Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ητανε δύσκολα χρόνια μα τανε αθρώπινα και όμορφα

Πράμα δε μοιάζει με κεινουσάς τσοι καιρούς, συλλογούμαι κάθε βολά απού η σκέψη μου με σεργιανίζει στα περασμένα. Αλήθεια όμως κιόλας αναρωθιούμαι πότε πότε. Που είναι τα χρόνια τα παλιά απού οι μανάδες μας αγαναχτούσανε για να μας αναμαζώξουνε τα βράδια από τα σώχωρα απού παίζαμε την αμπάριζα κι οι φωνιές μας εσκίζανε σα τσ’ αστραπές τον αιθέρα, κι εγροικούντανε απ’ ούλες τσοι γειτονιές. Μουδε γροικούνται τσοι τωρινούς χρόνους οι χαιρετούρες και τα καλησπερίσματα στσοι στράτες του χωριού ούλη μέρα. Μουδέ γροικούνται οι φωνές και τα χάχαρα από τσοι γειτονιές στσ’ αποσπερίδες. Κι ακόμη τα σκολόβραδα δε θυμιατίζουνε οι νοικοκεράδες, και δεν άφτουνε το καντηλάκι ντωνε στο κονοστασάκι τω σπιθιώ ντωνε. Κι ούτε οι ντεληκανήδες τραγουδούνε στσοι στράτες και τα σοκάκια του χωριού, όπως τοτεσάς απού επχιαίνανε από σπίτι σε σπίτι στσοι γιορτές τω χωριανώ ντωνε. Ούλα τ’ αλλάξανε τα ρεύματα απού εγεμίσανε τη δεξαμενή του πολιτισμού μας με τα λασπόνερα ντωνε. Κι ετσά τα κατέχαμε εμείς οι παλιοί, πρέπει να τα ξεχάσομε, γιατί οι καιροί αλλάξανε, κι ήρθανε άλλοι χρόνοι.
Με τουτεσάς τσοι σκέψεις ξημεροβραδιάζομαι τα τελευταία χρόνια. και με τουτεσάς ροζονάρω τσ’ ώρες απού φιλοσοφώ στη φανταστική γωνιά του καφενέ, απού διασκεδάζω τη μοναξιά μου. Κι είναι άπειρες οι σκέψεις απού μου φέρνει η θυμησή μου από τα περασμένα, κούραση, ιδρώτες, και σκόνες. Ητανε πρωτογούλης, σαν κι εδά και τότεσάς κι είμαστε στη καρδιά του Θερισμού. Στσ’ απαλωνιές κάθε μέρα κι επλησιαίνανε οι θεμωνιές εκειά γύρου γύρου. Αξημέρωτα με τα δραπάνια στον ώμο εξεκινούσανε για το θέρος κι άλλοι με τα χτήματα να κουβαλούνε ακατάπαυστα και να τραγουδούνε «Ολη μέρα εργασία κούραση κι ορθοστασία κι από τη ζέστη βρε παιδιά να σούρχεται λιποθυμιά» ετσά τανε το καιρό του θερισμού. Γι’ αυτό και λέγανε θέρος τρύγος πόλεμος. Κι ωστόσο ήρχουντανε ο Δευτερογούλης κι οι φωνές κι οι τραβάγιες εμετακινούντανε στ’ αλώνια. Γιατί αυτός ήτανε ο αλωνάρης μήνας. Το κατακαλόκαιρο, και μέσα στο λιοπύρι απάνω στο βολόσυρο εκάναμε τσ’ ατέλειωτους κύκλους μέχρι ν’ αλωνέψομε την κάθε θεμωνιά, κι ύστερα να λιχνιστεί και να μπει πεντακάθαρο το μαξούλι τση στην αποθήκη του κάθε αφεντικού.
Ετσά ‘τανε η ζωή τοτεσάς επαέ στο χωριό. Με πολύ ιδρώτα έβγαινε το ψωμί. Μα οι δυσκολίες και τα βάσανα δεν αλικοντίζανε τσ’ ανθρώπους κεινουνά του καιρού να γελούνε και να χαίρονται και να ζιούνε χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Γι’ αυτό ανε συμπορμαντήξομε μαζί ντωνε στσοι στράτες και τα μονοπάθια τση ταπεινής και δύσκολης ζωής τωνε, θα τσοι δούμε να κάνουνε ζηλευτές συντροφιές και παρέες και να γλεντοκοπούνε με περίσσια λεβεδιά και μερακλοσύνη στσοι ξεφαντωσές και τα πανηγύρια, στσ’ εορτές και τσοι σκολάδες. Γιατί κείνανα τα χρόνια τσοι μέρες τσοι χωρίζανε σε καματερές κι αργίες και τσοι καματερές δε τσοι χαραμίζανε για ψύλλου πήδημα παρά μόνο οι ακαμάτηδες.
