Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Ήτανε (αχ και να ξανάτανε!!) η Πασκαλιά του 1948

Μετρούσαμε τις μέρες..
Να κλείσουν τα Σχολειά, να τελειώσει η σαρακοστή ( αχ αυτή η νηστεία!! Έπρεπε να κάνω τον άρρωστο για να φάω κανένα αυγό κι ίσως λίγο καβουρμά ) να πάρουμε αμπάριζα το Σάββατο του Λαζάρου, κι όλ’ η παρέα να πάμε στην εξοχή, να στήσουμε ξόβεργες, να μαζέψουμε δαφνόφυλλα και μυρτιές για τα καλτσούνια και προ πάντων να παίξουμε, να βγάλουμε τα σπασμένα.

Τούτη τη χρονιά έφτασα σπίτι με σπασμένα γόνατα. Άθελα μ’ είχανε σπρώξει οι άλλοι και κατρακύλησα στην κατηφόρα. Μεγάλη μέρα, γλίτωσα το ξύλο, μου σκούπισαν τα ξεραμένα αίματα, μου δώκανε και μια καραμέλα, φιλιωθήκαμε, νύχτωσε κοιμηθήκαμε όλοι στρωματσάδα.

Ξημέρωσε ο Θεός, « Βάγια-Βάγια των Βαγιώ τρώμε ψάρια και κολιό…» να και τα φρέσκα ψάρια απ’ του Στέργιου, κατ’ ευθείαν στο μαγκάλι πάνω στα κάρβουνα, μοσκομυρίσανε, τα φχαριστηθήκαμε διπλοπόδι όλοι μας γύρω στο σουφρά.

Ρώτησα τη μαμά αν μου αγόρασε φέτος καινούργια παπούτσια για την Ανάσταση, τσιμουδιά αυτή. Δεν την είχε πάρει το μάτι μου ούτε στου Βροντή, ούτε στα Ηνωμένα, και θα μ’ έτρωγε η αγωνία όλη την εβδομάδα.
Την Εβδομάδα τη Μεγάλη, με τις εκκλησιές γεμάτες πιστούς και ύμνους για το Θείο Δράμα.
Μ’ άρεσε να πηγαίνω.

Μου εξηγούσε ο ξάδελφος μου ο Γιάννης Φαναράς, ο δάσκαλος, άκουγα και στο κατηχητικό, σφηνώνανε όλα στο μυαλό μου, τα ανασκάλευα, τα ζούσα και φανταζόμουνα το Χριστό μας σαν έναν Αγωνιστή, έναν Ειρηνικό Επαναστάτη, που ‘χε για λάβαρο ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, την Ανθρωπότητα θαρρώ, ενάντια στο κακό και την αμαρτία, κι εμείς, οι μικροί αθρώποι που φοβόμασταν μη χάσουμε πλούτη και μεγαλεία, τον κυνηγούσαμε να τον σκοτώσουμε.
Το έβρισκα άδικο · φρικτό.

Και μπήκε λέει στα Ιεροσόλυμα, ταπεινός, πάνω στο γαϊδουράκι σαν τους δικούς μας παπάδες, που τους έβλεπα να πηγαίνουνε στα ‘ξωκλήσια. Δε συμφωνούσα.
Τον ήθελα τον Ιησού κάτι σαν τον Άϊ-Γιώργη σε άτι καμαρωτό μ’ ολόχρυσο σπαθί, να τον φοβούνται και να γίνουνε όλοι καλοί. Γιατί, σκούπιζα τα ματάκια μου όταν τον σκεφτόμουνα απροστάτευτο να πηγαίνει στην πόλη, και να ‘ναι και νύχτα.
Έτσι λέγανε ο Φώκος ο Μελάς από δεξιά κι ο Μανίτας απ’ την άλλη; « Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός….». Τα ‘κουγα καθαρά, κουρνιασμένος δίπλα στη μαμά, εκεί πίσω απ’ το ψαλτήρι.
Φοβόμουνα και τρόμαζα που θέλανε να τον σταυρώσουνε.

