Συνηθίζω να λέω πως τα ωραιότερα δώρα που επιλέγω να κάνω ή δέχομαι είναι βιβλία και μουσική (κάποτε έλεγα δίσκους, μετά cd και τώρα απλά μουσική).
Πριν από 3 χρόνια περίπου παρέλαβα ένα φάκελο με ένα βιβλίο. Αποστολέας ο αγαπημένος φίλος και εκδότης του περιοδικού “Μετρονόμος” Θανάσης Συλιβός και το βιβλίο, που είχε κυκλοφορήσει το 2020 από τις εκδόσεις Μετρονόμος, “Το κορίτσι του τεκέ” του Γιάννη Τσιαντή.
Ο τεκές του Μίχαλου αποτελεί βασικό φόντο του μυθιστορήματος που έγραψε ο καρδιολόγος και μουσικός Γιάννης Τσιαντής.
Ο τεκές αυτός, όπως και άλλοι τότε, βρισκόταν στην “Κρεμμυδαρού”, στη Δραπετσώνα.
Κατά τα χρόνια 1845-1914 έγιναν εκεί τα πρώτα μπουζουξίδικα, που συγκέντρωναν τους γνήσιους μάγκες του Πειραιά.
“Το Κορίτσι του τεκέ” είναι ένα μυθιστόρημα βασισμένο στη διαδρομή του προπολεμικού ρεμπέτικου, έτσι όπως διαμορφώθηκε στους τεκέδες, στα κακόφημα πορνεία των Βούρλων και στα προσφυγικά παραπήγματα, μέσα σε ένα κοινωνικό συνονθύλευμα προσφυγιάς, μέθης, πορνείας και φτώχειας.
Το μυθιστόρημα ταλαντεύεται μεταξύ ιστορίας και επινόησης ακολουθώντας το χρονικό μιας από τις ελάχιστες και άγνωστες τραγουδίστριες του τεκέ στα Χιώτικα της Δραπετσώνας, ενός κοριτσιού που γεννήθηκε το 1905 και έζησε στον τεκέ του Μίχαλου, στα σκληρά χρόνια του νταή Πειραιώτη.
Η ιστορία που θα δανειστούμε από το βιβλίο είναι αυτή που κρύβεται πίσω από τη δημιουργία του τραγουδιού “Πέντε Μάγκες του Περαία”:
«Ο Μίχαλος ξάπλωσε στο πάτωμα και μπάνισε από την τρύπα. Είδε τα δίχρωμα σκαρπίνια του Βετούλα… Ακολούθησαν άλλα πέντε ζευγάρια κι ένας σκύλος που φέρμαρε την ποντικότρυπα.
– Ήρθανε, είπε κι έδειξε το κουτσό του πόδι.
– Ποιοι; ρώτησαν ταυτόχρονα οι γυναίκες.
– Ο Βαγγέλας κι η παρέα του. Οι πέντε πιο βαρύμαγκες του Πειραιά. Μην κουνηθείτε ρούπι! είπε κι έτρεξε προς τα μέσα.
Οι μάγκες τούτοι συνήθιζαν να σουλατσάρουν όλοι μαζί. Παρότι ήταν έξι, τα αδερφάκια μετρούσαν για ένα, κι έτσι στην πιάτσα έμειναν γνωστοί ως πέντε μάγκες του Περαία, ξακουστοί με τ’ όνομα που λένε: Βαγγέλας, Τζώρτζης, αδελφοί Περιβόλα, Νίκος ο Τρελάκιας, Μαρίνος με τον Μούργο του. Φορτωμένοι μαστούρα από τον προηγούμενο τεκέ του Σάλωνα, μπουκάραν στου Μίχαλου για το τελειωτικό χαρμάνι (…).
Οι μάγκες κάθισαν σιωπηλοί στις μαξιλάρες, ακούγοντας το ταξίμι και περιμένοντας τον επόμενο αργιλέ. Ο θερμαστής ζωήρεψε, έπιασε ένα ζεϊμπεκάκι φυλακής, χωρίς λόγια, μόνο στακάτη πενιά, κι ο Τζώρτζης σηκώθηκε να ρίξει δυο στροφές. Η Μανταλιώ το άκουγε από μέσα. (…)
Οι μάγκες πάγωσαν, έβλεπαν ένα μικρό κορίτσι κι άκουγαν ένα γέρικο αηδόνι να κελαηδάει στιχάκια της πιάτσας. (…) Γυναίκα σε τεκέ πρώτη φορά τραγούδησε, αλλά και πρώτη φορά κάθισε αντρίκια στο ίδιο στασίδι με χασικλήδες και ρεμπέτες της φυλακής και της γύρας. (…) μέχρι που έσβησε ο αργιλές και ο γερο-Μίχαλος πετάχτηκε έντρομος, να φέρει καρβουνάκια και περσικό μαύρο.
– Στάκα, Μίχαλε! Θέλουμε να μας σερβίρει η μικρή, κι αν η γκλάβα μας γεμίσει, αντί για δυο τάλαρα, τρία θα πληρώσουμε, φώναξε ο Περιβόλας.
Η Μανταλιώ δεν κώλωσε, πήρε δυο χούφτες από το τσουβάλι και τις έριξε πάνω στον λουλά. Οι μάγκες πήγαιναν για το τελειωτικό, να γίνουν κοψίδια και να κλείσουν τη βραδιά τους. Τράβηξε πρώτος ο Βαγγέλας μια βαθιά ως τα πνευμόνια και έδωσε το καλάμι στον επόμενο.
Πέρασαν πέντε γύρες και το σούρωσαν το χαρμάνι. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ψάχνονταν να δουν τι έγινε. Κανείς τους δεν την άκουσε!
– Τζούρα ήτανε! χασκογέλασε ο θερμαστής, κι οι πέντε μάγκες γύρισαν και κοίταξαν αγριεμένοι τη μικρή.
Η Μανταλιώ είχε μπερδέψει τα τσουβέλια. Αντί για χόρτο, τράβηξε από το τσουβάλι με το τουμπεκί, σκέτο καπνό δηλαδή. Ο Μήτσος ο θερμαστής έμπηξε τα γέλια μέχρι δακρύων.
Οι πέντε μάγκες έφαγαν τα σιροπιαστά κανταΐφια για να κρύψουν την ντροπή και τράβηξαν για τις σπηλιές της Πειραϊκής κουβαλώντας μαζί τους την κουρελού. Έπειτα από χρόνια, ο Γιοβάν Τσαούς άκουσε την ιστορία από έναν άγνωστο φυλακόβιο και σκάρωσε ένα από τα καλύτερα ρεμπέτικα τραγούδια όλων των εποχών».
Καλές ακροάσεις μέχρι την επόμενη ιστορία με ρεφρέν!
* Η Μαρία Σουρουκίδου είναι ραδιοφωνική παραγωγός