» Αναστοράται ο 94χρονος Γιώργος Καρεφυλάκης
Σήµερα, ο κ. Γιώργος Καρεφυλάκης, ο 94χρονος Περβολιανός, επεθύµησε τη θάλασσα, οι απρόσµενα ζεστές µέρες του Απρίλη του θύµισαν τη θάλασσα και τα νιάτα του και µας διηγήθηκε την παρακάτω θαλασσινή ιστορία.
Έχω δουλέψει, κύριε δάσκαλε, και σε µεγάλα ποντοπόρα φορτηγά πλοία και σήµερα θα διηγηθώ για τους αναγνώστες της εφηµερίδας ένα απρόοπτο από ένα τέτοιο ταξίδι, που συνέβη γύρω στο 1965.
Είµαστε στη Νιγηρία, στη ∆υτική Αφρική και φορτώναµε ξυλεία, µεγάλους, θεόρατους κορµούς δέντρων που το ξύλο τους το κάνουν καπλαµάδες και κόντρα πλακέ. Μεγάλες νταλίκες φορτωµένες µε χοντρούς και µακριούς κορµούς δέντρων έρχονταν στο λιµάνι και εµείς µε το βίντσι του καραβιού τους τοποθετούσαµε στα αµπάρια.
Όταν τελειώσαµε το φόρτωµα εκεί, βάζουµε πλώρη και σε δυο τρεις ώρες είµαστε πιο βόρεια στις εκβολές ενός ποταµού, που για την ώρα µου διαφεύγει το όνοµά του.
Ερηµιά, ούτε λιµάνι, ούτε σπίτια, τίποτα, µοναχά κάποια ρυµουλκά που περίµεναν στις εκβολές του ποταµού πανέτοιµα να ‘‘αγκιστρώσουν’’ δεµένους τρεις – τρεις ή τέσσερις και πέντε µαζί κορµούς δέντρων, που είχαν κοπεί από τα βάθη της ζούγκλας και είχαν ριχτεί στο ποτάµι και να µας τους φέρουν εκεί που είχαµε αγκυροβολήσει να τους τραβήξουµε στο καράβι.
Φορτώσαµε τόσους πολλούς που σαν γέµισαν τα αµπάρια βάλαµε και πάνω στην ‘‘κουβέρτα’’ (κατάστρωµα) τόσους που δυσκολευόµαστε να κινηθούµε.
Έτσι φορτωµένο το καράβι µας ξεκινάει το ταξίδι του τελικού προορισµού στη Λατάκεια της Συρίας και µε ενδιάµεσο σταθµό στην Χαλκίδα. Το φορτίο µας δεν ήταν παράνοµο όσον αφορά το βάρος, αλλά όσον αφορά την τοποθέτηση του φορτίου πάνω στην κουβέρτα, είµαστε λοιπόν παράνοµοι και εκτεθειµένοι σε κάθε σοβαρό έλεγχο.
Εµείς κάτω στο µηχανοστάσιο, γνωρίζαµε ότι έπρεπε να εφοδιαστούµε µε καύσιµα και όταν πλησιάζαµε στο Ντακάρ, µεγάλο λιµάνι στην Σενεγάλη, ειδοποιεί ο Α’ µηχανικός τον Καπετάνιο να µπούµε στο Ντακάρ για ανεφοδιασµό καυσίµων.
Ο Καπετάνιος όµως ήταν ανενδοτος
– Όχι δεν µπαίνω στο Ντακάρ
– Μα Καπετάνιο δεν έχουµε καύσιµα – ∆εν µπαίνω στο Ντακάρ, για κανένα λόγο, γιατί είναι οι Εγγλέζοι.
Ποιοι τώρα ήταν οι Εγγλέζοι και γιατί τους φοβόταν ο Καπετάνιος;;;
Οι µεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες που ασφαλίζουν τα καράβια, οι περισσότερες είναι στο Λονδίνο και έχουν πράκτορές τους στα µεγάλα λιµάνια. Οι πράκτορες αυτοί ανεβαίνουν στα καράβια, µόλις πιάνουν λιµάνι και κάνουν εξονυχιστικό έλεγχο και στο φορτίο και στο σκάφος’
Ανεβαίνει, φερ’ ειπείν, ο τεχνικός της ασφαλιστικής εταιρείας, κρατάει ένα σφυράκι και χτυπά στα ύποπτα σηµεία του καραβιού, όπου καταλάβει ότι υπάρχει πρόβληµα, βάζει µε µια κιµωλία ένα Χ και λέει στον Γραµµατέα του να το σηµειώσει µε την υποχρέωση της πλοιοκτήτριας εταιρείας του καραβιού να το επισκευάσει.
