Ο ενενηντατριάχρονος Περβολιανός κ. Καρεφυλάκης Γεώργιος, με καταγωγή από τα Πάνω Μεσόγεια – Πλάτανο Κισσάμου, ναυτικός για 15 χρόνια σε μεγάλα ποντοπόρα φορτηγά πλοία, τον υπόλοιπο εργασιακό του βίο τον εξάντλησε ως υπάλληλος του Ναυστάθμου Σούδας, θυμάται, όπως και κάθε ναυτικός, ιστορίες της θάλασσας.
Mάλιστα ο αγαπητός και σεβαστός κ. Γιώργος, είναι καλά στην υγεία του και προ πάντων έχει διαύγεια πνεύματος και άριστο μνημονικό.
Οι αναγνώστες της εφημερίδας μας, όσοι είχαν διαβάσει στο φύλλο της 17 Ιουνίου 2022 την ιστορική αναφορά από την εκτέλεση των 33 Περβολιανώνείχαν απορήσειμε το πώς θυμότανμε κάθε λεπτομέρεια τιςπρώτες μέρες από τη μάχη της Κρήτης και ας ήταν μόνο 11 χρονών.
Πρόσφατα τον επισκέφτηκα στο σπίτι του και τον παρακάλεσα να μου αναφέρειτους λόγους που τον οδήγησαν να στραφεί στο επάγγελματου ναυτικού και να μου διηγηθεί και κάποια θαλασσινή ιστορία:
«Ο προπάππουςμου , ο Καπετάν Χατζή ΦραγγιόςΚαρεφυλάκηςείχε ένα μικρό καίκικαι έκανε εμπόριο με Κύθηρα και Γύθειο, μετέφερε και φυγόδικους Κρητικούς στην ελεύθερη Ελλάδα.
Ο παππούς μου ,ο Μύρων Καρεφυλάκης,έφυγε στην Αμερική για 12 χρόνια, γύρισε καιαγόρασε στα Περβόλια ένα τούρκικόμετόχι το 1919.
Επίσης αγόρασε για τα τρία ανίψια του , τα Ανουσάκια , παιδιά της αδελφής του, μια μηχανότρατα. Αυτά τα Ανουσάκιαπήγαν αργότερα στον Πειραιά σπούδασαν και έγιναν μηχανικοί σε ποντοπόρα πλοία, απόαυτούς τους μπαρμπάδες μου αγάπησα τη θάλασσα και αυτοί με βοήθησαν να πιάσω δουλειά και μάλιστα στην ίδια εταιρεία που δούλευαν κι αυτοί.
Έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο το 1955 , στην αρχή δούλευα σε μικρά καραβάκια, μότορσιπ , τα λέγανε, ήταν γερά σκαριά σιδερενια. Αργότερα σε πιο μεγάλα ως δόκιμος πρακτικός μηχανικός , διάβαζα και έδινα εξετάσεις και σε 10 χρόνια έγινα Γ μηχανικός ευεργετικά, όχι προαγωγικά, γιατί δενείχα βγάλει σχολή εμπορικού ναυτικού.
Άκου , τώρα κ. Δάσκαλε, μια θαλασσινή ιστορία που έζησα και ίσως να είναι η πιο δύσκολη στην ναυτοσύνη μου.
Η εταιρεία που δούλευα με είχε στείλει στην Καλκουτα των Ινδιών , γύρω στο1965, αν θυμάμαικαλά, για να φροντίσω ως μηχανικός κάποιες μεταφορτώσεις απο΄ποταμόπλοια σε άλλο μεγόλοκαράβι.
Τέλειωσε η δουλειά και έτυχε να περνάει ένα μεγάλο ποντοπόρο της ιδια εταιρείας, με σκοπό να περάσει από τανησιάΜορίσιους(Maurice) να φορτώσει μελάσαμε τελικό προορισμό το Χιούστον στην Αμερική.
Με πήραν μαζί τους, ως επιβάτη πλέον , όχι ως πλήρωμα, με σκοπό να με αφ΄σουν στη Νο΄τιοΑφρική και απο΄εκεί με το αεροπλάνο να ΄έρθω στην Αθήνα Υπόψη ότι το κανάλι ( η διώρυγα του Σουέζ ) ήταν κλειστό και γι΄αυτό πήγαμε από South Afrika ( Νότιο Αφρική)
Στο Ακρωτήρι ( εννοεί το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας ) της South Africa (Νοτίου Αφρικής) είχε μεγάλη τρικυμία, περάσαμε με πολύ μεγάλη δυσκολία, το καράβι , παρ΄ότι αρκετά μεγάλο,18000 τόνων, ανεβοκατέβαινε στα κύματα σαν καρυδότσουφλο.
Καπετάνιος, ήταν ένα πλοίαρχος Α’ από το Ηράκλειο και Α΄ μηχανικός , ο μπάρμπας μου ο Ανουσάκης ο Αντώνης , Αντωνάρα, τον λέγανε όλοι στο καράβι και για το παράστημάτου και για την παλικαριά του.
Το καράβι έπρεπε να<< πιάσει >> οπωσδήποτε το λιμάνι της Ντούρμπαν (Durban ) για τροφοδοσία, όμως η τρικυμία δεν μας άφηνε να πλησιάσουμε.
Παλεύαμε με τα κύματα, κάτω στο μηχανοστάσιοήταν δυο Γ’ μηχανικοί, ένας Β’ και ο μπάρμπας μου ο Αντώνης Α’ μηχανικός.
Οι τρεις μηχανικοί, δυο μέρες που παλεύαμε με τα κύματα, είχαν πια παραδοθεί, είχαν χάσει το κουράγιο τους. Το καράβι, μια να βουτάει με την πλώρη στα κύματα, μια να ανεβαίνειψηλά να κοιτάζει τον ουρανό.
Η τρικυμία, συνήθως , φέρνει και ζημιές στο καράβι, έτσι χάλασε και η αυτόματη ρύθμιση των στροφών της μηχανής και έμεινε η χειροκίνητη με την γνωστή << πεταλούδα >>.
Οι μηχανικοί τώρα είναι << κρεμασμένοι >>στην πεταλούδα και ρυθμίζουν τις στροφές, ανάλογα με το αν η προπέλα είναι μέσα ή έξω από το νερό. Όταν η πλώρη βουτάει στο νερό, η προπέλα πίσω είναι ψηλά στον αέρα, έξω από το νερό και χρειάζεται μείωση των στροφών , όταν πάλι σηκώνεται η πλώρη, βουτάει η προπέλα στο νερό και χρειάζεται αύξησητων στροφών .
Αναλαμβάνει. λοιπόν, ο μπάρμπας μου, η Αντωνάρα, την πεταλούδα, μιας και οι άλλοι μηχανικοί είχαν << παραδοθεί >> και σιγομουρμούριζαν” πάει χαθήκαμε “.
Μετά από 15 περίπου ώρες που ρύθμιζετις στροφές της μηχανής με την πεταλούδα, ειδοποιεί στην γέφυρα να κατέβω κάτω.
– Έλα , ανίψιο, πάρε την πεταλούδα, για να ανέβω λίγο να ανασάνω, να πάρω λίγο αέρα.
Μετά από λίγο, τηλεφωνεί στο μηχανοστάσιο ο Καπετάνιος.
– Ο Αντώνης έπεσε στην θάλασσα.
Τι είχε συμβεί ? Ο Αντώνης με το που ανέβηκε στη γέφυρα είδε ένα << ρούμπο >> ( ανθρωποθυρίδα) που οδηγεί στο αμπάρι,ανοιχτόκαι λέει στον Καπετάνιο.
-Θα πάωνα το κλείσω, να μην μπαίνει η θάλασσα στηνμελάσα..
– Όχι, άφησέ το ,το έχω δει , είναι επικίνδυνο με αυτήν την τρικυμία.
Ο Αντώνης επέμενε, βάδισε πάνω στο << Κάργκουη>> ( κρεμαστός διάδρομος) και κατέβηκε με τη σκάλα δίπλα στο ρούμπο και το έκλεισε.
Τότε ήρθε ένα μεγάλο κύμα και βούτηξε όλο το καράβι μέσα, επανήλθε το καράβι πάνωκαι ο Αντώνης έλειπε από το κατάστρωμακαι τότε μας τηλεφώνησε ο Καπετάνιος .
Τον Αντώνη τον άρπαξε το κύμα, πρόλαβε όμως να πιαστεί στη βάση της σκάλας που οδηγεί στη γέφυρα , γι αυτόδεν τον έβλεπε ο Καπετάνιος.Σε λίγο χτυπημένος από τα κύματα ανέβηκε στη γέφυρα και μετά από λίγο κατέβηκε στο μηχανοστάσιο.
Δεν πέρασε ούτε ώρα και να, τηλέφωνο πάλι ο Καπετάνιος..
-Το τιμόνι δεν υπακούει , δεν κυβερνιέται το καράβι , κάντε κάτι..
Θα πει , τώρα, ένας ακάτεχος, μα αφού έχει τρικυμία και δεν μπορούννα πάνε στο λιμάνι, τι το θέλουν το τιμόνι ?
Αλίμονο στο καράβι , σε περίπτωση τρικυμίας, που << χάσει >> το τιμόνι του, ο Καπετάνιος με τους κατάλληλους ελιγμούς το κρατά στην επιφάνεια, δίχως τιμόνι το κατάπιε η θάλασσα.
Ο Αντώνης , πίεσε τον Β’ μηχανικό να αναλάβει την πεταλούδα κι εγώ με τον Αντώνη πήγαμε στο πίσω μέρος του πλοίου, στο διαμέρισμα του πηδαλίου.
Το πηδάλιο κινείται με υδραυλική πίεση από τη γέφυρα, στο διαμέρισμα του πηδαλίουείχε μπει νερό και κάτι κουβάδες που είχαν μείνει από κάποια εργασία πλέανε και με την τρικυμία χτυπούσανπέρα δώθε και σπάσανε τα σωληνάκια του λαδιού και χάθηκε η υδραυλική πίεση.
Με αυτή τη λύσσα του καιρού και το συνεχές ταρακούνημα , λύσαμε τα σωληνάκια, πήγαμε στο συνεργείο τα κολλήσαμε , γυρίσαμε τα βάλαμε, κάναμε και εξαέρωση και σε λίγο δούλεψετο τιμόνι.
Βέβαια σε όλο αυτό το διάστημα, που χρειάστηκεγια τη επισκευή της βλάβης , το καράβι ήταν έρμαιο του καιρού.
Επιστρέφοντας στο μηχανοστάσιο με την αγωνίαγια την τύχη της πεταλούδας, ακούμε τον λοστρόμο να φωνάζει – Φωτιά στο μηχανοστάσιο.!!!
– Τι φωνάζεις και δεν παίρνεις ένα πυροσβεστήρα, τον αποπαίρνει , η Αντωνάρα.’
Κατεβήκαμε και είδαμε ότι δεν είναι επικίνδυνη η φωτιά,, η” Σάρωση ” είχε πάρει εσωτερικά και την περιορίσαμε μέσα εκεί να μην επεκταθεί εξωτερικά, ίσα ίσα μας γλίτωσε και από ένα καθάρισμα.
Ευτυχώς, εδώ ,τελείωσανοι βλάβες και τα απρόοπτα, έπιασε και μπονάτσα και μετά από 60 ώρες πραγματικήςμάχης με τα θεριεμένακύματα μπήκαμε επί τέλους στην Ντούρμπαν. Το καράβι έλαβε τροφοδοσία και συνέχισεγια Χιούστον, εγώ πήγα με τρένο στο Γιοχάνεσμπουργκ και μετά με το αεροπλάνο ήρθα στην Αθήνα.
– Να τελειώσουμε, τώρα , κυρ Δάσκαλε και με μια εύθυμη ιστοριούλα.
Είμαστε στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας, γύρω στο 1962, με ένα μικρότεροκαράβι 1600 τόνων, είχαμε πάει πορτοκάλια από το Άργος..
Μείναμε , νομίζω τρεις μέρες, ένα απόγευμα είχε ποδοσφαιρικό αγώνα με δυο καλές ομάδες της Ρουμανίας, ένα φίλος μου, ο Πολύκαρπος Καλλιώρας, μέγας ποδοσφαιρόφιλος είχε βάρδια, ήθελε όμως να πάει στο γήπεδο και μου λέει
-Γιώργη, κάτσε στην βάρδια μου να πάω στον αγώνα και σουκάνω εγώ μετά δύο βάρδιες.
– Όχι, κι εγώ θα πάω να δω τον αγώνα. Υπόψηότι εγώ ποτέ μου δεν πηγαινα στα γήπεδα, απλώς ήθελα να βγω έξω για βόλτα και ό,τι άλλο θα ακολουθούσε,.
Όμως ,επειδή πήγαν και άλλοι στον αγώνα απότο πλήρωμα, έπρεπε να πάω κι εγώ για να μην βγω ψεύτης.
Οι κερκίδες ήταν τσιμεντένιες και στενά τα διαζώματα, πίσω μας κάθονταν νεαροίΡουμάνοι με μπουκάλια στα χέρια. ίσως να είχαν κρασί και κατά διαστήματα χτυπούσαν δυνατά τα ποδιατους ,φορούσαν και μεγάλες αρβύλες και κραύγαζανρυθμικά .¨Άι ντουντού!!! Άι ντουντού!!!”
Το τι κλωτσιές έφαγαν τα πλευρά μου, δεν λέγεται..Σε λίγο, όπως ήτα φυσικό έφυγα από το γήπεδο και εν τω μεταξύ μου είχε φύγει και η όρεξη για βολτα και τσιλιμπούρδισμα.
*Ο Γεώργιος Μανιαδάκης
είναι συνταξιούχος δάσκαλος