Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ιστορίες του πενταγράμμου

Σήμερα, επειδή έχω κέφια, θα σας διηγηθώ μια ακόμα ιστορία.
Με ρωτάνε φίλοι, πώς ξεκίνησα το τραγούδι κάποτε, αν πήγα σε ωδείο, ποιος γνωστός με πρότεινε κάπου κ.λπ.

Λοιπόν… Σεπτέμβρη περνάω στο Πανεπιστήμιο και εγκαθίσταμαι στη Θεσσαλονίκη. Οι πρώτοι μήνες περνάνε διερευνητικά, να μάθω την πόλη, να στρώσω τα της σχολής, να γνωρίσω φίλους από άλλα μέρη της Ελλάδας.
Παραμονές των γενεθλίων μου, Απρίλιος, παίρνω… το δέμα του μήνα, μαζί με το μηνιάτικο, από τους γονείς μου.
Τα πρώτα μου γενέθλια ως φοιτήτρια! Το Τήνελα με τον Νίκο Παπάζογλου και το Πλατώ του αείμνηστου Κουγιουμτζή, είχαν γίνει τα στέκια μας!

Ανοιχτοχέρα κι ενθουσιώδης όπως ήμουν δεν το πολυσκέφτηκα. «Παιδιά αύριο κερνάω». Εγώ πέντε κάλεσα, αλλά ήρθαν δεκαπέντε… Πήγαιναν κι έρχονταν τα αγιορείτικα και οι φρουτοσαλάτες, ήρθε κι ο λογαριασμός κάποια στιγμή..Εδώ σε θέλω κάβουρα… «Τι να κάνω τώρα, να κεράσω τους πέντε και να πω στους άλλους, πληρώστε;».
Δεν μου πήγαινε με τίποτα… Με το ύφος του Κωνσταντάρα όταν παρίστανε τον πλούσιο, είπα. «Παιδιά, αυτά είναι όλα δικά μου!».
Το μικρό μου μηνιάτικο, άδεια μπουκάλια και πιατέλες, πολλά όμορφα τραγούδια, ευχές για υγεία και μακροζωία και μια γλυκιά, γλυκιά ζάλη…
Η επιστροφή στο σπίτι της Καμάρας, έγινε ποδαράτα, ένα πεντακοσάρικο είχε γλυτώσει…
«Και τώρα τι Λιάκι μου;», σκεφτόμουν… Να τηλεφωνήσω στους γονείς για έξτρα χρήματα, δεν υπήρχε περίπτωση… Ο πατέρας στραβωνόταν με τη βελόνα κι η μάνα έκανε συλλογή κιρσών απο την ορθοστασία στο κομμωτήριο… Κι εγώ θα ζητούσα λεφτά, επειδή τα προβλεπόμενα τα έκανα… γενέθλια;

Δουλειά λοιπόν… Την επόμενη το μεσημέρι, μετά το μάθημα της εργοφυσιολογίας, αναζήτησα τις μικρές αγγελίες, κολλημένες παντού μέσα στη σχολή… Ζητούνται, ζητούνται, ζητούνται… Μπέιμπι σίτερ, μπαργούμεν, διανομείς φυλλαδίων, ουπς…εδώ είμαστε: «Ζητείται φοιτήτρια για λάντζα. Εστιατόριο Τα Πουλιά, απέναντι απο τη φοιτητική εστία».
Παρουσιάστηκα στην επιχείρηση εντός μισής ώρας και στις 3 το μεσημέρι, ξεκίνησα δουλειά…Επλενα, έπλενα, έπλενα… Τα πιάτα δεν τελειώνανε ποτέ. Τελείωνα τη μία στοίβα και μόλις γύριζα το βλέμμα μου στον μεταλλικό πάγκο, κάποιος σερβιτόρος με γατίσια περπατησιά, είχε απιθώσει πάνω κι άλλη στοίβα…
Πλυντήριο το κατάστημα δεν διέθετε…

Κατά τις 10 το βράδυ η κίνηση μειώθηκε…Κάθησα αποκαμωμένη πάνω σε κάτι καφάσια με αναψυκτικά… Είπα μέσα μου «Αυτό ήταν, τελειώσαμε, αύριο πάλι!»
Και τότε ακούω τη φωνή του αρχισερβιτόρου. «Αν τελείωσες Κρητικιά, πέρνα στον μεγάλο νεροχύτη, παραδίπλα…

Παναγία μου, ποιος ήταν ο μεγάλος νεροχύτης; Ηδη, αυτός που έπλενα τα πιάτα, ήταν τόσο μεγάλος που ένας άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει μπάνιο καθιστός… Ο κύριος Πασχάλης με οδήγησε σε ένα δεύτερο χώρο της κουζίνας, τον οποίο αγνοούσα κι οδηγούσε ευθύς πίσω από τον μεγάλο θερμοθάλαμο-βιτρίνα, με τα μαγειρευτά φαγητά. Εκεί υπήρχε ένας νεροχύτης πλατύς σαν ντουζιέρα και βαθύς σαν παιδική πισίνα, γεμάτος με τα ανοξείδωτα ταψιά, κάτι σούβλες και το σίδερο με τα υπολλείματα του γύρου!
Τα πόδια μου τρέμανε και τα χέρια μου δεν τα όριζα… Ηθελα τη μαμά μου… Και η ώρα κόντευε έντεκα…

Ξεκίνησα να τρίβω και να σαπουνίζω… Πήγα να σκεφτώ τα γενέθλια, μήπως και πω ‘‘χαλάλι’’, μα μου βγήκε ένα «ανάθεμα την ώρα… Χουβαρνταλίκια ήθελες, πλένε τώρα!».
Η αμέσως επόμενη σκέψη, ήταν οι ιστορίες των γονιών μου, με τους μετανάστες στην Αμερική και στη Γερμανία! Τα ελληνικά εστιατόρια στην Αστόρια και η ατάκα, «Πολύ πιάτο στο Αμέρικα!».
Κι άρχισα να τραγουδάω… Καζαντζίδη… Αυτός μου ταίριαξε στην περίπτωση.. Πρώτα το ψωμί της ξενιτιάς και μετά το αγαπημένο μου. «Ασπρο πουκάμισο φορώ και μαύρο θα το βάψω… Μαύρα είν’ τα μάτια που αγαπώ, γι’ αυτά κοντεύω να χαθώ, γι’αυτά πολύ θα κλάψω…».

Και το δάκρυ κορόμηλο… Υπομονή, έλεγα μέσα μου, θα τελειώσουν κι αυτά, πρώτη μέρα είναι…Αχ μαμά, να με έβλεπες τώρα, που με παρακαλούσες να σου πλύνω τα πιάτα, τέσσερα όλα κι όλα κι εγώ το ‘παιζα βαρύ πεπόνι και σου ζητούσα κι ανταλλάγματα…
Εκεί, τότε, την ώρα των σκέψεων, των τύψεων, με το ρεφρέν στην κορύφωσή του και τα μάτια γεμάτα δάκρυα, στο ταβάνι, ακούω χειροκρότημα κι ένα καπάκι από ταψί μου πέφτει από τα χέρια και γεμίζει σαπουνάδες κι εμένα και τον κύριο ή μάλλον τους κυρίους που χειροκροτούσαν.

Ηταν ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, το… αφεντικό που έλεγαν όλοι, μαζί με τον φίλο του, τον συχωρεμένο τον κυρ-Αλέκο τον Ξαρχάκο…
Στο αναψυκτήριο του κυρ-Αλέκου, κάτω από τον Λευκό Πύργο, ωράριο 8-11 το βράδυ, είπα τα πρώτα μου τραγούδια!
Πολύ δειλά, πολύ φοβισμένα, ντυμένη ενίοτε σαν να έκανα μάθημα στο κατηχητικό. Να δηλώνω, επιθετικά σχεδόν, σε όποιον τολμούσε να μου μιλήσει, ότι εγώ είμαι φοιτήτρια, σοβαρή και αυστηρών αρχών κι όχι καμία… της νύχτας! Ποιας νύχτας τρομάρα μου, του απογεύματος καλύτερα, αφού η ‘‘νύχτα’’ στη Θεσσαλονίκη,ξεκινούσε πολύ μετά τις 11 το βράδυ.
Πέρασαν χρόνια για να απενοχοποιήσω αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ να κάνω, αυτό που με βοήθησε να σπουδάσω χωρίς να επιβαρύνω πλέον τους γονείς μου και να καταλάβω ότι και τη μέρα και τη νύχτα, οι ίδιοι άνθρωποι κυκλοφορούν.

Απλά, τον χαρακτήρα κάποιου, μπορείς να τον καταλάβεις καλύτερα, από τον τρόπο που διασκεδάζει.
Αυτά… Γιατί συγκινήθηκα πολύ και θυμήθηκα πολλά, πρόσωπα και πράγματα.
Κι εκείνο το μεροκάματο στα Πουλιά, που σκληρότερο, δεν έχω ξανακάνει…
Έκτοτε, όποτε πάω σε ταβέρνα ή εστιατόριο, καθαρίζω το πιάτο μου εντελώς με χαρτοπετσέτα, να είναι ευπρεπές κι όχι σιχαμερό όταν θα το πιάσει η λαντζέρισσα!

*Η Χαρίκλεια Ντερμανάκη είναι συγγραφέας – αρθρογράφος, καθ. Φυσικής Αγωγής.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα