Θαρρώ πως Ελευθερία, Πατρίδα, Θρησκεία, και Οικογένεια, είναι αυτά που δικαιολογούν να γιομίζουμε μια γωνίτσα στο τόπο που μας γέννησε.
Έλαχε να ξετρυπώσω και να βρεθώ εδώ, ίσαμε το Μαϊάμι, με του Ατλαντικού τα χαϊδολογήματα, της Καραϊβικής τις πλανεύτρες αντιλαμπές και τα Παρθένα Νησιά αντικριστά μες το σμαραγδένιο γιαλό να κολυμπάνε και με τους ιθαγενείς να σε κερνούν Ινδικής καρύδας το χυμό να δροσερέψεις.
Και ζήλεψα την αγάπη που έχει τούτος ο παράξενος λαός για την πατρίδα του και που σέβονται ο εις τον άλλο, με μια αλλιώτικη ελευθερία. Κάνεις ό,τι θες, φτάνει να μην ενοχλείς τον άλλο μηδέ να παρανομείς, μια κι οι νόμοι εφαρμόζονται.
Τη μια την Κυριακή ήτανε ο Μαραθώνιος με χιλιάδες αθρώπους να τρέχουν όσο μπορούσαν, όπως μπορούσαν, ακόμα και με αναπηρικό καροτσάκι, όχι για να νικήσουν, μα για να βοηθήσουν το σύνολο, με την ιδέα και με το σεβαστό ποσόν που πλέρωσαν για συμμετοχή.
Και την Τρίτη είδα τα μικρά παιδιά να πηγαίνουν στο Σκολειό όλα στα μπλε, κόκκινα ή άσπρα, στης σημαίας τους δηλαδή, που την τιμούν, τα χρώματα ντυμένα, να σταματάνε τα μαθήματα, χωρίς καταλήψεις ή απεργίες, για να παρακολουθήσουν στην τηλεόραση, με πρώτους τους δασκάλους, την ορκωμοσία του δικού τους του Προέδρου.
Και δυο εκατομμύρια Αμερικάνοι περιμένανε στην παγωνιά απ’ την αυγή ως το μεσημέρι, να δούνε τον Ομπάμα, να στήνεται ομπρός τους, όξω, για να φαίνεται, κι αφού προσευχήθηκαν πρώτα όλοι μαζί, να δίνει τον όρκο με το χέρι στο δικό τους ευαγγέλιο, στο ίδιο, που πριν από διακόσια είκοσι χρόνια είχε ορκιστεί κι ο Ουάσιγκτον.
Κι όλοι χειροκρότησαν. Άσπροι και μαύροι. Νικητές και νικημένοι.
Γιατί πολλοί διαφωνούν, μα όλοι, είναι περήφανοι για τον κάθε Πρόεδρό τους.
Είναι κι ένα φτωχομπακάλικο εδώ στη γειτονιά μου, που το λένε Πάμπλιξ, για τον κοσμάκη τον φτωχό, λέει, και με το ζόρι μαζώνει κάτι εκατομμύρια τη μέρα.
Συχνά πηγαίνω για τυρί συνθετικό και πλαστικές ντομάτες, μπορεί και καμιά φρατζόλα σα σφουγγάρι. Ευκαιρία να κάνω δίαιτα, μη σκορπώ και το αλανιάρικο συνάλλαγμα μου.
Μα ως έστριβα εψές από τη μια αράδα με τα ράφια σειρήνες γιομισμένα, να πάω στην άλλη, με την άκρη του ματιού μου ξέκρινα ένα παράξενο πράμα σα θρανίο, ένα κουτί με μια τρύπα απάνω και κουμπιά ολόγυρα. Βλέπω ένα γεροντάκι σαν κι ελόγου μου, να πασκίζει το χέρι του να τραβήξει από μέσα. Είμαι δα και από γεννησιμιού μου περίεργος, λέγω, ας κοντέψω, να δω τι σόι κρεατομηχανή είναι ετούτη και κοντεύει να καταπιεί τον άθρωπο.
Μα δεν ήτανε κρεατομηχανή. Μια σωλήνα ήτανε που βάζεις το χέρι σου μέσα, περιμένεις κάμποσο, και σου λέει, πίεση χαμηλή, αψηλή, και τι σφυγμούς έχεις.
Ξεμπερδεύτηκε περίλυπος ο άλλος, και πήρα τη θέση του, σίγουρος πως με τόση πείνα θα είχα χαμηλή την πίεση. Μη τα πολυλογώ και με βαριέσαι, έβαλα κι εγώ το χέρι μου μες τη σωλήνα, πάτησα τα κουμπιά να αρχινίξει, και σκεφτόμουνα την πεθερούλα μου, να χαλαρώσω.
Μα ο τρισκατάρατος, ως έσφιγγε το μηχάνημα το χέρι μου, φανήκανε δυο γάμπες καλλίγραμμες που όλο και κοντεύανε.
Βούιξε το κεφάλι μου, θόλωσε το φως μου, και πάνω από τις γάμπες ξέκρινα ένα φουστανάκι όλο σκισμάδες, αραχνοΰφαντο, κι αψηλά, καμπυλωτές, αχνιστές οι σιλικόνες να ξεχειλάνε.
Πέστε μου τώρα εσείς, να χαρείτε, τι πίεση εχτύπησε το ρημάδι το μηχάνημα;
Είκοσι η μεγάλη, και δώδεκα της καρδιάς!!
Και πού να ’ καρδιολόγο!
Σφούγγιξα όμως τα μάτια μου, ξεκαθάρισε το φως μου, είδα καλά, δεν ήτανε κοπελιά αυτή. Ήτανε λέει η Ελλαδίτσα μας, όπως κοντεύουμε να την εκαταντήσουμε. Του δρόμου!
Απάντεξα, χάθηκε ο πειρασμός, ξαναμέτρησα, μου ’δειξε δέκα τρία κι οχτώ.
Κι εγίνηκα καλά.
Μοναχά με της Κρήτης μου σαν έφερα στο νου το συναπάντημα!
Και την ελπίδα!