Η “Ημέρα της Γυναίκας” (8 Μαρτίου) ήταν το ερέθισμα γι’ αυτό το ρεπορτάζ, που στόχο έχει αναδείξει τις ιδιαιτερότητες της επιχειρηματικότητας σε έναν κατεξοχήν γυναικείο τομέα: τη μόδα.
Ξεχωρίσαμε κάποια χανιώτικα καταστήματα για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους και συζητήσαμε με τις γυναίκες που δραστηριοποιούνται σε αυτά για τις προκλήσεις της γυναικείας επιχειρηματικότητας από την εποχή της κρίσης στην περίοδο της πανδημίας, για τα “ατού” των προσωπικών καταστημάτων σε μια αγορά που κυριαρχούν οι πολυεθνικές, αλλά και για το τι είναι τελικά η μόδα και ποιες οι προεκτάσεις της. Μοιραία, η συζήτηση οδηγήθηκε και στο πώς έχει επηρεάσει η πανδημία τη μόδα, ποιες είναι οι τάσεις αλλά και πώς διαμορφώνεται το τοπίο στην Ελλάδα.
Ηρώ Γαροφαλάκη – “Χαμάμ”: «Φιλοσοφία μας η βιώσιμη μόδα»
Το “Χαμάμ” είναι μια οικογενειακή υπόθεση. Οπως μας ενημερώνει η Ηρώ Γαροφαλάκη, η οποία πλέον, μαζί με τις αδερφές της, Κατερίνα και Τόνια αλλά και τους γονείς τους διαχειρίζονται την επιχείρηση, «το κατάστημα υπάρχει εδώ και είκοσι χρόνια, είχε ξεκινήσει από τους γονείς μας και άλλους συνεργάτες, ενώ με τη μορφή που έχει τώρα λειτουργεί τα τελευταία 12 χρόνια. Σε αυτό το τελευταίο διάστημα έχει καθοριστεί και η φιλοσοφία που μας χαρακτηρίζει, συνεργασία δηλαδή με Ελληνες σχεδιαστές και χρήση φυσικών υλικών, μία μόδα βιώσιμη -όπως χαρακτηρίζεται- όπου και τα εργατικά χέρια είναι ελληνικά και τα πανιά και η ραφή, στηρίζουμε την Ελλάδα και τους ανθρώπους της με όλο αυτό που κάνουμε».
«Η πανδημία έχει επηρεάσει πολύ την καταναλωτική συμπεριφορά των ανθρώπων γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να βγει! Ομως να σου πω την αλήθεια, εμάς η φιλοσοφία μας δεν είναι απλά να πουλάμε ρούχα, αλλά να προσφέρουμε μία εμπειρία μόδας» μας λέει η Ηρώ.
Και συμπληρώνει: «Οταν μία γυναίκα μπει στο μαγαζί και αφιερώσει χρόνο σε αυτό, θα βγει διαφορετική, κάτι θα έχει πάρει από μας κι εμείς από εκείνη. Εμάς ο στόχος μας είναι η κάθε γυναίκα να βρει αυτοπεποίθηση μέσα από τα ρούχα που φοράει, να αναδειχθεί η ομορφιά και η θηλυκότητά της. Είναι το styling, η φιλοσοφία μας, οι συνεργασίες που έχουμε αναπτύξει, που δημιουργούν μία εμπειρία η οποία στόχο έχει να την κάνει να αισθάνεται ωραία. Αυτή είναι και η βασική μας διαφορά με ένα κατάστημα πολυεθνικής εταιρείας. Εμείς εστιάζουμε στον ίδιο τον άνθρωπο και όχι απλά στα ρούχα ή στις πωλήσεις».
«Οι δυσκολίες που έχουν προκύψει από την πανδημία είναι οικονομικής φύσης, όμως εμένα» τονίζει η Ηρώ, «αυτές οι δυσκολίες με έχουν βοηθήσει να γίνω πιο ανοιχτή στις προκλήσεις και πιο αποφασιστική, πιο τολμηρή. Το e-shop ήταν κάτι που τριβέλιζε στο μυαλό μου εδώ και χρόνια, όμως τώρα -παρά τις δυσκολίες ενός νέου εγχειρήματος- το πήρα απόφαση και προχωράμε με αυτό. Τώρα όσον αφορά τους τζίρους, τις πωλήσεις… εννοείται ότι υπάρχει πτώση, αλλά θεωρώ ότι η ποιότητα που προσφέρεται είναι καλύτερη.
«Η ίδια η μόδα θεωρώ ότι έχει επηρεαστεί με την έννοια ότι προσαρμόστηκε στη λογική των lockdown και των περιορισμών, οπότε δεν βλέπουμε, ας πούμε, πολλά βραδινά ρούχα, χωρίς όμως να κάνουν εκπτώσεις οι σχεδιαστές σε φαντασία και δημιουργικότητα· απλά προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις της εποχής. Βγάλανε δηλαδή ρούχα που φοριούνται όλη την ημέρα, οπότε μια γυναίκα μπορεί να είναι καλοντυμένη από το πρωί και με τα κατάλληλα αξεσουάρ να φορέσει το ίδιο ρούχο και το βράδυ» επισημαίνει.
«Για μένα το πρωταρχικό στη μόδα είναι να αισθάνεσαι καλά μέσα στα ρούχα που φοράς. Η άνεση είναι το πρώτο και το δεύτερο η θηλυκότητα. Οταν μία γυναίκα μπορεί να εκφράσει τη θηλυκότητά της μέσα από τα ρούχα που φοράει αισθάνεται αυτοπεποίθηση. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό στοιχείο της μόδας. Τα δικά μας ρούχα είναι διαχρονικά και είναι πάντα ωραία!»τονίζει κλείνοντας.
Μυρτώ Πλιάκου – “Τυρκουάζ”: «Η μόδα είναι μια μορφή τέχνης»
«Η ιστορία του “Τυρκουάζ” ξεκινάει το 1985, όταν εγκαινιάστηκε από τη μητέρα μου Κωστούλα και την αδερφή της Μαρία, ως κατάστημα faux κοσμημάτων στην οδό Α. Παπανδρέου. Από το 2001 και μετά, το μαγαζί μετεξελίσσεται σε boutique και μεταφέρεται στην σημερινή του έδρα» λέει στις “διαδρομές” η Μυρτώ Πλιάκου, κόρη της Κωστούλας, που πλέον έχει αναλάβει το “τιμόνι” του Τυρκουάζ.
Η ίδια, άρχισε να ασχολείται με το μαγαζί μετά την επιστροφή της στα Χανιά από σπουδές στην κλασσική αρχαιολογία, το 2008. «Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ ότι το εμπόριο δεν είναι μόνο πώληση. Στηρίζεται σε μια ολόκληρη διαδικασία που συνδεέται και με άλλους κλάδους: ξεκινά από την προσωπική επιλογή του προϊόντoς (σύμφωνα πάντα με τις τρέχουσες τάσεις), την τοποθέτηση του μέσα στο χώρο (διακόσμηση), την προβολή του στα social media (φωτογραφία), την κατανόηση των αναγκών του πελάτη (ψυχολογία καταναλωτή) και τελικά στην διάθεση του προϊόντος, άρα και στην αποδοχή των επιλογών σου από τον κόσμο» επισημαίνει.
Η προσωπική σχέση με τον πελάτη είναι και για τη Μυρτώ το μεγαλύτερο ατού μίας μικρής επιχείρησης σε σχέση με τις πολυεθνικές, η ανταλλαγή απόψεων γύρω απο τις ανάγκες και τις επιθυμίες του. «Αυτό το πλεονέκτημα αν συνδυαστεί με βασικά εργαλεία όπως είναι η συνεχής ενημέρωση από περιοδικά μόδας και κοινωνικά δίκτυα που στις μέρες μας είναι εύκολα προσβάσιμα, τότε το κάθε κατάστημα επιτυγχάνει να προσαρμόσει σε μεγάλο βαθμό τις τάσεις της εκάστοτε εποχής στο προσωπικό στυλ (ύφος) των πελατών του». Ενα μειονέκτημα, ωστόσο, που διακρίνει αφορά στην κλίμακα και τις πηγές που αφορούν στο e-commerce.
Σε σχέση με την ελληνική μόδα, αναφέρει ότι: «Στο παρελθόν είχαμε συνηθίσει την ελληνική μόδα να ακολουθεί τις διεθνείς τάσεις. Τα τελευταία χρόνια όμως και ίσως εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών προκύπτουν νέες φωνές Ελλήνων σχεδιαστών και brands, ικανές να αρθρώσουν προτάσεις και με διεθνές αντίκτυπο. Όπως η τέχνη, έτσι και η μόδα σε περιόδους κρίσεων είναι πηγή έμπνευσης».
«Αδιαμφισβήτητα τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα στον χώρο της βιομηχανίας της μόδας έλαβαν ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις», μας λέει η Μυρτώ. «Αυτή τη φορά όμως η μόδα έδειξε και την ανθρώπινη διάστασή της ενώ υπήρξε και ιδιαίτερα ευρηματική. Ευαισθητοποίησε το κοινό υποστηρίζοντας κινήματα όπως το Black Lives Matter ενσωματώνοντας την διαφορετικότητα μη κάνοντας διάκριση στο χρώμα των μοντέλων, και εκτός αυτού ήδη μεγάλοι οίκοι έχουν ξεκινήσει να διευρύνουν τα μεγέθη των ρούχων δίνοντας το μήνυμα ότι πρέπει να είμαστε περήφανοι για το σώμα μας. Το 2020 βιώσαμε μια κατάσταση που ήρθε εντελώς ξαφνικά αλλάζοντας κατά πολύ τον τρόπο σκέψης μας. Διαπιστώσαμε ότι σε πολλές περιπτώσεις μπορούμε να ζούμε με λιγότερα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει οτι δεν αναζητάμε το ιδιαίτερο και το καλό. ‘Ετσι, περιορίστηκε αισθητά το fast fashion με τον καταναλωτη να επενδύει σε ποιοτικότερα είδη με λειτουργικό και διαχρονικό χαρακτήρα».
Τέλος, σχετικά με το πώς αντιλαμβάνεται η ίδια τη μόδα τονίζει ότι: «για μένα η μόδα ειναι μια μορφή τέχνης, είναι η έμπνευση κάποιου ανθρώπου για το πώς θα ήθελε να ντύσει ένα σώμα ή να τελειοποιήσει ένα ντύσιμο με ιδιαίτερα αξεσουάρ, όπως δηλαδή ένας αρχιτέκτονας σχεδιάζει μια καρέκλα προκειμένου να ομορφύνει το εσωτερικό ενός χώρου. Ταυτόχρονα είναι και ένας τρόπος επικοινωνίας του σύγχρονου ανθρώπου προκειμένου να επισημάνει την ταυτότητα του, δεν έχει να κάνει δηλαδή μόνο με το ένδυμα αλλά συνδέεται άμεσα με τις ιδέες που πρεσβεύει, με το ποιος είναι ή ποιος θα ήθελε να είναι».
«Είναι ένα μέσο έκφρασης των διαθέσεων και του συναισθηματικού μας κόσμου, το τι θα επιλέξουμε να φορέσουμε ένα πρωί, ο τρόπος που θα συνδυάσουμε τα χρώματα ίσως να δείχνει με τι διάθεση ξυπνήσαμε. Και τελικά είναι μια ανάγκη για ανανέωση που όταν την “χρησιμοποιούμε” μέσα σε λογικά πλαίσια τονώνει την ψυχολογία μας» αναφέρει κλείνοντας.
Ιωάννα Ρενιέρη – “Ιδέες”: «Κοντά στον καταναλωτή οι τοπικές επιχειρήσεις»
Τριάντα χρόνια παρουσίας έχει στα Χανιά το κατάστημα “Ιδέες”, με μεγάλη ποικιλία σε γυναικεία και αντρικά αξεσουάρ (τσάντες – ρούχα – κοσμήματα) και είδη δώρων.
Οικογενειακή επιχείρηση, όπου δραστηριοποιούνται σε αυτήν, η Ιωάννα Ρενιέρη μαζί με τους γονείς της Στέλιο και Αντωνία.
«Είχαμε αρχίσει να ανακάμπτουμε, από την οικονομική κρίση κρατώντας τις επιχειρήσεις μας ζωντανές με πολλή δουλειά και συνεχή αγώνα. Αμέσως μετά και χωρίς να πάρουμε ανάσα ήρθε η covid εποχή. Πρωτοφανής, άγνωστη πανδημία, αόρατος εχθρός», επισημαίνει μιλώντας στις “διαδρομές” η κα Ρενιέρη, απαντώντας στην ερώτηση για το πώς βιώνουν την περίοδο της πανδημίας.
Οπως προσθέτει, «η ιδέα του κλεισίματος της επιχείρησης μας γέμισε φόβο και ανασφάλεια. Έδωσα θάρρος στον εαυτό μου και είπα: θα ξεκινήσουμε από το μηδέν όπως αρχίσαμε. Αυτό βιώνουμε αυτή την περίοδο».
«Ποια είναι τα ατού και ποιες οι δυσκολίες για ένα προσωπικό κατάστημα σε μια αγορά που κυριαρχούν οι πολυεθνικές», ρωτάμε την κα Ρενιέρη που μας απαντά:
«Οι πολυεθνικές ήρθαν και ελπίζω ότι ο κάθε καταναλωτής θα αναρωτηθεί τι κερδίζει και τι χάνει μπαίνοντας σε ένα τοπικό κατάστημα. Ας συνειδητοποιήσει το απρόσωπο της όλης ιστορίας και ας συναισθανθεί την αξία της φιλικής εξυπηρέτησης, της διαπροσωπικής σχέσης. Αξίες χαμένες, αξίες αναντικατάστατες και δεν γεμίζουν τα κενά μας. Οι τοπικές επιχειρήσεις είναι και θα είναι πάντα κοντά στον καταναλωτή και δεν υπάρχει φόβος να χαθεί αυτή η σχέση».
Οσον αφορά στο τοπίο στην ελληνική μόδα, η κα Ρενιέρη επισημαίνει ότι «η μόδα είναι ο τρόπος να εκφράζεσαι και να νιώθεις όμορφα, δείχνεις το προσωπικό σου χαρακτήρα χωρίς λόγια και επιφωνήματα».
Υπογραμμίζει μάλιστα ότι η «ελληνική μόδα έχει κάνει άλματα τa τελευταία χρόνια. Η πανδημία βέβαια έχει δημιουργήσει μια στασιμότητα. Παρόλα αυτά προχωράει με σταθερούς ρυθμούς. Η μόδα προσφέρει ομορφιά και αισιοδοξία στην εμφάνιση της γυναίκας, πράγμα το οποίο έχει ανάγκη αυτή την περίοδο».
Καταλήγοντας, αναφέρεται στις τάσεις της φετινής μόδας, τονίζοντας ότι «κυριαρχεί ο μινιμαλισμός σε απλές και λιτές γραμμές χρώματα παστέλ αλλά και έντονα».
Κωνσταντίνα Καμηλάκη – “Be”: «Η μόδα πρέπει να βρίσκεται σε διάλογο με το κοινό της και αλληλεπιδρά μαζί του»
Η Κωνσταντίνα Καμηλάκη ασχολείται με τη μόδα από το 1993. Σπούδασε σε σχολή μόδας σχέδιο, πατρόν, styling, ιστορία μόδας και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το μόντελινγκ.
