Σαράντα μέρες γύριζα το περασμένο καλοκαίρι την Κρήτη, για να δω τα χωριά που γκρέμισαν κι έκαψαν οι βάρβαροι, τους άντρες και τις γυναίκες που τους έντυσαν τη μαύρη αρματωσιά του πένθους. Περίμενα ν’ ακούσω κλάματα και να δω χέρια ν’ απλώνονται και να ζητούν βοήθεια. Και βρήκα ανυπόταχτες, απαράδοτες ψυχές και κορμιά μισόγυμνα, πεινασμένα κι αλύγιστα. […] Αδάμαστες ψυχές οι Κρητικοί, χιλιάδες χρόνια τώρα, παλεύουν στα κακοτράχαλα βουνά την πείνα, τη γύμνια, τους βαρβάρους. Κι ούτε η μοίρα, ούτε οι άνθρωποι, μπόρεσαν ποτέ να τους κάμουν να σκύψουν το κεφάλι.
Νίκος
Καζαντζάκης, Έκθεσις
της Κεντρικής Επιτροπής
Διαπιστώσεως Ωμοτήτων
εν Κρήτη, 1945.
Το έπος που ονομάστηκε “Μάχη της Κρήτης” ξεκίνησε στις 20 Μαΐου και τελείωσε στις 31 Μαΐου 1941, σηματοδοτώντας το τέλος της συντεταγμένης πολεμικής προσπάθειας της χώρας μας κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αρχή μιας σκληρής και μακράς κατοχής.
Η Μάχη της Κρήτης ήταν μια σημαντική νίκη για τους Γερμανούς, αλλά η νίκη αυτή ήταν «Πύρρειος». Οι Γερμανοί έχασαν πάνω από έξι χιλιάδες άντρες, εκ των οποίων τα δύο τρίτα ήταν αλεξιπτωτιστές. Αυτές οι τρομακτικές απώλειες οδήγησαν την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία τους στην απόφαση να μην χρησιμοποιηθεί ξανά το σώμα των αλεξιπτωτιστών ως «αιχμή του δόρατος» σε επιθετικές επιχειρήσεις, αλλά να παίζει στο εξής μόνο υποστηρικτικό ρόλο. Σημαντικές ήταν οι απώλειες και σε πολεμικό υλικό, κυρίως σε αεροσκάφη, μόλις μέρες πριν την έναρξη της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα (την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης).
Η αντίσταση των Κρητικών αιφνιδίασε και εξέπληξε τους Γερμανούς. Το πιο εντυπωσιακό για αυτούς ήταν ότι δεν προήλθε από στρατευμένους ή έστω από έφεδρους, αλλά από πολίτες κάθε ηλικίας, γέρους, παιδιά, αλλά και γυναίκες. Οι αμυνόμενοι χρησιμοποίησαν κάθε είδους όπλο ή εργαλείο: μαχαίρια, φτυάρια, αξίνες, τσουγκράνες, ραβδιά, ακόμα και πέτρες. Οι Γερμανοί θεωρούσαν ότι αυτή η μαζική συμμετοχή στη Μάχη -και αργότερα στην Αντίσταση- ήταν παράνομη, καθώς οι μαχόμενοι Κρητικοί δεν φορούσαν στολές ή κάποιο διακριτικό που να δείχνει ότι ανήκαν σε κάποια οργανωμένη ένοπλη δύναμη, κατά συνέπεια -σύμφωνα με τους Γερμανούς- δεν έπρεπε να εμπλακούν και να συμμετάσχουν στη μάχη, αλλά να περιμένουν παθητικά την έκβασή της. Αυτό φυσικά δεν ήταν μια πραγματική πιθανότητα για έναν λαό που βρισκόταν στα όπλα κατά των Τούρκων για πάνω από έναν αιώνα, αλλά σε κάθε περίπτωση οι Γερμανοί θέλησαν να τιμωρήσουν αυστηρά την «αυθάδεια» των Κρητικών να τους αντισταθούν. Μεμονωμένα αντίποινα έλαβαν χώρα ήδη κατά τη Μάχη της Κρήτης, με εκτελέσεις αμάχων στις 20 Μαΐου στον Σταυρωμένο Ρεθύμνου και στο Αγάκου Μετόχι, καθώς και στα Μισίρια Ρεθύμνου στις 23 και 24 Μαΐου. Ωστόσο, η κλίμακα και μεθοδικότητα των γερμανικών αντιποίνων έφτασε πρωτοφανείς διαστάσεις με το τέλος της Μάχης. Τη γερμανική σκληρότητα πυροδότησε τόσο ο αριθμός των απωλειών, όσο και οι -συχνά τραβηγμένες, όπως αποδείχτηκε- αναφορές για κακομεταχείριση Γερμανών αιχμαλώτων και ακρωτηριασμό πτωμάτων.
Όταν οι αναφορές αυτές έφτασαν στο Βερολίνο, ο Αρχηγός του Γερμανικού Επιτελείου Αεροπορίας (Οberbefehlshaber der Luftwaffe), στρατηγός Χέρμαν Γκέρινγκ (Hermann Göring), διέταξε τον Γενικό Διοικητή Κρήτης πτέραρχο Κουρτ Στουντέντ (Kurt Student) να διερευνήσει το ζήτημα και να επιβάλει αντίποινα. Ο Στουντέντ ανταποκρίθηκε άμεσα, εκδίδοντας ήδη στις 31 Μαΐου 1941 διαταγή προς όλες τις γερμανικές μονάδες στην Κρήτη, στην οποία ανέφερε πως «Είναι βέβαιο ότι ο άμαχος πληθυσμός, στον οποίο περιλαμβάνονται γυναίκες και αγόρια, συμμετείχε στη μάχη, προέβη σε δολιοφθορές, ακρωτηρίασε και σκότωσε στρατιώτες. Ήρθε η ώρα της τιμωρίας για όλα αυτά τα περιστατικά, με αντίποινα και τιμωρητικές εκστρατείες που θα πρέπει να εκτελεστούν με παραδειγματικό τρόμο». Ο Στουντέντ δεν περιορίστηκε στην έκδοση της διαταγής, αλλά έδωσε και παραδείγματα των μορφών που θα έπρεπε να έχουν τα αντίποινα, ώστε να μην υπάρχει περιθώριο παρερμηνείας. Σύμφωνα με αυτόν, τα ενδεικνυόμενα αντίποινα ήταν: «1) Εκτελέσεις, 2) Πρόστιμα και Αναγκαστικές επιτάξεις, 3) Πλήρης καταστροφή των χωριών με πυρπόληση, 4) Εξόντωση του αρσενικού πληθυσμού της επίμαχης περιοχής. […] Όλα αυτά τα μέτρα πρέπει να ληφθούν άμεσα, αφήνοντας κατά μέρος όλες τις τυπικότητες».
Η εκτέλεση στο Κοντομαρί
Μία από τις πρώτες εκτελέσεις αμάχων έγινε στο Κοντομαρί, κοντά στο οποίο είχαν σκοτωθεί δεκάδες Γερμανοί κατά τη Μάχη της Κρήτης. Μόλις δύο μέρες μετά το τέλος της, στις 2 Ιουνίου 1941 έφτασαν στο χωριό τέσσερα φορτηγά γεμάτα Γερμανούς αλεξιπτωτιστές από το 3ο Τάγμα του 1ου Αερομεταφερόμενου Συντάγματος. Επικεφαλής του αποσπάσματος ήταν ο υπολοχαγός Χορστ Τρέμπες (Horst Trebes), ο μόνος αξιωματικός της μονάδας του που είχε επιζήσει της Μάχης της Κρήτης. Οι στρατιώτες έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο στα σπίτια του χωριού, ώσπου εντόπισαν σε ένα από αυτά το χιτώνιο ενός Γερμανού αλεξιπτωτιστή με μία τρύπα από σφαίρα, ένδειξη ότι ο κάτοχός του μάλλον τον είχε σκοτώσει. Ο Τρέμπες διέταξε αμέσως την πυρπόληση του σπιτιού, ενώ στη συνέχεια οι Γερμανοί συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσμό του χωριού στην πλατεία, όπου ξεχώρισαν τους άντρες και άφησαν τα γυναικόπαιδα ελεύθερα. Οι άντρες οδηγήθηκαν σε έναν παρακείμενο ελαιώνα, όπου οι Γερμανοί τους έστησαν σε μία γραμμή και με το πρόσταγμα του υπολοχαγού Τρέμπες τους εκτέλεσαν. Οι μόνοι που κατόρθωσαν να ξεφύγουν ήταν οι Γαλάνης και Βλαζάκης. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν έχει επιβεβαιωθεί. Σύμφωνα με τα γερμανικά αρχεία, εκτελέστηκαν 23 άντρες, αλλά σύμφωνα με άλλες πηγές οι απώλειες έφτασαν τα 60 άτομα.
Εκτελέσεις στον Αλικιανό, τον Κυρτομάδο, το Πατελάρι, τις Βρύσες και την Αγιά
Τα ξημερώματα της ίδιας μέρας (2 Ιουνίου), ένα γερμανικό απόσπασμα αποτελούμενο από δύο λόχους αλεξιπτωτιστών και δύο λόχους του 141ου Συντάγματος της 5ης Ορεινής Μεραρχίας περικύκλωσε τον Αλικιανό. Λίγο μετά την ανατολή, περίπολοι μπήκαν στο χωριό και με φωνές και πυροβολισμούς ανάγκασαν τους κατοίκους να αφήσουν ανοιχτά τα σπίτια τους και να συγκεντρωθούν στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού. Στη συνέχεια οι Γερμανοί εξερεύνησαν τα σπίτια και τη γύρω περιοχή και βρήκαν άταφους αλεξιπτωτιστές. Κατά τις 9 το πρωί μετέφεραν τα γυναικόπαιδα σε ένα κοντινό καφενείο, ενώ ο επικεφαλής αξιωματικός επέλεξε 63 άντρες που υποχρεώθηκαν να σκάψουν ένα μεγάλο λάκκο. Κατά τις 12.30, όταν τελείωσε το σκάψιμο, οι Γερμανοί έδεσαν τους άντρες ανά δέκα, τους μετέφεραν στο χείλος του ομαδικού τάφου και τους εκτέλεσαν με ταχυβόλα. Στο τέλος, αντί για χαριστικές βολές έριξαν μέσα στον τάφο χειροβομβίδες, ενώ ένα γερμανικό αεροπλάνο πετούσε πάνω από το χωριό σε χαμηλό ύψος, προς εκφοβισμό των κατοίκων.
Την ίδια μέρα ένα άλλο τμήμα αλεξιπτωτιστών έφτασε στο χωριό Κυρτομάδο(ς), όπου ένας Γερμανός αξιωματικός είχε τραυματιστεί κατά τη Μάχη της Κρήτης. Οι αλεξιπτωτιστές συνέλαβαν και εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδικασίες 23 άντρες στη θέση Λεπιδέ, ενώ έδιωξαν τα γυναικόπαιδα και λεηλάτησαν τα σπίτια του χωριού. Σύμφωνα με μία πηγή, κάποια στιγμή οι Γερμανοί ξεχώρισαν τέσσερις αδερφούς της οικογένειας Διγαλάκη, και «οι γυναίκες οδυρόμενες υπέβαλαν παράκλησι στον επικεφαλής αξιωματικό να αφήση έστω τον ένα από αυτούς. Εκείνος, αφού βεβαιώθηκε ότι ήσαν πράγματι αδερφοί φώναξε: «Τόσο το καλλίτερο», και διέταξε αμέσως και εθέρισαν με ριπή πολυβόλου όλους». Σχεδόν παράλληλα, ένα άλλο απόσπασμα έφτασε στο Πατελάρι, όπου ανακάλυψε πτώματα αλεξιπτωτιστών σε αποσύνθεση. Οι Γερμανοί συνέλαβαν 11 άντρες και τους οδήγησαν στην είσοδό του χωριού για εκτέλεση, αλλά την ώρα που το απόσπασμα ετοιμαζόταν, δύο άντρες έτρεξαν και διέφυγαν. Οι υπόλοιποι 9 εκτελέστηκαν. Λίγο αργότερα γερμανικά τμήματα έφτασαν στις Βρύσες Κυδωνίας, όπου εκτέλεσαν 8 άντρες, ενώ το απόγευμα της ίδιας μέρας μπήκαν στην Αγιά, συγκέντρωσαν τους άντρες στην κεντρική πλατεία και εκτέλεσαν 4 από αυτούς. Οι εκτελέσεις σταμάτησαν ύστερα από την επέμβαση ενός Γερμανού αξιωματικού που είχε νοσηλευτεί σε σπίτι του χωριού κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, αλλά ο επικεφαλής επέμενε ότι οι κάτοικοι έπρεπε να τιμωρηθούν και ως «ελάχιστη ποινή» διέταξε να καούν τα σπίτια του χωριού, περίπου 80 στο σύνολο.
Οι εκτελέσεις στον Κερίτη
Στις 9 Ιουλίου 1941 ο Στουνέντ μετατέθηκε σε άλλο μέτωπο και αντικαταστάτης του ορίστηκε ως Διοικητής του «Φρουρίου Κρήτης» ο Αλεξάντερ Αντρέ (Alexander Andrae). Κάποιοι θεώρησαν ότι αυτό θα συνεπαγόταν το τέλος των γερμανικών αντιποίνων, αλλά έκαναν λάθος. Λίγες μόλις βδομάδες αφού ο Αντρέ ανέλαβε καθήκοντα, την 1η Αυγούστου 1941 ένα ισχυρό γερμανικό απόσπασμα αποτελούμενο από ένα τάγμα της 5ης Ορεινής Μεραρχίας και ένα τάγμα της 164ης Μεραρχίας Πεζικού εξόρμησε προς τα χωριά Αλικιανός, Βατόλακκος, Κουφός, Σκινές, Φουρνές, Λάκκοι, Καράνου, Ορθούνι, Χωστή και Πρασές, όπου σκότωσε αρκετούς κατοίκους και συνέλαβε δεκάδες άλλους, τους οποίους μετέφερε στον Αλικιανό, για να δικαστούν από «έκτακτο στρατοδικείο» που αποτελούνταν από τον υπολοχαγό Ζίγκμουντ Σβαρτς (Sigmund Swartz), έναν επιλοχία, έναν στρατιώτη και τον διερμηνέα. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν κατάλογοι με τα ονόματα εκείνων που σύμφωνα με καταθέσεις προδοτών είχαν πάρει μέρος στη Μάχη της Κρήτης και έπρεπε να δικαστούν. Ο διερμηνέας φώναζε τα ονόματα των συλληφθέντων και ένας ένας ερχόταν και τον ρωτούσαν αν πήρε μέρος και αν σκότωσε αλεξιπτωτιστές. Η απάντηση ήταν προφανώς αρνητική, αλλά άλλους τους έβαζαν να καθίσουν και άλλους να στέκονται όρθιοι. Ανά τακτά διαστήματα, τρεις Γερμανοί στρατιώτες έπαιρναν τους άντρες σε ομάδες των 10, τους μετέφεραν στη θέση Βλάτος, τους ξεγύμνωναν το στήθος, τους έδεναν τα μάτια και τους εκτελούσαν. Οι πηγές δεν συμφωνούν ως προς τον συνολικό αριθμό των θυμάτων, καθώς αλλού αναφέρονται 108 εκτελεσθέντες, αλλού 118, αλλού 114 και αλλού 141. Στο μνημείο που στήθηκε στην τοποθεσία μετά τον πόλεμο αναγράφτηκαν 141 ονόματα, στα οποία προστέθηκαν τη δεκαετία του ’90 άλλα 9, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των θεωρούμενων ως εκτελεσθέντων να φτάσει τους 150.
Μαζικές ποινές σε άλλα χωριά της ορεινής Κυδωνίας
Την επομένη, 2 Αυγούστου, μια ομάδα Γερμανών έφτασε στο γειτονικό χωριό Μεσκλά, όπου παρείχε υποσχέσεις ότι κανείς δεν θα πάθαινε τίποτα αν όλοι οι κάτοικοι επέστρεφαν στα σπίτια τους. Οι Γερμανοί έφυγαν, αλλά την επόμενη μέρα ένα απόσπασμα κύκλωσε αιφνιδιαστικά το χωριό και συγκέντρωσε τους κατοίκους στο σχολείο, όπου Γερμανοί αξιωματικοί τους κατηγόρησαν ότι έκρυβαν Βρετανούς στρατιωτικούς. Οι κάτοικοι αρνήθηκαν την κατηγορία, παρότι εκείνη την εποχή περιέθαλπαν περίπου 70 άτομα σε διάφορες τοποθεσίες και σπίτια. Οι Γερμανοί παρατήρησαν ότι στο χωριό υπήρχαν ελάχιστοι άντρες, πράγμα που κατ’ αυτούς σήμαινε ότι οι περισσότεροι είχαν γίνει αντάρτες στα βουνά. Οι γυναίκες το αρνήθηκαν, ισχυριζόμενες ότι οι άντρες τους είχαν φύγει να πολεμήσουν στην Αλβανία και δεν είχαν επιστρέψει ακόμη. Οι Γερμανοί θεώρησαν μη ικανοποιητική αυτή την απάντηση, και φυλάκισαν όσους άντρες βρήκαν στις φυλακές τις Αγιάς, όπου λίγες μέρες μετά εκτέλεσαν 9 από αυτούς. Οι υπόλοιποι απελευθερώθηκαν λίγες βδομάδες αργότερα, όταν δόθηκε αμνηστία.
Στις 5 Αυγούστου ένα άλλο απόσπασμα έφτασε στο χωριό Νέα Ρούματα, με σκοπό να συλλάβει και εκτελέσει όσο το δυνατόν περισσότερους άντρες, επειδή υπήρχαν πληροφορίες ότι είχαν λάβει μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Οι κάτοικοι είχαν μάθει για τις εκτελέσεις στα γειτονικά χωριά και είχαν πάρει «μέτρα ασφαλείας», τοποθετώντας σκοπούς σε επίκαιρα σημεία, μέρα και νύχτα. Έτσι, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να πλησιάζουν τα ξημερώματα της 5ης Αυγούστου, οι σκοποί ειδοποίησαν και όλοι οι άντρες κρύφτηκαν εγκαίρως στα γύρω υψώματα. Ο διοικητής του αποσπάσματος επιχείρησε να τους πείσει να εμφανιστούν υποσχόμενος ότι κανείς δεν θα πάθαινε τίποτα, αλλά όταν είδε ότι δεν έβρισκε ανταπόκριση άρχισε να απειλεί. Οι Γερμανοί δεν πτοήθηκαν, αλλά εγκαταστάθηκαν στο χωριό και περίμεναν για έναν περίπου μήνα (!). Την 1η Σεπτεμβρίου σκότωσαν έναν άντρα που βρέθηκε στο χωριό, και άλλον ένα δύο μέρες αργότερα. Στα μέσα Σεπτεμβρίου το απόσπασμα πήρε εντολή να εγκαταλείψει το χωριό, αλλά προτού γίνει αυτό ο διοικητής επέτρεψε στους άντρες του να το λεηλατήσουν.
Ένα από τα χωριά που επλήγησαν περισσότερο από τα αντίποινα ήταν ο Σκινές, όπου οι Γερμανοί δέχτηκαν συντονισμένα πυρά κατά την επίθεσή τους την 1η Αυγούστου, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ένας Γερμανός αξιωματικός και να σκοτωθούν δύο στρατιώτες. Την ίδια μέρα οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό και εκτέλεσαν πολλούς από τους άντρες του, αλλά στις 7 Αυγούστου μια ομάδα ενόπλων υπό τον Ελευθέριο Βολάνη χτύπησε και τραυμάτισε έναν Γερμανό λοχία στη θέση Βατωπό, έξω από το Ορθούνι. Θεωρώντας ότι οι κάτοικοι του Σκινέ υποστήριζαν αυτή την ένοπλη ομάδα, ο Αντρέ διέταξε την καταστροφή του χωριού, αποστολή που ανατέθηκε στο Ειδικό Τάγμα Καταστροφών, το οποίο ανακλήθηκε από τις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου ειδικά για τον σκοπό αυτό. Το γερμανικό τάγμα έφτασε στον Σκινέ στις 8 Αυγούστου, συνέλαβε τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα, και τους μετέφερε στις φυλακές του Φιρκά. Την επομένη, 9 Αυγούστου, οι Γερμανοί ανατίναξαν ένα-ένα όλα τα σπίτια του χωριού, ενώ ανακήρυξαν την ευρύτερη περιοχή ιδιοκτησία του γερμανικού στρατού, επιτάσσοντας όλα τα προϊόντα, ζώα και αντικείμενα που υπήρχαν σε αυτήν. Τις επόμενες μέρες οι κάτοικοι του χωριού εξορίστηκαν στη Γεωργιούπολη και τον Κουρνά Αποκορώνου, και άλλοι στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου. Οι κάτοικοι του Σκινέ άρχισαν να επιστρέφουν στο κατεστραμμένο χωριό τους στις αρχές του 1942, μετά από μεσολάβηση του κατοχικού υπουργού Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου και με τη σιωπηρή ανοχή των κατοχικών αρχών.
Παρά τη σκληρότητα και κλίμακα των γερμανικών αντιποίνων, το καλοκαίρι του 1941 εμφανίστηκαν αρκετές αντιστασιακές οργανώσεις σε όλη την Κρήτη, πράγμα που έκανε τους Γερμανούς να συνειδητοποιήσουν ότι θα ήταν δύσκολο να παγιώσουν την εξουσία τους επί του γηγενούς πληθυσμού, και ίσως θα έπρεπε να αλλάξουν τακτική. Προς την κατεύθυνση αυτή πίεσαν και ντόπιοι συνεργάτες των Γερμανών, όπως ο Νομάρχης Ηρακλείου και μετέπειτα Γενικός Διοικητής Κρήτης Ιωάννης Πασσαδάκης. Το αμέσως επόμενο διάστημα οι Γερμανοί επιχείρησαν να εξομαλύνουν το κλίμα με πολιτικές πρωτοβουλίες, όπως ο διορισμός Έλληνα Γενικού Διοικητή (του γερμανομαθή δικηγόρου Εμμανουήλ Λουλακάκη), η επίσκεψη του αντιπροέδρου της κυβέρνησης (Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου) στην Κρήτη και η κήρυξη αμνηστίας, αλλά τα μέτρα αυτά είχαν περιορισμένη ανταπόκριση και επιτυχία. Υπό αυτή την έννοια, η εξομάλυνση στις σχέσεις μεταξύ κατακτητή και κατακτημένου πληθυσμού αποδείχτηκε προσωρινή, καθώς εφαρμόστηκαν νέα αντίποινα για σαμποτάζ, εκτελέσεις συνεργατών των Γερμανών (δοσίλογων) και συμμετοχή στην Αντίσταση.
Συμπεράσματα
Ογδόντα δύο χρόνια μετά την έναρξη της Κατοχής στην Κρήτη, εξακολουθούμε να μην έχουμε έναν ακριβή απολογισμό των ανθρώπινων απωλειών και των καταστροφών που αυτή προκάλεσε. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, το καλοκαίρι του 1941 (από την 1η Ιουνίου έως τις 9 Σεπτεμβρίου) οι κατοχικές αρχές είχαν σκοτώσει ή εκτελέσει πάνω από χίλιους Κρητικούς, στη συντριπτική τους πλειονότητα άοπλους πολίτες. Μέχρι το τέλος του ίδιου έτους οι θάνατοι ξεπέρασαν τις 2.000, αλλά στο μεταξύ άλλαξε το «αιτιολογικό»: τα αντίποινα δεν συνδέονταν πλέον με τη συμμετοχή στη Μάχη της Κρήτης, αλλά με τη συμμετοχή ή την έμμεση υποστήριξη στην Αντίσταση. Σε μια πρώτη προσπάθεια καταμέτρησης των έμψυχων απωλειών που έγινε το 1946 από τις τέσσερις νομαρχίες της Κρήτης, καταγράφηκαν «1.432 εκτελεσθέντες για το Νομό Χανίων, 905 για το Νομό Ρεθύμνης, 924 για το Νομό Ηρακλείου και 213 για το Νομό Λασιθίου», συνολικά 3.474 θύματα. Ο αριθμός αυτός πρέπει να θεωρείται ενδεικτικός, καθώς ακόμα και σήμερα είναι δύσκολο να επαληθευτεί. Όπως ήταν αναμενόμενο, στη μνήμη των θυμάτων στήθηκαν δεκάδες μνημεία σε πόλεις και χωριά της Κρήτης, αλλά δυστυχώς κανένα δεν έχει τη λαμπρότητα και προβολή των «ξένων», δηλαδή του Συμμαχικού Νεκροταφείου στη Σούδα και του Γερμανικού Νεκροταφείου στο Μάλεμε.
Πέρα από τη «μάχη των αριθμών», ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στα μέσα και την κλίμακα της βίας, η οποία ξεπέρασε κάθε νόμο, όριο και στρατιωτική «λογική». Οι Γερμανοί εγκαινίασαν την κατοχή και διοίκηση της Κρήτης με την παραδοχή ότι «η τρομοκρατία πρέπει να αντιμετωπίζεται με τρομοκρατία», ώστε ο πληθυσμός να λυγίσει και να «πειθαρχήσει», ή έστω να πάψει να αντιστέκεται. Για την οικονομία της συζήτησης, θα μπορούσαμε ενδεχομένως να δεχτούμε ότι κάποιες μαζικές ποινές ήταν «αναμενόμενες» -αν και σίγουρα όχι απαραίτητες- προκειμένου να αποτραπεί ή αποθαρρυνθεί η αντίσταση του ντόπιου πληθυσμού. Ωστόσο, από την παραδοχή αυτή έως τις μαζικές εκτελέσεις αμάχων -συχνά παιδιών και γέρων- τη σφαγή γυναικών, τη λεηλασία και την ολοσχερή καταστροφή χωριών, υπάρχει μια μεγάλη απόσταση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με καμία λογική και κανένα επιχείρημα. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το ότι οι διαταγές για αυτά τα τυφλά αντίποινα δεν λαμβάνονταν από τους κατά τόπους διοικητές -που θα μπορούσαν να υπερβάλουν και να κρίνουν λανθασμένα, επηρεασμένοι από τις τοπικές συνθήκες, τις εμπειρίες ή τις πηγές τους- αλλά από τα υψηλότερα κλιμάκια της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης, γεγονός που διαφοροποιεί τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου από όσα έκαναν οι Γάλλοι στην Αλγερία και οι Αμερικάνοι στο Βιετνάμ. Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή Γερμανία δεν έχει απολογηθεί όπως και όσο θα έπρεπε για τις απώλειες -πρωτίστως τις ανθρώπινες- που προκάλεσε στην Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα, και υπό αυτή την έννοια έχει αφήσει ανεξόφλητο ένα μεγάλο χρέος, ηθικό, πολιτικό και οικονομικό.
*Ο Γιώργος Λιμαντζάκης είναι ιστορικός
Το κείμενο είναι εμπλουτισμένη μορφή της ομιλίας που εκφώνησε ο γράφων στο Μνημείο Εκτελεσθέντων Κερίτη το Σάββατο 27 Μαΐου 2023, στην κεντρική εκδήλωση του Δήμου Πλατανιά για την 82η επέτειο της Μάχης της Κρήτης.
1 Σύμφωνα με τον Daniel Davin (The Official History of New Zealand in the Second World War, 1939-1945, Victoria University, Wellington 1953, σ. 486-488), οι Γερμανοί έχασαν συνολικά 6.698 άντρες. Σύμφωνα με τους I.S.O. Playfair, F.C. Flynn, C.J.C. Moloney και S.E. Toomer, (The Mediterranean and the Middle East: The Germans come to the help of their Ally [α΄ έκδοση 1956], vol. II, Λονδίνο 2004, σ. 147), έχασαν 6.116 άντρες, εκ των οποίων οι 1.990 σκοτώθηκαν στη μάχη, 2.131 τραυματίες και 1.995 αγνοούμενοι.
2 Antony Beevor, Crete, The Battle and the Resistance, John Murray, 2005, σ. 236 και Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, Αλεξάνδρεια, 1994, σ. 200.
3 Τα ονόματα των εκτελεσθέντων παρατίθενται στο Νικόλαος Βαβουλές, Εις μνημόσυνο αιώνιο, Θύματα Μάχης Κρήτης και Κατοχής από και στο Νομό Χανίων, Έρεισμα, Χανιά 2014, σ. 234-235. Ο Τρέμπες σκοτώθηκε στη Νορμανδία τρία χρόνια αργότερα, όπου ήταν διοικητής ενός τάγματος αλεξιπτωτιστών. Α. Beevor, ό.π., σ. 237.
4 Γεώργιος Κάββος, Γερμανο-Ιταλική Κατοχή και Αντίσταση Κρήτης, 1941-1945, 1991, σ. 32.
5 Ι. Παΐζης, Η Μάχη της Κρήτης, τα Μετά την Μάχην, η Αντίσταση, 1971, σ. 106.
6 Γ. Κάββος, ό.π., σ. 33. Τα ονόματα των εκτελεσθέντων παρατίθενται στο Ν. Βαβουλές, ό.π., σ. 231-234.
7 Γ. Κάββος, ό.π., σ. 87.
8 Τα ονόματα των εκτελεσθέντων παρατίθενται ανά χωριό στο Ν. Βαβουλές, ό.π., σ. 239-244.
9 Ι. Καλιτσουνάκης κ.ά., ό.π., σ. 22.
10 Τα ονόματά τους παρατίθενται στο Γ. Κάββος, ό.π., σ. 88.
11 Ο Ιωάννης Πασσαδάκης υποστήριξε στην Πολιτική απολογία ενώπιον του Κρητικού Λαού δια τα πεπραγμένα επί Κατοχής πως ζήτησε από τον μέραρχο Ρίνγκελ (Julius Ringel) «να κλείση η περίοδος του πολέμου και να μη φονεύωνται πλέον οι πολίται χωρίς να περάσουν από δικαστήριον δια να εξετασθή το αδίκημά των, διότι οι Γερμανοί εξετέλουν εδώ και εκεί καθ’ ομάδας ιδία τους ατυχείς χωρικούς μας άνευ διατυπώσεων» (σ. 3-4).
12 Ο Beevor αναφέρει 1.135 φονευθέντες, από τους οποίους μόνο 224 είχαν καταδικαστεί από στρατοδικείο. A. Beevor, ό.π., σ. 238.
13 Νίκος Παναγιωτάκης (επιμ.), Κρήτη Ιστορία και Πολιτισμός, επιμέλεια Μανόλης Καρέλλης, 1988, σ. 515.