Πολλά περιστατικά που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη έχουν μεταφερθεί στο πεντάγραμμο. Υπάρχουν φορές όμως που «τη μούσα» για καλλιτεχνικά δημιουργήματα αποτελούν αιματηρές ιστορίες και ειδεχθή εγκλήματα.
Μία από αυτές τις ιστορίες είναι και αυτή που αποτέλεσε την έμπνευση για το τραγούδι “Το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο” του Διονύση Σαββόπουλου, μια ιστορία που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και με τις θρυλικές “Βεργούλες” του Βαμβακάρη.
25 Φεβρουαρίου 1973. Στο νυχτερινό κέντρο “Νεράιδα” διαδραματίζεται ένα πρωτοφανές γεγονός στα αστυνομικά χρονικά. Ένας άντρας, διακόπτει το μουσικό πρόγραμμα και σε κατάσταση αμόκ αρχίζει να μαχαιρώνει όσους βρίσκει στην πίστα. Το ξέσπασμά του, είναι απάντηση στην προσβολή που δέχτηκε, όταν κάποιοι θαμώνες δεν σεβάστηκαν την παραγγελιά του αδελφού του. Στον άγραφο νόμο της νύχτας, κανείς δεν παραβίαζε το δικαίωμα στο ζεϊμπέκικο…
Ο απολογισμός τραγικός. Τρεις νεκρούς και δέκα τραυματίες άφησε πίσω του ο δράστης, μετατρέποντας το αποκριάτικο γλέντι των Αθηναίων, σε σφαγείο. Ο άνθρωπος που σκόρπισε τον θάνατο, ήταν ο Νίκος Κοεμτζής.
Όλα ξεκίνησαν, όταν ο αδελφός του Νίκου, Δημοσθένης, έκανε μια παραγγελιά, για να χορέψει πάνω στην πίστα μόνος του, όπως όριζαν τα ήθη της νύχτας. Το τραγούδι που ζήτησε, ήταν οι “Βεργούλες”. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει, αλλά η πίστα δεν άδειασε…
Κάποιοι από τους θαμώνες του κέντρου συνέχισαν να χορεύουν, αγνοώντας ότι το τραγούδι ήταν “παραγγελιά”. Ο Κοεμτζής θόλωσε και σηκώθηκε για να υπερασπιστεί την τιμή του αδελφού του και ξεκίνησε το μακελειό. Ανάμεσα σ’ αυτούς που είχαν αγνοήσει την παραγγελιά, ήταν και δύο αστυνομικοί, που χόρευαν. Τράβηξε το μαχαίρι που είχε κρυμμένο στη ζώνη του για προστασία, φώναξε «Παραγγελιά ρε!» και όρμησε μαινόμενος εναντίον τους. Μέσα σε λίγα λεπτά επικράτησε χάος. Ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος, για να γλυτώσει. Ο φονιάς βρισκόταν σε παροξυσμό και συνέχισε να καρφώνει όποιον έβρισκε στον δρόμο του για την έξοδο όπου κατάφερε να διαφύγει.
Το έγκλημα έγινε μέσα σε μια ταραγμένη περίοδο. Ήταν χούντα και οι ένστολοι ήταν συνώνυμο της απόλυτης εξουσίας. Κάποιοι υποστήριξαν ότι οι αστυνομικοί αδιαφόρησαν για την παρουσία του Κοεμτζή και της παρέας του και πυροδότησαν τον θυμό του. Ο ίδιος είχε βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο των Αρχών, λόγω του παρελθόντος του πατέρα του. Θόλωσε -όπως είπε- όταν γύρισαν την πλάτη στην παραγγελιά του μικρού αδελφού του. Αργότερα, όταν ρωτήθηκε γιατί είχε τόσο μένος εναντίον των αστυνομικών, είπε: «Γιατί κάθε τόσο με τραβάγανε στην Ασφάλεια. Με ρίχνανε σε ένα δωμάτιο, πετούσανε νερό μέσα και με είχανε τρεις – τέσσερις ημέρες νηστικό, χωρίς να έχω κάνει τίποτα. Τώρα σκοτώνουμε και δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν, μου έλεγαν»…
Στη δίκη, ο συνήγορος του προσπάθησε να αποδείξει, ότι ο δράστης είχε ψυχολογικά προβλήματα. Με αυτό το επιχείρημα, στο παρελθόν είχε αποφύγει τη στράτευση, αλλά αυτή τη φορά οι δικαστές δεν του χαρίστηκαν. Απέρριψαν το αίτημα να εξεταστεί από γιατρό και τον καταδίκασαν με την εσχάτη των ποινών. Ο Κοεμτζής έδειξε ειλικρινή μεταμέλεια. Η παραμονή του επί 23 χρόνια στις φυλακές ήταν υποδειγματική.
Ο Κοεμτζής, για το υπόλοιπο της ζωής του γράφει ποιήματα και την αυτοβιογραφία του, την οποία και πουλάει έξω από την Ευελπίδων και στο Μοναστηράκι. Στο “Νίκος Κοεμτζής: Το μακρύ ζεϊμπέκικο”, εξιστορεί τη ζωή του αλλά και τους κώδικες της φυλακής. Αυτό το βιβλίο εμπνέει τον Διονύση Σαββόπουλο να περιγράψει τη ζωή του από τα πρώτα του βήματα στην Κατερίνη, μέχρι τις δολοφονίες που διέπραξε. Εκτός από τον Σαββόπουλο και ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσιος, εμπνέεται από τη ζωή του Κοεμτζή και κάνει την ταινία “Παραγγελιά”. Το Σεπτέμβριο του 2011 ο Κοεμτζής πεθαίνει στο Μοναστηράκι από ασιτία και κακουχίες.
Καλές ακροάσεις μέχρι την επόμενη
ιστορία με ρεφρέν
* Η Μαρία Σουρουκίδου είναι ραδιοφωνική παραγωγός