Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Ήταν το πρώτο της μπανάκι..!!

Την πάντρεψαν στα δέκα πέντε της στην κατοχή λόγω πείνας, σ΄ένα μικρό βοσκοχώρι ψηλά στα όρη με έναν πενηντάρη τυροκόμο, για να τρώει γλυκιά μυζήθρα, κι αυτός ο Αντίχριστος την τάιζε σκέτο χουμά.
– Πού ήσουνα μωρή καλογιανού τόση ώρα που σου φωνιάζω και δεν ακούεις, λόπης εκουφάθηκες κιόλας;
– Στο μαγατζί πήγα Μανούσο μου να αγοράσω χαρτί υγείας, γιατί μας τέλειωσαν οι εφημερίδες.
– Ντα εξέχασες μπρε συ ξεβράκωτη τα συκόφυλλα που εσκουπίζεστε στο κονάκι σας, και δα εμεγάλωσε ο διάολος σου και θέλεις κ@λόχαρτα… ε κακομοίρα μου και μάθω πράμα άλλο… Θα σε σφάξω απάνω στο στιβάνι μου.
– Μη φωνιάζεις γεροντή μου κι ακούει η γειτονιά, μα δε κάνω εγώ τέτοια πράματα που θαρρείς.
Αυτή ήταν η ζωή για χρόνια της μικροπαντρεμένης Ζαμπιάς, εξόριστης σ’ ένα χωριουδάκι με τα λίγα σπίτια, με εφτά παιδιά να αναθρέφει, χωρίς δρόμο και ρεύμα, χωρίς καμιά ελπίδα ζωής, χωρίς ένα άνθρωπο να πει το πόνο της.
– Ούτε μια φορά δεν έχω βρέξει τα πόδια μου στη θάλασσα παιδί μου, ούτε μια φορά… είπε χολιασμένη στην εγγονή της τη Σόφη, όταν τη ρώτησε αν έχει κάνει κάνα μπανάκι τώρα με τον καύσωνα του Αυγούστου… γιατί ο μακαρίτης ο παππούς σου χαρώτο δεν τα σήκωνε ετούτανα τα γιβεντιλίκια έλεγε… Ο θεός να του συγχωρέσει εκιά που κείτεται,αλλά πολλά μου τάχε καμωμένα τσι μαύρο κακομοίρας όσο ζούσε.
– Ένα καλοκαίρι που με πήρε κοπελιά μου να μαζώξουμε αλάτσι από τσ’ αρολίθους στο γιαλό, κι επήγα να σηκώσω μια ουλιά το φουστάνι να πλύνω τσ’ αστραγκάλους μου η άτυχη… έσυρε τσοι χουβές ο γορίλας κι ξεσμίλωσαν τ’ αγρίμια στο φαράγγι.
Ίντα διαόλους ετοιμάζεσαι μωρή αρογαλού να κάμεις; Να ξεβρακωθείς θέλεις λοδά επαέ απάνω στη πλακούρα,να σε δει πράμα βοσκού αμάτα, και να μην έχομε στεμό στο χωριό…άντε σάλευε γλήγορα να αμολάρουμε… Και μου φόρτωσε ο ζερζεβούλης κι ένα τζουβαλάκι αλάτσι στην ανηφόρα σαν το γάιδαρο, κι αυτός εκατέβαζε καντήλια στον δρόμο κι εστριφογύριζε την κατσούνα ντου στον αέρα.
– Μια άλλη φορά μ΄έβγαλε στη κορφή μιας απιδές να του κόψω ένα φλασκάπιδο, και την ώρα που πήγα να το κόψω τούπαιζε με το μπιστόλι να το ρίξει χάμες, και χασκογέλα… φιρί φιρί τόπιενε παιδί μου να με κουζουλάνει ο μπαμπόγερος γιατί με ζήλευε.
-Καλά γιαγιά άστα αυτά τώρα μη τα θυμάσαι να ταράζεσαι, κι ετοιμάσου να πάμε στον γιαλό οι δυο μας να βρέξουμε τα πόδια μας, άντε βάλε ετούτο το μπανιερό που σου αγόρασα, βάλε και το μαύρο σου τζεμπέρι και φύγαμε.
Ήταν παραμονή του 15Αύγουστου με φοβερή κάψα, κι η αιωνόβια γιαγιά Ζαμπία, έκανε το πρώτο μπανάκι στη ζωή της.
Νάχεις την ευκή μου χαρώτο, είπε μετά στην εγγονή..!!

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα