Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 εκδηλώθηκε σε δύο φάσεις, τις λεγόμενες Αττίλας Ι (20-22 Ιουλίου) και Αττίλας ΙΙ (14-16 Αυγούστου), κατά τις οποίες καταλήφθηκε το μεγαλύτερο μέρος των περιοχών που εξακολουθούν να βρίσκονται έως σήμερα υπό τουρκική κατοχή (περίπου 37% του νησιού).
Παρότι είναι σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έδωσαν στην Άγκυρα το «πράσινο φως» για την εισβολή μέσω του υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ (Henry Kissinger), η διεθνής κοινότητα καταδίκασε εξ αρχής την παραβίαση της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της Κύπρου, καλώντας την Τουρκία να αναστείλει τις επιχειρήσεις της και να αποσύρει τα στρατεύματά της από το νησί. Η Άγκυρα ωστόσο ισχυρίστηκε ότι επενέβη ως «εγγυήτρια δύναμη» της Κύπρου, κάνοντας χρήση του δικαιώματος μονομερούς επέμβασης που προέβλεπε η Συνθήκη Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1959, με σκοπό την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης του 1960. Το επιχείρημα αυτό, σε συνδυασμό με αυτό της προστασίας των Τουρκοκυπρίων, φάνηκαν να εξυπηρετούν τους σκοπούς της, καθώς οι διεθνείς αντιδράσεις κατά της Τουρκίας υπήρξαν «χλιαρές» κατά την πρώτη φάση της εισβολής.
Ωστόσο, η αδιάλλακτη στάση της Άγκυρας κατά τη Διάσκεψη της Γενεύης1 και το δεύτερο κύμα επιχειρήσεων που ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου (Αττίλας ΙΙ) έδειξαν ότι σκοπός της Άγκυρας δεν ήταν η αποκατάσταση του Συντάγματος του 1960, αλλά ο διαμελισμός της Κύπρου και η δημιουργία μιας συνεχούς, ομοιογενούς και υποτελούς σε αυτήν τουρκοκυπριακής διοίκησης. Αυτή τη φορά η διεθνής κοινότητα αντέδρασε πιο έντονα, με διαδοχικά ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης και αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, αλλά καμία από αυτές τις κινήσεις δεν συνοδευόταν από μέτρα που θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν την τουρκική επιθετικότητα και να προστατέψουν την Κύπρο.
Θεωρώντας εξασφαλισμένη την ατιμωρησία, η Άγκυρα αγνόησε τα Ψηφίσματα 357 (14.8.1974) και 358 (15.8.1974) του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα οποία ζητούσαν την άμεση κατάπαυση του πυρός και την πλήρη συμμόρφωσή της προς το Ψήφισμα 353 της 20ης Ιουλίου. Ανταποκρίθηκε εν μέρει μόνο στο τρίτο ψήφισμα, το 360 της 16ης Αυγούστου 1974, κυρίως επειδή οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είχαν επιτύχει τους αντικειμενικούς στόχους τους, καθώς στις 15 Αυγούστου είχαν καταλάβει την παλιά πόλη της Αμμοχώστου και όλη την Καρπασία, ενώ στις 16 Αυγούστου το πρωί κατέλαβαν τη Μόρφου και το ίδιο μεσημέρι τη Λεύκα, διευρύνοντας την κατεχόμενη περιοχή προς τα δυτικά μέχρι το Καραβοστάσι και την Αμπελικού. Ικανοποιημένη από αυτά τα «κέρδη», η Άγκυρα είχε πλέον ανάγκη να δείξει ότι συνεργάζεται, ώστε να αποφύγει επιπλέον πιέσεις ή κυρώσεις και να επικεντρωθεί στη διασφάλιση των κεκτημένων της. Στο πλαίσιο αυτό, ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ (Bülent Ecevit) δήλωσε ότι δεχόταν την έκκληση για κατάπαυση του πυρός, η οποία θα ίσχυε από τις 18.00 (6 μ.μ.) της Παρασκευής 16 Αυγούστου 1974.
Μέχρι εκείνη την ώρα, τα τουρκικά στρατεύματα έλεγχαν περί το 33% της κυπριακής επικράτειας, αλλά φαίνεται ότι αυτό δεν κρίθηκε αρκετό, καθώς συνέχισαν ακάθεκτα τις επιχειρήσεις τόσο την ίδια μέρα μετά τη συμφωνημένη ώρα, όσο και την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα, μια βδομάδα αργότερα και ξανά στις αρχές Σεπτεμβρίου. Η πρακτική αυτή δεν ήταν κάτι νέο, καθώς τα τουρκικά στρατεύματα είχαν παραβιάσει ευθύς εξ αρχής και την πρώτη ανακωχή στις 22 Ιουλίου 1974, συνεχίζοντας να καταλαμβάνουν εδάφη εκατέρωθεν του προγεφυρώματος στην Κερύνεια, ισχυριζόμενοι ότι επρόκειτο για περιοχές που ήδη κατείχαν.
16 Αυγούστου
Το απόγευμα της 16ης Αυγούστου, μετά την ανακωχή, οι τουρκικές δυνάμεις κινήθηκαν προς τα νότια του άξονα Μόρφου – Λεύκα, καταλαμβάνοντας διαδοχικά τα χωριά Άνω και Κάτω Ζώδεια (αμιγώς ελληνοκυπριακά), Ελιά, Αγγολέμι (αμιγώς τουρκοκυπριακά), Πέτρα και Άγιος Γεώργιος (μεικτά το 1960, αμιγώς ελληνοκυπριακά από το 1964). Όταν το ΓΕΕΦ (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς) ενημερώθηκε για τις κινήσεις αυτές, θορυβήθηκε και διέταξε να προωθηθούν τεθωρακισμένα οχήματα και δυνάμεις πεζικού από την Κοκκινοτριμιθιά προς τα βόρεια, αλλά χωρίς να εμπλακούν με τον εχθρό. Παράλληλα, ο διοικητής της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) διέταξε τη συγκρότηση δύο ομάδων τεθωρακισμένων και πεζικού, με αποστολή να διατηρήσουν κατ’ ελάχιστο τη γραμμή Ακάκι – Κοκκινοτριμιθιά και κατά μέγιστο τη γραμμή Δένεια – Μάμαρι. Οι διαταγές αυτές εφαρμόστηκαν άμεσα, κι έτσι μέχρι τις πρωινές ώρες της 17ης Αυγούστου οι ελληνικές και κυπριακές δυνάμεις είχαν προωθηθεί στη γραμμή Ακάκι – Δένεια – Μάμαρι – ύψωμα Μούτη Γερογιάννη2. Στα δυτικά της γραμμής αυτής, κυπριακές δυνάμεις διατηρούσαν τον έλεγχο των χωριών Περιστερώνα και Αστρομερίτης, ενώ στα ανατολικά βρισκόταν το Διεθνές Αεροδρόμιο Λευκωσίας (NIC), για το οποίο οι δύο πλευρές πολέμησαν σκληρά κατά τον Αττίλα Ι, και τελικά συμφώνησαν να το εκκενώσουν και παραδώσουν στην ειρηνευτική δύναμη (UNFICYP).
17 Αυγούστου
Oι Τούρκοι συνέχισαν τις επιχειρήσεις στις 17 Αυγούστου, με κινήσεις αρμάτων και πεζοπόρων τμημάτων σχεδόν σε όλο μήκος του μετώπου. Το πρωί εκείνης της μέρας -ή κατ’ άλλους το βράδυ της 16ης Αυγούστου- τουρκικά στρατεύματα προέλασαν νότια της Λεωφόρου Λάρνακος στην Αμμόχωστο, καταλαμβάνοντας το αμιγώς ελληνικό Βαρώσι, το οικονομικό και τουριστικό κέντρο της πόλης, όπου ζούσαν πριν την εισβολή πάνω από 25.000 Ελληνοκύπριοι. Οι περισσότεροι είχαν εγκαταλείψει την πόλη από τις 15 Αυγούστου, με αποτέλεσμα η πόλη να είναι σχεδόν άδεια και να μη λειτουργούν δημοτικές ή αστυνομικές αρχές. Το απόγευμα της 16ης Αυγούστου, μετά την ανακωχή, η τουρκική στρατιωτική διοίκηση του κατεχόμενου τομέα (παλιά πόλη της Αμμοχώστου) επιδίωξε επαφή με την αντίστοιχη αρχή της ελεύθερης πόλης μέσω της UNFICYP, προκειμένου να διευθετήσουν θέματα παροχής νερού, ηλεκτρισμού και άλλων υπηρεσιών. Ωστόσο, ο Καναδός ταξίαρχος δεν βρήκε καμία αρχή στο Βαρώσι, κι έκανε το λάθος να ενημερώσει τους Τούρκους ότι η πόλη είχε εγκαταλειφθεί. Η πληροφορία αυτή τους ώθησε να αποφασίσουν να καταλάβουν και την υπόλοιπη πόλη, κι έτσι μέχρι το μεσημέρι της 17ης Αυγούστου έφτασαν μέχρι τον Άγιο Μέμνωνα και την Κάτω Δερύνεια3.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας μια ισχυρή τουρκική δύναμη κινήθηκε νότια από την Τύμβου (όπου σήμερα λειτουργεί το παράνομο αεροδρόμιο «Ερτζάν») και κατέλαβε το Πυρόι (ή Πυρόγι), το οποίο υπερασπίζονταν για εφτά ώρες 30 άνδρες της 31ης Μοίρας Καταδρομών, επιφέροντας μεγάλες απώλειες στους Τούρκους4. Σύμφωνα με τον Κύπριο ανθυπολοχαγό που ήταν επικεφαλής της δύναμης αυτής, «Κρατήσαμεν τους Τούρκους μακριά από το χωριό με τα δόντια και είχαμεν αποφασίσει να πολεμήσωμεν όλοι μέχρι την τελευταίαν σφαίραν. Εδώσαμεν μία μάχη, κατά την οποίαν η κόλασις του πυρός δεν μπορεί να περιγραφή. Ο εχθρός μας έριχνε με βαρέα [όπλα], με πυροβολικόν, με όλμους, με πολυβόλα, εμείς δε αντιπαραταχθήκαμε και κρατήσαμε τα ελαφρά και τα ατομικά όπλα τα οποία είχαμεν. Η απόφασίς μας ήτο να κρατήσωμεν το Πυρόι, γι’ αυτό σταθήκαμεν μόνοι οι τριάντα με υποστήριξιν πυροβολικού δικού μας, από ένα δύο άρματα, και τους κρατήσαμεν εφτά ώρες. Αποφασίσαμεν να οπισθοχωρήσουμε μόνον όταν μας είχαν πει όταν μας είχανε περικυκλώσει τα εχθρικά άρματα. Έχω να πω ότι έχομεν επιφέρει μεγάλες απώλειες εις τον εχθρό σε προσωπικό και σε υλικό, μόνοι εμείς με αντίπαλο το τουρκικό αυτό ασκέρι, το οποίο αποδεκατίστηκε»5.
Έχοντας εξασφαλίσει αυτό το στρατηγικής σημασίας χωριό στα όρια των επαρχιών Λευκωσίας και Λάρνακας, μια τουρκική δύναμη συνέχισε νότια, φτάνοντας μέχρι τον τουρκοκυπριακό θύλακα της Λουρουτζίνας, ενώ μια άλλη δύναμη επιχείρησε να καταλάβει τη γειτονική κωμόπολη Αθηαίνου, απ’ όπου απωθήθηκε από μικρή ομάδα ένοπλων κατοίκων που αρνήθηκαν να υπακούσουν σε εντολές της Ανωτέρας Τακτικής Διοίκησης Λάρνακας να αποχωρήσουν και αντέταξαν σθεναρή αντίσταση, αναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν6. Η περίπτωση της Αθηαίνου, που σήμερα έχει πληθυσμό περίπου 5.000 άτομα, δείχνει ότι και άλλες πόλεις και χωριά θα μπορούσαν να έχουν αποφύγει την κατάληψη, αν οι Τούρκοι συναντούσαν κάποια αντίσταση.
Στα δυτικά, επίκεντρο της εχθρικής δραστηριότητας αποτέλεσε το χωριό Φυλλιά, το οποίο βρίσκεται πάνω στον κύριο δρόμο που συνδέει τη Λευκωσία με τη Μόρφου, ανάμεσα στους ποταμούς Όβγο και Σεράχη (ξεραμένοι το καλοκαίρι). Τις απογευματινές ώρες της 17ης Αυγούστου, τουρκικά τμήματα κινήθηκαν από τη Φυλλιά προς την Αυλώνα και τη Δένεια, καταλαμβάνοντας την πρώτη και απωθώντας το αριστερό πλευρό των προωθημένων τμημάτων ασφαλείας στη δεύτερη, χωρίς να την καταλάβουν.
18 Αυγούστου
Τις πρωινές ώρες της 18ης Αυγούστου τα τουρκικά στρατεύματα ανανέωσαν την επίθεσή τους κατά του χωριού Δένεια, υποστηριζόμενα από σφοδρά πυρά όλμων και πυροβολικού. Μετά από σκληρή μάχη, οι Τούρκοι κατέλαβαν το χωριό κατά τις 11.00 το πρωί, αναγκάζοντας τα τμήματα της ΕΛΔΥΚ να συμπτυχθούν στο νότιο άκρο του. Ωστόσο, μερικές ώρες αργότερα οι τουρκικές δυνάμεις εγκατέλειψαν το χωριό, ενδεχομένως μετά από παρέμβαση της UNFICYP 7. Έκτοτε η Δένεια βρίσκεται στην ουδέτερη ζώνη, εντός της οποίας λειτουργούν κανονικά οι νόμιμες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά χωρίς την παρουσία της Εθνικής Φρουράς.
Το ίδιο μεσημέρι ολοκληρώθηκε η αναδιοργάνωση του 4ου Λόχου της ΕΛΔΥΚ που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή της Μαλούντας, ο οποίος κινήθηκε ξανά προς τα βόρεια και εγκαταστάθηκε αμυντικά στα υψώματα βορειοανατολικά της Κάτω Δευτεράς8. Στον τομέα αυτό δεν εκδηλώθηκε άλλη τουρκική επίθεση τις επόμενες μέρες, οπότε μια βδομάδα αργότερα η δύναμη ανασυγκροτήθηκε στη Μαλούντα, όπου εδρεύει έκτοτε η ΕΛΔΥΚ.
28 Αυγούστου
Δέκα μέρες αργότερα, τα τουρκικά στρατεύματα ανέλαβαν νέα επιθετική πρωτοβουλία, με σκοπό να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο του οδικού άξονα Λευκωσίας – Αμμοχώστου και να προωθηθούν μέχρι τα όρια της βρετανικής βάσης της Δεκέλειας. Το ΓΕΕΦ αιφνιδιάστηκε και οι ελάχιστες μονάδες που βρίσκονταν στην περιοχή δεν μπόρεσαν να αντιτάξουν αποτελεσματική αντίσταση, με αποτέλεσμα την ίδια μέρα να καταληφθούν τα χωριά Καλοψίδα, Αχερίτου, Μακράσυκα, Πέργαμος και Άχνα. Μετά το τέλος των επιχειρήσεων εγκαταστάθηκαν σε όλα Τουρκοκύπριοι πρόσφυγες από άλλες περιοχές του νησιού και αργότερα έποικοι από την Τουρκία, εκτός από το τελευταίο, που παραμένει εγκαταλειμμένο έως σήμερα9.
Λίγο δυτικότερα, μια τουρκική δύναμη κατέλαβε τα υψώματα βόρεια του χωριού Πύλα, αλλά δεν μπήκε σε αυτό. Έκτοτε η Πύλα αποτελεί ένα από τα τέσσερα χωριά της ουδέτερης ζώνης και το μόνο μεικτό χωριό σε όλη την Κύπρο. Σχεδόν παράλληλα, μια άλλη τουρκική δύναμη προσέγγισε το γειτονικό χωριό Τρούλλοι, απ’ όπου απωθήθηκε επιτυχώς από μια ομάδα μόλις είκοσι -ή κατ’ άλλους δώδεκα- Εθνοφρουρών υπό τον Ελλαδίτη ταγματάρχη Κυριάκο Διονυσιάδη. Σύμφωνα με τον Καρδιανό, «Τα τουρκικά τανκς και οι ακροβολισμένοι Τούρκοι στρατιώται ευρίσκοντο αρκετά έξωθι του χωριού, ευθύς δε ως ερρίφθησαν ολίγοι πυροβολισμοί εναντίον των, εσταμάτησαν, εκεί δε ακριβώς παραμένει και η γραμμή των μέχρι σήμερον»10.
4 Σεπτεμβρίου
Κατά τις επόμενες μέρες δεν σημειώθηκαν άλλες επιθέσεις, «σιωπή» που έκανε την κυπριακή στρατιωτική και πολιτική ηγεσία να πιστέψει -για πολλοστή φορά- ότι το μέτωπο είχε σταθεροποιηθεί και δεν θα σημειώνονταν άλλες επιθέσεις. Ωστόσο, στις 4 Σεπτεμβρίου οι τουρκικές δυνάμεις ανέλαβαν νέες επιχειρήσεις στα δυτικά, με σκοπό να συνενώσουν την κατεχόμενη ζώνη με τους θύλακες Λιμνίτη και Κοκκίνων. Κατά τη διάρκεια αυτών οι Τούρκοι κατέλαβαν τα χωριά Γαληνή, Λουτρό και Ξερόβουνο, και εξασφάλισαν την εδαφική συνέχεια και επικοινωνία του Λιμνίτη με τη Λεύκα, αλλά οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς κατάφεραν να τους απωθήσουν από τη Βαρίσεια και τον Κάτω Πύργο Τηλλυρίας, με αποτέλεσμα ο θύλακος των Κοκκίνων να επικοινωνεί έως σήμερα με τα κατεχόμενα μόνο με πλοιάρια και ελικόπτερα11.
Έκτοτε η γραμμή αντιπαράταξης ή κατάπαυσης του πυρός παρέμεινε λίγο – πολύ ίδια, με τα τουρκικά στρατεύματα να ελέγχουν έως σήμερα το 36,7% της κυπριακής επικράτειας, μιας χώρας-μέλους των Ηνωμένων Εθνών, χωρίς ο θύτης -η Τουρκία- να υπόκειται μέτρα ή κυρώσεις για την καταπάτηση της διεθνούς νομιμότητας. Πέραν της ανθρωπιστικής διάστασης (πάνω από 160.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν και έως σήμερα αδυνατούν να επιστρέψουν στα σπίτια και τις περιουσίες τους), το πλήγμα υπήρξε μεγάλο και για την κυπριακή οικονομία, καθώς η Κύπρος έχασε το μεγαλύτερο λιμάνι της (που έως τότε ήταν η Αμμόχωστος), το μόνο της διεθνές αεροδρόμιο (αυτό της Λευκωσίας), περίπου το μισό (46%) της βιομηχανικής της παραγωγής και ένα μεγάλο μέρος του τότε ανερχόμενου τουριστικού δυναμικού της (το 65% των υφιστάμενων ξενοδοχειακών μονάδων και το 87% των υπό ανέγερση). Με δεδομένο ότι οι «Κυρίαρχες» Βρετανικές Βάσεις (Sovereign Base Areas) αποτελούν το 4,4% της Κύπρου και η ουδέτερη ζώνη το 3,4%, από το 1974 μόλις 55,5% του νησιού βρίσκεται υπό τον έλεγχο των νόμιμων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά αυτό δεν απέτρεψε τους Κύπριους από το να συνεχίσουν να προσπαθούν και να προοδεύουν, καθώς και να οραματίζονται την επανένωση της διαιρεμένης πατρίδας τους, με τρόπο δίκαιο και βιώσιμο.
1. Για περισσότερα σχετικά με τις επαφές αυτές βλέπε το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Πολύβιου Πολυβίου, Η διπλωματία της εισβολής, Η Διάσκεψη της Γενεύης για την Κύπρο τον Αύγουστο του 1974, Καστανιώτης, 2010.
2. Α. Τσουμάνης, Ιστορία της ΕΛΔΥΚ, 2000, σ. 88.
3. Για περισσότερα σχετικά με την Αμμόχωστο και το Βαρώσι, βλέπε Γιώργος Λιμαντζάκης, «Πώς χάνεται η ελπίδα για το Βαρώσι της Αμμοχώστου», Foreign Affairs Hellenic Edition, τ. 72, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2021, σ. 69-92.
4. Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού, 2004, σ. 612.
5. Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρο, σ. 563-564.
6. Γ. Λάμπρου, «Πως σώθηκε η Αθηαίνου τον Αύγουστο του 1974», Η Σημερινή, 14 & 15 Αυγούστου 1999.
7. Α. Τσουμάνης, Ιστορία της ΕΛΔΥΚ, 2000, σ. 89.
8. Ό.π.
9. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Άχνας κατάφεραν να διαφύγουν εγκαίρως και ίδρυσαν έναν νέο οικισμό στην τοποθεσία Δασάκι Άχνας, εντός της βρετανικής βάσης της Δεκέλειας.
10. Δ. Καρδιανός, Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρο, σ. 580-581 και Γ. Λάμπρου, Ιστορία του Κυπριακού, 2004, σ. 612. Οι Τρούλλοι βρίσκονται σήμερα εντός της ουδέτερης ζώνης, όπως και η γειτονική Αθηαίνου.
11. Σημειωτέον ότι στην περιοχή είχαν λάβει χώρα εκτενείς συγκρούσεις δέκα χρόνια πριν, όταν η Τουρκία επιχείρησε να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο, αλλά αποθαρρύνθηκε από τις ΗΠΑ. Για περισσότερα σχετικά με την κρίση εκείνη και τις μάχες Κοκκίνων – Μανσούρας, βλέπε Μακάριος Δρουσιώτης, Η πρώτη διχοτόμηση, Κύπρος 1963-1964, Λευκωσία 2005, σ. 289-320.
Πηγές
• Καρδιανός Διονύσιος (ψευδώνυμο του Σπύρου Παπαγεωργίου), Ο Αττίλας πλήττει την Κύπρον, γ΄ έκδοση, Εκδόσεις Κ. Επιφάνιου, Λευκωσία 2003.
• Κρανιδιώτης Γιάννος, Το Κυπριακό Πρόβλημα: η ανάμιξη του ΟΗΕ και οι ξένες επεμβάσεις στην Κύπρο, 1960-1974, Θεμέλιο, Αθήνα 1984.
• Λάμπρου Γιάννης, Ιστορία του Κυπριακού: Τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία, 1960-2004, Λευκωσία 2004.
• Μπήτος Γ. Ιωάννης, Από την Πράσινη Γραμμή στους δυο Αττίλες, β΄ έκδοση, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας, Αθήνα 1998.
• Τσουμάνης Αριστείδης, Ιστορία της ΕΛΔΥΚ, Μαλούντα 2000.
* Ο Γιώργος Λιμαντζάκης
έχει υπηρετήσει στην ΕΛΔΥΚ.