Κι ήρθε η Μεγάλη Πέμπτη με τις εκκλησιές βουτηγμένες στο πένθος.· Μαύρες και μαβιές κορδέλες, τα μισά κεριά σβηστά, παπάδες και παπαδάκια στα μαύρα και τα Ευαγγέλια Δώδεκα. Κι η ορθοστασία δύσκολη τόσες ώρες. Έπρεπε να κάθονται οι μεγάλοι. Άλλοι κουρασμένοι κι άλλοι με άσπρα μαλλιά ή άρρωστοι. Έκανε και κρύο, πολλά τα χνώτα, ζεσταινόμασταν.

Άκουγα τα Ευαγγέλια κι έβαζα απ’ ένα δαχτυλάκι στην άκρη.
Ξανασηκώθηκαν οι Χριστιανοί, μέτρησα, ήταν το πέμπτο δαχτυλάκι.
Δύσκολη η καθαρεύουσα, αλλά σαν άκουσα « Πόντιος Πιλάτος,.. Στέφανο εξ ακανθών… και άρον-άρον σταύρωσον Αυτόν…» κατάλαβα, συγκλονίστηκα, σταυροκοπήθηκα. Τέλειωσε το Ευαγγέλιο, ακούστηκαν λίγοι ακόμα ύμνοι, έπεσε νεκρική σιγή.
Την διέκοψε το θρόισμα από τα ράσα, το θυμιατό και βήματα. Πολλά βήματα. Μονότονα, πένθιμα.

Μπροστά οι λαμπάδες εξαπτέρυγα και θυμίαμα, και πίσω ο Παπά Μιχάλης.
Αψηλός, μαύρη γενειάδα, ξέπλεκα κορακίσια μαλλιά σχεδόν ως τη μέση, με τις μπλαβισμένες κατακούτελα φλέβες πεταμένες όξω, ολόδροτος, τα τεράστια θολά μάτια του βρεμένα, σε έκσταση, και τα τεντωμένα στιβαρά χέρια του με τον Εσταυρωμένο να τρέμουν από δέος, κι η στεντόρεια παλλόμενη φωνή του γιόμιζε θρήνος την κατακόμβη.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…

Είδα τα καρφιά, είδα το αίμα να τρέχει κι ένιωσα μαζί μου να κλαίνε αθρώποι, εικόνες και τέμπλο. Τον βάλανε στη μέση και τον φορτώσανε στεφάνια.
Ήρθε η ώρα, φίλησα τα πόδια Του που έφτανα και δεν έφευγα, γιατί Τον λυπόμουνα μόνο Του στο Σταυρό απάνω, όλη τη νύχτα. Γιατί;;

Έπρεπε φαίνεται να περιμένουμε τις κοπελιές πρωί-πρωί μ’ αγκαλιές λουλούδια στην Αγία Παρασκευή και στον Άϊ-Γιάννη, να βάλουνε όλη τους την τέχνη, να στολίσουνε τον Επιτάφιο, να τον εκάνουνε όμορφο και μυρωδάτο, σαν που άξιζε, μνήμα για το Σωτήρα μας.
Πήγαινα στη μια εκκλησιά, πήγαινα και στην άλλη να θαμάξω και να δω ποιος είναι πιο ωραίος, μα πώς να κρίνω έργα τέχνης;

Περίμενα κι εγώ το βράδυ, στο μέσον της ακολουθίας, να πάρουνε τα παλικάρια του Άϊ-Γιαννού τον Επιτάφιο, να πάμε στην Αγία Παρασκευή, ν’ ανταμώσουμε το δικό τους, να δω τους παπάδες ν’ αγκαλιάζονται και να σταυροφιλιούνται, κι όλοι μαζί να γυρνάμε δρόμους και σοκάκια μέχρι τον Μπέρα και το Χαργιλί, όλο το χωριό, απόσταση μεγάλη, με τα εξαπτέρυγα, παπάδες και ψαλτάδες και τη χορωδία των κοριτσιών με τον ανεπανάληπτο δάσκαλο το Γιάννη το δάσκαλο επικεφαλής, να ψέλνουνε τα εγκώμια, κι απ’ όπου περνάγαμε, στις πόρτες οι γυναίκες με λαμπάδες και θυμιατά να προσκυνάνε, για να καταλήξουμε στην πλατεία μπροστά στον Άϊ-Γιάννη, να ξαναψάλουνε και να χωρίσουνε Επιτάφιοι και πιστοί.