Γιατί όπως ελέγανε «εν τη εργασία και η ζωή». Κι είναι αλήθεια πως η εργασία φέρνει χαρά και ευεξία στσ’ εργαζόμενους κι ο κάματος από τη σκληρή δουλειά γιατρεύεται ύστερα από την ανάπαψη. Ετσι δύσκολη τηνε γνώρισα σε τούτονε το ντόπο στα μικιάτα μου τη ζωή. Με το πέρασμα όμως του χρόνου αρχινίξανε οι κοινωνίες των αθρώπω ν’ αναπτύσσονται με μεγάλα βήματα. Ούλοι τουτηνά την ανάπτυξη την ονομάσανε πρόοδο μα πλια πως τση λείπει η σύνεση και κάθε καινούργια προσφορά του ραγδαία αναπτυσσόμενου τεχνικού πολιτισμού προσφέρει και κάτι απού δημιουργεί προβλήματα στο περιβάλλον και στο οικοσύστημα γενικώς. Γι’ αυτό κι αποφασίσανε να γιατρέψουνε ανίατες αρρώστιες με ασπιρίνες και να σώσουνε την ανθρωπότητα από τα πολλαπλά τση νάυλον τσάντες από τα σούπερ μάρκετ. Είναι αλήθεια πως όπως περνούνε οι χρόνοι και οι καιροί διαβαίνουνε δε κατέει κιανείς, από τα όσα γροικά, πότε πρέπει να γελά γή να κλαίει κάθε φορά. Ομως ο νόμος είναι σεβαστός.
Γι’ αυτό κι έψαξα την κασέλα με τα προυκιά τση γυναίκας μου κι ήβρηκα μια φαντή τσάντα και με κείνη πχιαινόρχομαι στο μπακάλικο απόκεια κι ύστερα. Τσοι προάλλες μ’ αντίσταισαι γεις και μου πε μ’ αντιγάηρες κάποσα χρόνια πίσω μωρέ μπάρμπα! Ετσα απού σε θωρώ με τη τσάντα να πχιαίνεις στο μπακάλικο. Τότεσάς εσκέφτηκα χαράς την ανθρωπότητα αν ήμαστονε ακόμη σε κείνηνα την εποχή. Μα δεν αποκότησα ν’ απαντήσω γιατί εφοβήθηκα τη κατηγορία του σκοταδιστή. Γιατί οι γι άνθρωποι τουτουνέ του καιρού απού θαρρούνε πως τα κατένε ούλα, δε σ ‘ αφήνουνε περιθώριο παρά σε κρίνουνε μονολεκτικά σκοταδιστή, ρατσιστή, φασίστα κ.λπ.
Ομως μωρέ κοπέλια σα σε καλώ να σκεφτείτε με πόσα άλλα κακά εφορτώθηκε το περιβάλλον μέχρι να φτάξομε στη νάυλον σακούλα. Και πόσα καλά εθαφτήκανε κάτω από τσοι ρυπογόνες εστίες αυτής τση προόδου κι ακόμη πιστέψετέ με πως δεν αισιοδοξώ καθόλου με τσ’ ανέσεις απού προσφέρει ο τεχνικός πολιτισμός στην ανθρωπότητα. Η νωθρότητα η γι αφωνία κι η γι αβουλία απλώνεται και κάθε μέρα σε καινούργια τραπεζοκαθίσματα. Ομως μιας κι αναφέρθηκα στη φαντή τσάντα κι ο νους μου μ’ αντιγάηρε στη ολόχρυση εποχή τση νοικοκυροσύνης. Δε μπορώ να μη καταθέσω το σεβασμό μου στσοι χρυσοχέρες νοικοκεράδες κείνεσας τσ’ ανεπανάληπτες τεχνίτρες των πλεκτών κεντημάτων με τσοι βελόνες και το βελονάκι με το κοπανέλι και τ’ αργαστήρι και τσοι πολύπλοκες δεσιές και άλλα πολλά απού προυκίζανε τσοι κόρες τωνε κι εντύνουντανε κείνονα τον καιρό γυναίκες κι άντρες κι εστολίζανε οι νοικοκεράδες τα φτωχόσπιτά ντωνε και σκαμπάζανε σα παλάθια. Μα και τα τελευταία χρόνια και πριχού πλημμυρίσουνε οι κοινωνίες μας από τα νερόβραστα ρέματα του ξενόφερτου πολιτισμού και δεν είχε αναπιαστεί ακόμη το μαμούνι τση νωθρότητας και τσ’ αβουλίας ιδιαίτερα οι νιοι και νιές απού οι γι επαγγελματικές των υποχρεώσεις τσοι αναγκάζουνε σε καθιστική ζωή. Αξιοποιούσανε τσ’ ελεύθερες τωνε μέρες και ώρες οδοιπορώντας στα βουνά τσοι κάμπους και τσοι θάλασσες και εκειά στσ’ έναστρες γη φεγγαρόλουστες βραδιές αδειάζανε τσοι ψυχές τωνε από τα όσα τσοι γεμίζανε οι δυσκολίες τση καθημερινότητας. Κι εγεμίζανε κιόλας και τα σακούλια των αναμνήσεών ντωνε, μ’ όμορφες εικόνες κι αξέχαστες συντροφιές.
Το γεροντάκι

Σημειώσεις

Βολά = φορά
Αμπάριζα = ομαδικό παιδικό παιχνίδι
Σώχωρο = Μικρό χωράφι μέσα στο χωριό
Γροικούμαι = Ακούγομαι
Χάχαρα = Δυνατά γέλια
Κατέχαμε = Ξέραμε
Ροζονάρω = Κουβεδιάζω
Πρωτογούλης = Ιούνιος
Δευτερογούλης = Ιούλιος
Δραπάνια = Δρεπάνια
Βωλόσυρο = Αλωνιστικό εργαλείο
Μαξούλι = Εισόδημα
Αλικοντίζω = Εμποδίζω
Φαντή  = Υφαντή
Αντιγάηρε = Εγύρισε πίσω
Πριχού = Προτού
Χτήμα = Υποζύγιο


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα