Χριστέ και να σπουν τη φλακή , να φεύγ’ απού το Κάστρο,
να πάρω δίπλα τα βουνά να βγω στον Ψηλορείτη,
να µου βγορίσουν τα Σφακιά, τ’ αρµί του Καλλικράτη,
ν’ ακούσω αρµάτω ταραχή.
Βρισκόµαστε στα 1770, στην επανάσταση του ∆ασκαλογιάννη όπου βρίσκοµε τους Σφακιανούς στρατοπεδευµένους στην Κράπη, περιµένοντας τον ρωσικό στόλο, για να επιτεθούν στα Χανιά.
[…]
Μάταια ο ∆ασκαλογιάννης αγνάντευε το πέλαγος, από τη Μαλάξα που είχαν κατεβεί, περιµένοντας το ρώσικο στόλο να βοµβαρδίσει το κάστρο των Χανίων.
Οι Τούρκοι εν τω µεταξύ ετοιµάζονται και κατά χιλιάδες µπαίνουν στα Σφακιά, απ’ όλες τις µεριές.
Απεγνωσµένα µάχονται οι Σφακιανοί να συγκρατήσουν τον εχθρό, που στο τέλος καταλαµβάνει τα Σφακιά.
Οι µάχες τώρα γίνονται στα βουνά που έχουν καταφύγει οι Σφακιανοί, και πετσοκόβουν τον τουρκικό στρατό.
Ο χειµώνας πλησιάζει, τα χωριά είναι ξεθεµελιωµένα, και οι Τούρκοι στο Φραγκοκάστελλο στα τσαντίρια τους δεν φεύγουν χωρίς το ∆ασκαλογιάννη, που αποφασίζει να παραδοθεί.
«…………….
Ο ποθαµός µου στα Σφακιά πολύ καλό θα φέρει,
γιατί ο χειµώνας έρχεται πάει το καλοκαίρι.
Στα χιόνια πάνω οι Σφακιανοί ούλοι να µη χαθούσει,
γιατί θε νάρθει ο καιρός να µας εγδικηθούσει.
……………..»
Ο ∆άσκαλος παραδόθηκε στο Φρακοκάστελλο στο σερασκέρη, ο οποίος στη συνέχεια τον οδήγησε στον Εµπρόσνερο στον πύργο τ’ Αληδάκη.
Στα τέλη του Οκτώβρη του 1770, µε ύπουλο και πονηρό τρόπο, κατάφερε ο σερασκέρης να πείσει τους Σφακιανούς να υπογράψουν «σύµφωνο φιλίας»!!! και να δώσουν τα χέρια στον πύργο τ’ Αληδάκη. Επείσθησαν 75 και έξι παπάδες, ….
Τους κάλεσε ένοπλους και οι καλεσµένοι για να δείξουν ότι εµπιστεύονται το νοικοκύρη άφησαν τα αρµατά των σ’ ένα παραπέζουλο.
……….. «µας εγεράσανε» είπε ο Μπονατογιάννης (µας γέλασαν, µας κορόιδεψαν) και έκαµε να σηκωθεί, µα ήταν αργά. ∆υό σειρές αρµατωµένοι στρατιώτες έστεκαν πάνω απ’ τα τραπέζια.
Τριάντα Νοεµβρίου 1770 γράφει ο Σουλτάνος στον Χουσεΐν Πασά, διοικητή του Κάστρου :
«….επετεύχθησαν δε τοιαύτα λαµπρά και εξαιρετικά αποτελέσµατα, ούτως ώστε να αναθέσω εις την φαεινήν αντίληψιν σου, την διοίκησιν ολοκλήρου της νήσου…»
………………………….
Αφού ο Πασάς δεν πήρε αυτά που ήθελε από το ∆ασκολογιάννη , αποφασίζει να τον θανατώσει.
Ο ∆άσκαλος το καταλαβαίνει και του λέει:
………………………….
«Ανεν και θέλεις άφησµε , µα µια ώρα µε φτάνει,
να παραγγείλω στα Σφακιά µε το Μπονατογιάννη .
Να πει τση Σγουροµάλλινης να µη µε περιµένει ….»
………………………….
«Άφησε τσοι παραγγελιές ∆άσκαλε για την ώρα….
Και ο Μπουνάτος στα Σφακιά ακόµα δεν υπάει ,
και σε και κείνον ∆άσκαλε, το κύµα θα σας φάει….»
………………………….
∆εν τον απόπιε τον καπνό, µουιδέ και τον καφέν του,
λουρίδες τη νε βγάλασιν οι σκύλοι την προβέν του.
………………………….
Προβέ = προβιά, δέρµα
ΟΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΙ ΣΦΑΚΙΑΝΟΙ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΟΥΛΕ
………………………….
«Σωστούς τρεις χρόνους κάµασι στο σκότος φλακισµένοι ,
ώστε απού σπάσα τη φλακή , και ένας ένας φεύγει…….
Αγνώριστα ‘βραν τα Σφακιά……..
Αναστενάζουν χλιβιερά και κλαίσιν βουρκωµένα,
πως αποδώκαν τα Σφακιά τα πολυοπενεµένα .
Πείνα και φτώχεια κι ερηµιά, κλάυµατα µοιρολόγια,
ακούγασιν εις τσοι γιαλιές και βλέπαν εις τ’ αόρια ….
Ούλα γενήκαν τρόχαλος, και ποιος να τα αναχτίσει ;
πού πιάσαν οι νοικοκυροί ανατολή και δύση……..»
Η ζωή των φυλακισµένων στον Μεγάλο Κούλε ήταν φριχτή. Βασανιστήρια πείνα και αγγαρείες. Πολλούς κρέµασαν, κι άλλοι πέθαναν και τους πετούσαν στη θάλασσα.
Το πάχος των ενετικών εξωτερικών τειχών του Μεγάλου Κούλε, κυµαίνεται από επτά έως εννέα µέτρα, δια την προστασία του φρουρίου από τα πυροβόλα. Οι εσωτερικοί τοίχοι έχουν πλάτος περίπου 1,5 µ.
Τα τρία κελιά των φυλακισµένων ήταν εσωτερικά (στο σκότος φλακισµένοι). ΜΟΝΟ τα δύο είχαν πόρτα, το τρίτο, συνεχόµενο, ψηλά στο θόλο είχε µόνο ένα φωταγωγό περ.0,50Χ0,50.
Μπορούσαν να βγουν µόνο από την πόρτα των κελιών από εκεί ανέβηκαν στο δώµα του πύργου και κρεµάστηκαν, από τη δυτική πλευρά, ύψους περ. δέκα µέτρων, µε τις ζώνες της κρητικής φορεσιάς, µήκους περ. επτά µέτρων και έπεσαν στα βράχια…. ………………………….
Οπότε τους έβγαζαν για αγγαρεία, έβλεπαν απέναντι Ν∆ τον Ψηλορείτη και αναπολώντας την ελευθερία των ψηλών κορφών της Μαδάρας, που ήταν µαθηµένοι, συνέθεσαν* το ριζίτικο τραγούδι:
Χριστέ και νάσπουν τη φλακή , να φεύγ’ απού το Κάστρο,
να πάρω δίπλα τα βουνά να βγω στον Ψηλορείτη,
να µου βγορίσουν τα Σφακιά, τ’ αρµί του Καλλικράτη,
ν’ ακούσω αρµάτω ταραχή.
Το ριζίτικο δεν υπάρχει στη συλλογή Γιανναράκη 1876, ούτε στου Κριάρη 1920, ούτε στη Σπανδωνίδη περ. 1920, ούτε στου Βαβουλέ. Εµφανίζεται στη συλλογή Ιδ. Ι. Παπαγρηγοράκη το 1956-57, ως ανωτέρω.
*Εκθέτω, από την έρευνα που έκανα, το δηµοτικό άσµα που έχει καταγράψει στη συλλογή του ο Ρεθεµιώτης λαογράφος Π. Βλαστός το 1893.
Ο Π. Βλαστός σηµειώνει από κάτω ότι του υπαγορεύθει το σχετικό δηµοτικό άσµα από τον Ιωάννη Προκοπάκη εκ Καλλικράτους Σφακίων και µάλλον ήταν δηµιούργηµα του ιδίου (Ι. Προκοπάκη ή έστω κάποιου ντόπιου), από το οποίο προφανώς προήλθε το παραπάνω ριζίτικο.
Σύµφωνα µε τον αείµνηστο λαογράφο και συγγραφέα Γερωνυµάκη Κανάκη, κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, στο χωρίο Καλλικράτης Σφακίων ήταν διδάσκαλος ο Ιωάννης Προκοπάκης.
Απ’ ότι φαίνεται, ήταν αυτός που υπαγόρευσε, εις τον Π. Βλαστό, το συγκεκριµένο τραγούδι. Αυτό αποδεικνύετε από τις νυν υφιστάµενες ιστορικές πηγές.
Εκτελείται όπως το ριζίτικο : « οψές επέρνου ποταµό …» ή « όποιος στον Άδη κατεβεί…»
Σηµείωση : η φωτογραφία του δασκάλου Προκοπάκη Ιωάννη από τον Καλλικράτη Σφακίων, µου είχε παραχωρηθεί από ένα εξαίρετο άνθρωπο, τον αείµνηστο φίλο µου Κανάκη Γερωνυµάκη.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ
«ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΡΙΖΙΤΙΚΑ»
* Ο Κατσανεβάκης Μιχάλης είναι αρχιτέκτων µηχανικός, συγγραφέας – Ιστ. Ερευνητής
Μερικοί το παραποίησαν λεκτικά μα κυρίως νοηματικά λέγοντας “Να βγώ στον Ψηλορείτη, να μου βγορίσουν τα Σφακιά, τσ’ Ανώπολης ο κάμπος”…
Το ριζίτικο όμως είναι καταγραμμένο “…τ΄Αρμί του Καλλικράτη..” σε όλες τις παμπάλαιες πρωτότυπες καταγραφές, η παλιότερη των οποίων είναι του Σφακιανού Γιανναράκη, από τις οποίες το πήρε και η περιεκτική όλων, βραβευμένη από την Ακαδημία επιστημονική καταγραφή του αείμνηστου μεγάλου λαογράφου Σταμάτη Αποστολάκη.
Πέρα από τον στείρο τοπικισμό μερικών από τα εξίσου ηρωικά με τα ανατολικά, δυτικά Σφακιά,
“Να βγω στον Ψηλορείτη, να μου βγορίσουν τα Σφακιά, τ’Αρμί του Καλλικράτη” (η κορφή που φαίνεται απ΄τον Ψηλορείτη και όλο τ΄ορεινό Ρέθυμνο μπροστά απ΄τον Καλλικράτη) είναι το μόνο φυσικό να λέει, αφού πολύ απλά, από τον Ψηλορείτη επουδενί δε βγορίζει “τσ’ Ανώπολης ο κάμπος”!!!! Ούτε καν ο πολύ πλησιέστερα στον Ψηλορείτη Καλλικράτης, αλλά μόνο η εν λόγω κορυφή. Το ξέρουν πολύ καλά όλοι οι κάτοικοι των χωριών κοντά στον Ψηλορείτη μα και όλοι οι Σφακιανοί…
-Στο διάβα του χρόνο έγιναν δυο παραλλαγές του. Η μια αυτή για κάμπο της Ανώπολης, η άλλη, δεν αλλοιώνει κανένα νόημα, δεν αναφερεται στον Δασκαλογιάννη και Ψηλορείτη, αλλά σε οπλαρχηγούς της Κισσάμου (ή Κισσάμου και Σελίνου) φυλακισμένους στο Καστέλι και στην κισσαμοσελινιώτικη κορφή του Άη Δίκιου :
“Χριστέ να σπούσαν οι φλακές να φύγω απ΄το Καστέλι
να πάρω δίπλα τα βουνά να βγω στο Άη Δίκιο,
να μου βγορίσει Αερινός, Παπαδιανά και Λούχι,
να δώ το Έλος τ΄όμορφο, Λίμνη Ρογδιά και Βλάτος,
να δώ τσι βεργολυγερές, τσι αλυσσοπλεμένες,
πώς λούγουν και χτενίζονται με φιλντισένια χτένια.”