«Τώρα που ξεστόμισες την τρομερή λέξη “τετέλεσται”, μοναχογιέ μου, δεν μπορώ πια να κλάψω· δεν μπορώ πια να κραυγάσω· δεν μπορώ πια να σε κοιτάξω στα μάτια· δεν μπορώ πια ν’ απλώσω τα χέρια μου να σ’ αγκαλιάσω. Ηταν πολλοί οι θάνατοι που έζησα σήμερα που δεν ξέρω πότε στέρεψαν τα μάτια μου απ’ το τελευταίο τους δάκρυ. Ηταν μεγάλο το δάσος των καρφιών που μπήχτηκαν στην καρδιά μου, που δεν ξέρω με ποιο απ’ όλα καρφώθηκε η τελευταία μου κραυγή. Ηταν πολλά τα χέρια που σηκώθηκαν εναντίον σου που δεν ξέρω σε ποιο απ’ όλα ξώμεινε η τεευταία άπνοη κίνησή μου, πριν να φτάσει ως εσένα, ακριβογιέ μου.
Κάποτε ο Ιωάννης, ο μαθητής που τον ονόμασες γιο μου, και κάποιοι άλλοι, θα γράψουν όλα όσα έγιναν τη σημερινή μέρα, αυτή τη Φοβερή Παρασκευή. Για τον ιδρώτα που αυλάκωνε το πρόσωπό σου τις ώρες της αγωνίας στη Γεθσημανή. Για το προδοτικό φιλί του Ιούδα στο μάγουλό σου. Για το κόψιμο του δεξιού αυτιού του Μάλχου από τον Πέτρο. Για τα τραβολογήματα από τον Αννα στον Καϊάφα. Για τις μαστιγώσεις, τα φτυσίματα και τις κοροϊδίες. Για το πλύσιμο των χεριών του Πιλάτου. Για τις οργισμένες κραυγές του άγνωμου όχλου. Για το αγκάθινο στεφάνι που σου έβαλαν στο κεφάλι. Για τους μαθητές σου που κρύφτηκαν τρομαγμένοι. Για τον Πέτρο που σ’ αρνήθηκε τρεις φορές πριν από το λάλημα του αλέκτορα. Για τον Σίμωνα από την Κυρρήνη που σήκωσε τον σταυρό σου. Για τα καρφιά που σου τρύπησαν τα χέρια και το πόδια. Για τους δυο ληστές που σταύρωσαν δίπλα σου. Για τον άραφο χιτώνα σου, που τον έβαλαν στον κλήρο. Για την κουβέντα που έκανες, πάνω στον σταυρό, με τον ληστή που ήταν στα δεξιά σου. Για τα περιπαίγματα των “περίεργων” που μαζεύτηκαν στον Γολγοθά. Για τη συγχώρεση που ζήτησες για λογαριασμό των ανθρώπων από τον Μεγάλο Πατέρα. Για τα λόγια που είπες σ’ εμένα και στον Ιωάννη. Για το ξίδι που σε πότισαν, όταν είπες πως διψάς. Για το βαθύ σκοτάδι που σκέπασε τη γη από τις 12 η ώρα, το μεσημέρι. Για την τρομερή εκείνη κραυγή απελπισίας, “ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί”, που δεν κατάλαβε κανείς. Και τέλος για το “τετέλεσται” που πρόφεραν τα χείλη σου, μόλις τώρα, πριν ξεψυχήσεις.
Διαβάζοντάς τα αυτά αργότερα και για πάντα, Αγαπημένε μου, ο νους και η καρδιά των ανθρώπων ολοένα στον αιώνα τον άπαντα, θα συμπληρώνουν τα κενά και θα ερμηνεύουν τα γενόμενα. Θα βλέπουν κρυμμένο μέσα στα λόγια σου το παράπονό σου για τον αχάριστο λαό που σου ανταπέδωσε το μάννα με ξίδι. Θα ακούουν ανάμεσα σε δύο λέξεις τους ήχους του σφυριού, την ώρα που χτυπούσε τα καρφιά στα χέρια και στα πόδια σου. Θ’ αγγίζουν μέσα στα γράμματα τις ουλές του κορμιού σου. Θα μυρίζονται στο γύρισμα των σελίδων τον θάνατο που πήγαινες να συναντήσεις. Θα γεύονται, έτσι όπως θα ανοιγοκλείνουν τα χείλη τους, το χυμένο σου αίμα… […]
Κάποτε, λοιπόν, ο Ιωάννης και οι άλλοι θα γράψουν γι’ αυτήν την Φοβερή Παρασκευή, γλυκέ μου, κι από κει κι ύστερα οι άνθρωποι που θα ‘ρθουν ολοένα θα ερμηνεύουν και θα συμπληρώνουν τα γενόμενα. Κανένας όμως Ιωάννης ή άλλος μαθητής και κανένας ποτέ άνθρωπος δε θα μπορέσει να γράψει για μένα, για τη μάνα του Σταυρωμένου, που σήμερα, ώρα τρεις κι ένα λεπτό της Φοβερής Παρασκευής, βρίσκεται μόνη ανάμεσα στους Ρωμαίους στρατιώτες, κάτω από τον σταυρό του Μοναχογιού της, που μόλις έχει ξεψυχήσει. Για μια μάνα που δεν έχει πια δάκρυα και που η καρδιά της έχει γίνει μόρια κόκκινης σκόνης κι έχει σκορπιστεί στους πέντε ανέμους. Για μια μάνα που έχει μείνει δίχως όλα τα δίχως…
Σημείωση: Το μεγαλύτερο μέρος από το “Γράμμα της Μεγάλης Παρασκευής” (βλ. Βαγγέλη Θ. Κακατσάκη: “Τα γράμματα της Παναγίας” – επιμέλεια Αντώνη Βακάκη), Εκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου, Κίσαμος 2013).