε τη Στέλλα Χασκίλ και σηµείωσε µεγάλη επιτυχία. Εξαιτίας της λογοκρισίας, έχασε τον αρχικό του χαρακτήρα και ερµηνεύτηκε ως ερωτικό τραγούδι που περιγράφει τον καηµό κάποιου ερωτευµένου.
Καλές ακροάσεις µέχρι την επόµενη ιστορία µε ρεφρέν!