«Ηταν ο πιο εύκολος τρόπος να μπεις στα πράγματα, εκείνη την εποχή, οπότε ασχολήθηκα με αυτό για μία πενταετία περίπου, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Εζησα ένα χρόνο στο Παρίσι και δούλεψα κυρίως εκεί σε επιδείξεις μόδας, σε φωτογραφήσεις για περιοδικά, αλλά και στην Ιταλία – στο Μιλάνο, στην Αγγλία κ.α. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα δούλεψα στην Αθήνα, αλλά σύντομα αποφάσισα να σταματήσω, να γυρίσω στα Χανιά και να ανοίξω αυτό το μαγαζί αναζητώντας μια πιο ήσυχη ζωή, καθώς ο κύκλος του modeling -με τα καλά και τα κακά του- για μένα είχε κλείσει».
«Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων είχα την ευκαιρία να δουλέψω και μπροστά και πίσω από τις κάμερες, και σε ατελιέ στην Αθήνα όπου μπόρεσα να παρακολουθήσω όλη τη διαδικασία παραγωγής. Αλλά το εμπόριο και η ίδια η μόδα έχουν πολύ μεγάλη διαφορά, με την έννοια ότι όλα όσα ξέρεις για τη μόδα, την παραγωγή, το ύφασμα, για να έχεις μία επιχείρηση και να επιβιώσεις στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο» μας λέει η Κωνσταντίνα.
Οσον αφορά τις προκλήσεις της γυναικείας επιχειρηματικότητας, επισημαίνει ότι «Την εποχή που διανύουμε οι προκλήσεις είναι ίδιες, ανεξάρτητα από το φύλο. Οι επιχειρήσεις προσπαθούν να επιβιώσουν, να μείνουν ζωντανές – αν όχι κερδοφόρες. Ελίσσονται, εξελίσσονται, αναζητούν τρόπους για να παραμείνουν επίκαιρες και να προβλέψουν τι θα συμβεί. Αν προσπαθήσεις να ανταγωνιστείς τις πολυεθνικές νομίζω ότι έχεις χάσει. Το ατού μίας μικρής επιχείρησης είναι ακριβώς το ότι είναι προσωπική. Η εξυπηρέτηση, η επαφή και η επικοινωνία είναι τρία στοιχεία που συνήθως χάνονται σε μία μεγάλη εταιρεία. Επίσης, σε ένα μικρό μαγαζί μπορείς να επιλέξεις από πολλές εταιρείες ώστε να εξυπηρετήσεις πλήρως τους πελάτες σου βάση του κοινού στο οποίο απευθύνεσαι».
«Το προσωπικό κατάστημα γίνεται αγαπητό γιατί είναι πιο προσεγμένο, πιο ζεστό, πιο φιλικό και όλα αυτά με επαγγελματισμό και αγάπη σε αυτό που έχεις επιλέξει να κάνεις», τονίζει.
Οσον αφορά το πώς έχει επηρεάσει η πανδημία τη μόδα, η Κωνσταντίνα επισημαίνει: «Μέσα στην πανδημία οι άνθρωποι στράφηκαν σε πιο πρακτικό καθημερινό ντύσιμο, επομένως όσοι ασχολούνταν με άλλο κομμάτι της μόδας μοιραία έγιναν περιττοί, εφόσον πολλοί άνθρωποι έμειναν στο σπίτι με τηλεργασία και όλες οι εκδηλώσεις έχουν ακυρωθεί. Η μείωση των πωλήσεων οδήγησε σε ακυρώσεις παραγγελιών και η έλλειψη ρευστότητας σε δυσκολία αγορών και εισαγωγών υφασμάτων. Η μόδα σχεδόν δεν είχε πάρει ανάσα από την εποχή της οικονομικής κρίσης και η πανδημία ήταν το κερασάκι στην τούρτα! Αναγκαστική ήταν η “στροφή” στο διαδίκτυο, ωστόσο για μένα η θέση των ρούχων είναι στα φυσικά καταστήματα. Προσωπικά δεν ρισκάρω να βάλω μια παραγγελία διαδικτυακά, αν δεν δεις το ρούχο από κοντά, να το δοκιμάσεις, να πιάσεις το ύφασμα, το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο».
«Η τάση αυτήν την εποχή, είναι κυρίως προς τη βιώσιμη μόδα, όπου ο τρόπος παραγωγής έχει αλλάξει με την επιλογή βιώσιμων υλικών και μεθόδων κατασκευής, καλύτερες συνθήκες για τους εργαζόμενους, ενώ παράλληλα γίνεται προσπάθεια να αλλάξει και ο τρόπος αγοράς από τους καταναλωτές, οι οποίοι καλούνται να υιοθετήσουν μια πιο υπεύθυνη στάση» σημειώνει.
«Αυτό που έχει σημασία», μας λέει κλείνοντας, «είναι να πιάσεις τον παλμό της πόλης σου και να φέρνεις ρούχα ανάλογα με τον κόσμο που ψωνίζει και το πού θα τα φορέσει, ανάλογα με την κατάσταση που επικρατεί. Επομένως, σε ένα κατάστημα όπως το be, η μόδα βρίσκεται σε διάλογο με το κοινό της και αλληλεπιδρά μαζί του, και πρέπει με πολύ προσεκτικές κινήσεις να βρισκόμαστε ένα βήμα μπροστά για να παραμένουμε επίκαιροι».
Γεωργία Παπαδουλάκη – “Πανδώρα”: «Στοίχημα να αντεπεξέλθουμε στα δύσκολα»
Ηταν το 1976 όταν η Γεωργία Παπαδουλάκη ξεκίνησε την λειτουργία του καταστήματος “Πανδώρα” με τσάντες, υποδήματα και κοσμήματα σε ξεχωριστό στυλ.
Οπως τονίζει η κα Παπαδουλάκη μιλώντας στις “διαδρομές”, «το “στοίχημα” σήμερα είναι να μπορέσουμε να αντεπεξέλθουμε στα δύσκολα, να είμαστε ισότιμες με την ανδρική επιχειρηματικότητα, σε μία δύσκολη εποχή».
Απαντώντας στην ερώτηση «ποια είναι τα ατού και ποιες οι δυσκολίες για ένα προσωπικό κατάστημα -όπως το δικό σας- σε μια αγορά που κυριαρχούν οι πολυεθνικές», η κα Παπαδουλάκη τόνισε ότι «αυτή τη στιγμή μόνο ένα ατού έχουμε στα χέρια μας και αυτό είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις με τους πελάτες μας. Οι δυσκολίες είναι οι χαμηλές τιμές λόγω χαμηλής ποιότητας των εμπορευμάτων και οι on line αγορές».
«Πώς διαμορφώνεται το τοπίο στην ελληνική μόδα» ρωτάμε την κα Παπαδουλάη η οποία μας απαντά ότι «υπάρχει εξέλιξη αλλά λόγω πανδημίας και οικονομικής κρίσης, δεν αναδεικνύεται όπως θα έπρεπε». Συμπληρώνει δε, ότι η πανδημία έχει επηρεάσει την μόδα, την έχει διαφοροποιήσει σε πιο απλές και άνετες γραμμές, πιο καθημερινές θα έλεγα, αφού δεν μπορούμε να βγούμε».
Οσον αφορά στις τάσεις της φετινής μόδας, μας επισημαίνει ότι «στο δικό μας κατάστημα, το είδος στις τσάντες είναι τα παστέλ χρώματα, μία εντελώς καινούργια τάση, είτε σε μικρή ή μεγάλη τσάντα. Στα αξεσουάρ επικρατούν οι απλές και μίνιμαλ γραμμές».