Όπου δεν ήταν Εγγλέζοι αντιπρόσωποι, ο Καπετάνιος µε τις µαλαγανιές του και µε τα δωράκια του τακτοποιούσε όλα τα θέµατα. Οι Εγγλέζοι όµως ούτε καφέ δεν ήθελαν να τους κεράσει. – Νο, Νο, έλεγαν και έκαναν πολύ αυστηρά τον έλεγχό τους. Αυτό, λοιπόν, φοβόταν ο Καπετάνιος, ότι πιθανόν να µας έβαζαν να ρίχναµε και το φορτίο της κουβέρτας στη θάλασσα.
Έτσι περάσαµε το Ντακάρ και συνεχίσαµε το ταξίδι µας, τα καύσιµα τελείωναν, τότε µου λέει ο Α’ µηχανικός – Κύριε Γιώργο, κοίταξε στη δεξαµενή Νο 4 έχουµε εκεί εδώ και καιρό, ρώσικο πετρέλαιο, µε αυτό θα πάµε από εδώ έως την Θέουτα Ceuta, λιµάνι στο Μαρόκο, µετά το Γιβραλτάρ και εκεί θα βάλουµε καλό πετρέλαιο.
Του ανέφερα τις ενστάσεις µου, ότι είναι κακής ποιότητας και θα µας δηµιουργήσει προβλήµατα, αλλά τι να κάνουµε, έπρεπε να προχωρήσουµε. Περνάµε, λοιπόν, το ρώσικο πετρέλαιο από τον διαχωριστήρα για φιλτράρισµα δυο τρεις φορές και συνεχίζουµε το ταξίδι µας. Μεθαύριο ήµουν βάρδια και βλέπω κι έπεφτε η πίεση του λαδιού της µηχανής, ανησυχητικό σηµάδι, πλησίαζε στο 12, ειδοποιώ τον Α’ µηχανικό στη καµπίνα του, ότι θα κάνω ‘‘Κράτει’!!!, δεν θα κάψω εγώ την µηχανή.
Σβήνω, λοιπόν, την µηχανή και όλοι οι τεχνικοί µαζευτήκαµε κάτω στο µηχανοστάσιο να καθαρίζουµε φίλτρα, να ξεβουλώνουµε σωληνάκια, να επισκευάσουµε την µηχανή, να ξαναφιλτράρουµε το ρώσικο πετρέλαιο, να…, να…
Για να καθαρίσουµε τη µηχανή σε κάθε σηµείο που θέλαµε προσαρµόζαµε ένα µηχάνηµα ‘‘κρίκο’’ το λέγαµε, έµπαιναν τα γρανάζια του και ταίριαζαν πάνω στα γρανάζια της µηχανής, γυρνούσε ο ‘‘κρίκος’’ γυρνούσε και η µηχανή και καθαρίζαµε το κάθε σηµείο που έπρεπε.
Όταν επί τέλους τελειώσαµε, και πριν να αποσυνδέσουµε τον ‘‘κρίκο’’ από τα γρανάζια της µηχανής, πατάει ‘‘ο έξυπνος’’ ο Α’ µηχανικός τον αέρα και βάζει µπρος την µηχανή.
Ένα εκκωφαντικό ΜΠΑΜ!!! ακούστηκε και όλοι τροµαριαστήκαµε και από τον χτύπο και από το συνακόλουθο σπάσιµο του ‘‘κρίκου’’.
Φωνάζει ο Α’ µηχανικός – Τι έγινε;; Κι εγώ βλέποντας τον ‘‘κρίκο’’ ξαπλωµένο στο πάτωµα, µού ’ρθε στο µυαλό αυθόρµητα το µοιρολόι ‘‘Εµάκρυνες και εφάρδυνες, κι η κάσα δεν σε βάζει τσελεπή µου’’ µε σκοπό να του δείξω ότι έκανε µεγάλη βλακεία που έβαλε άκαιρα την µηχανή µπρος.
Ξαναφωνάζει ο Α΄ – Τι λέει ο τρελός; Του απαντά ο βοηθός µου – Έσπασε ο κρίκος…
Ευτυχώς που δεν έγινε ζηµιά στη µηχανή, τον κρίκο τον φτιάξαµε στην πορεία. Στη συνέχεια κουτσά στραβά, περάσαµε το Γιβραλτάρ, πήγαµε στη Σέουτα, βάλαµε καλό πετρέλαιο και µε δίχως απρόοπτα, αφήσαµε στη Χαλκίδα, στου Λευκαντή, την ξυλεία που είχε παραγγείλει και την υπόλοιπη την πήγαµε στη Λατάκεια της Συρίας.
Για την καταγραφή και επιµέλεια του κειµένου, Μανιαδάκης Γεώργιος συν/χος δάσκαλος.
*Ο Γεώργιος Μανιαδάκης είναι συνταξιούχος δάσκαλος