Χαρά κι ευλάβεια μεγάλη να περάσω όρθιος από κάτω, να μπω στην εκκλησιά, να ξαν’ ανάψω την πένθιμη λαμπάδα μου, που να πω την αλήθεια δεν μου άρεζε. Ήθελα την άσπρη, την πλουμιστή, από το νουνό μου τον Αριστοτέλη, που, ντυμένος στα πιο καλά μου και μ’ ευτυχώς καινούργια παπούτσια βαστούσα, και μ’ όλο το τσούρμο πήγαινα να πάρω το Άγιο Φως από το χέρι του σεβάσμιου παπά-Παναγιώτη.

Θαύμαζα το μπάρμπα-Γιάννη το καντηλανάφτη με τη βράκα, πώς με το μακρύ κοντάρι και το κερί στην άκρη άναβε πολυελαίους και μανουάλια, που είχε σβήσει πριν με το μεταλλικό χωνάκι.

Όλα αστράφτανε σήμερα. Άσπρες οι κορδέλες και τα λάβαρα κι οι παπάδες με τα καλά τους, τα χρυσά τα άμφια να παίρνουνε θέση στον αυλόγυρα πάνω στην εξέδρα.

Κι εμείς, έτοιμοι με τα κόκκινα αυγά να κατρακόσουμε, να φάμε και κανένα κουλούρι δώδεκα ακριβώς, σα χτύπαγαν χαρμόσυνα οι καμπάνες κι οι τρακα-τρούκες παραβγαίνανε με το κάψιμο του Ιούδα, κι αγκαλιές, ευχές και φιλιά, στο πρωτάκουσμα του Χριστός Ανέστη.

Το ψέλνανε ξανά και ξανά και στη μεταμεσονύκτια κατανυκτική ακολουθία, με πάθος βροντοφωνούσε ο παπάς: ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ

Για να επιβεβαιώσουμε κι εμείς, όλοι μαζί, σμάρι βουερό:
ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. Τις ατελείωτες ευχαριστίες μας και τα θερμά συγχαρητήρια, αγαπητέ μας Γιώργο, απαράλλαχτα σύγχρονος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, μάς έμπασες στην θρηνώδη ατμόσφαιρα των ημερών του Πάθους του Κυρίου μας κι ύστερα με κατάνυξη και θείο έρωτα μάς πρόσφερες την άφατη αγαλλίαση του Ιερού και Αγίου Πάσχα και της Ανάστασης του Θεανθρώπου Χριστού ως και την προσδοκία των ανθρώπων για υπαρκτική και πνευματική μεταμόρφωση τους!
    -Και τί θαρρείς, φίλε Γιώργο, χωρίζει τον κυρ- Αλέξανδρο από τον γενέθλιο τόπο σου; Ένα μικρό Αιγαίο Πέλαγος είναι!…. που στην παιδική ψυχή σου μετουσιώνεται σε ουράνιο γιοφύρι ενότητας κι αγάπης… να ‘ σαι πάντα καλά και να μοιράζεσαι μαζί μας τόσο όμορφα, συγκλονιστικά και βαθιά συναισθήματα που αναπαράγει η αληθινή αγάπη και αποδέχεται η Συλλογική Μνήμη όλων των Ελλήνων, απανταχού της γης. Με φιλική εκτίμηση και χαρούμενο Πάσχα με τους δικούς σου ανθρώπους. Γιώργος Καραγεωργίου συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ.

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα