Το Cistus creticus L. (Κίστος ο κριτικός, λαδανιά, αγκίσαρος) ανήκει στην βοτανική οικογένεια των Cistaceae (Κιστίδες) (εικ.1).
Είναι ένας αειθαλής θάμνος ύψους μέχρι 150 εκ., με πράσινα, τριχωτά και ρυτιδώδη φύλλα. Τα άνθη, που είναι διαταγμένα σε κύματα, έχουν 5 σέπαλα, 2 εξωτερικά ωοειδή και 3 εσωτερικά μεμβρανώδη, 5 πορφυρορόδινα πέταλα που μοιάζουν σαν τσαλακωμένα και πολλούς στήμονες με κίτρινα στίγματα πλούσια σε γύρη. Ο καρπός είναι μια κάψα σχεδόν σφαιρική που περιέχει πολλά σπέρματα.
Το φυτό ανθίζει από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο. Οι τρίχες των νεαρών βλαστών και φύλλων του υποείδους creticus φέρουν στην κορυφή τους ένα μικρό σάκο ο όποιος περιέχει το λάδανο, που εκκρίνεται με πολύ ελαφριά πίεση. Το λάδανο μαζεύεται σε μερικές περιοχές ακόμα και σήμερα, με τη χρήση ενός ειδικού εργαλείου, το αργαστήρι ή λαδανηστήριο, το οποίο είναι φτιαγμένο από μια ράβδο πάνω στην οποία είναι στερεωμένο ένα ξύλινο τόξο με δεμένες πολλές λωρίδες, που παλιότερα ήταν δερμάτινες και τώρα είναι πλαστικές.
Από την αρχαιότητα το λάδανο συλλέγονταν επίσης από το τρίχωμα των κατσικιών που έβοσκαν ανάμεσα στις αλαδανιές, η αρωματική ουσία κολλούσε στο τρίχωμα των ζώων και στην συνέχεια οι βοσκοί κούρευαν και έβραζαν το μαλλί και έπαιρναν το πολύτιμο υλικό. Και οι δυο τρόποι συλλογής έχουν περιγραφτεί από Ηρόδοτο και Διοσκουρίδη αλλά και από ξένους περιηγητές όπως το Γάλλο βοτανολόγο Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ στο έργο του: «Relation d’un voyage du Levant», 1717.
Οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και άλλοι λαοί της Μεσόγειου και της Μέσης Ανατολικής χρησιμοποιούσαν το λάδανο σε θυμιάματα, σε θεραπευτικές αλοιφές και σε βαφές. Το αιθέριο έλαιο αξιοποιείται σήμερα στην αρωματοποιία, στη σαπωνοποιία και ως θυμίαμα.
Η παραγωγή της κομμεορρητίνης είναι μια χαρακτηριστική προσάρμοση που έχει εξελιχθεί, μαζί με άλλες διαφορετικές προσαρμόσεις, στα φυτικά είδη που ζουν σε περιοχές με δύσκολες συνθήκες θερμοκρασίας, ξηρασίας και ηλιακής ακτινοβολίας. Αυτά τα φυτά έχουν συνήθως μικρά και τριχωτά φύλλα με άσπρες τρίχες για την αντανάκλαση του φωτός, ρίχνουν τα φύλλα τους το Καλοκαίρι, όταν το νερό λιγοστεύει και παράγουν αιθέρια ελαία ή αρωματικές ρητίνες που προστατεύουν τα φύλλα.
Στην Κρήτη έχουμε άλλα 3 διαφορετικά είδη κιστών: Cistus parviflorus Lam. (Κίστος ο μικρανθής) με ρος άνθη (εικ.2), Cistus salviifolius L. (Κίστος ο φασκομηλόφυλλος) (εικ.3) και Cistus monspeliensis L. (εικ.4), με λευκά άνθη.
Την άνοιξη μπορούμε να ανακαλύψουμε ένα περίεργο μικρό φυτό που παρασιτεί στις ρίζες της λαδανιάς (εικ.5). Είναι ένα φυτό, χωρίς χλωροφύλλη, με κόκκινα και σαρκώδη φύλλα και λευκά ή κίτρινα άνθη σε πυκνά κεφάλια, που ανήκει στο είδος Cytinus hypocistis (Κίτινος ο υπόκιστος, λύκος της λαδανιάς).
*βιολόγος-βοτανολόγος
Βιβλιογραφία και διαδικτυακές πηγές
-Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του αρχιπελάγους 1700 – 1702, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2002
-Χατζηκυριάκου Γ.Ν., Αρωματικά και αρωματικά φυτά στην Κύπρο. Λευκωσία 2007.
-GRIN Taxonomy for Plants
https://npgsweb.ars-grin.gov/gringlobal/taxonomydetail.aspx?id=30372 [accessed 03/2017].
-Digital Flora Graeca http://www.bodleian.ox.ac.uk/science/eresources/flora_graeca) [accessed 03/2017].