Μετρούσαμε τις μέρες… Να κλείσουν τα σχολειά, να τελειώσει η Σαρακοστή, να ξημερώσει, “Βάγια – Βάγια του Βαγιώ τρώμε ψάρια και κολιό…” και ν’ απομένει μια βδομάδα ’κόμη.
Η εβδομάδα η Μεγάλη, με τις εκκλησιές γεμάτες πιστούς και ύμνους για το Θείο Δράμα.
Μου εξηγούσανε, άκουγα και στο κατηχητικό, σφηνώνανε όλα στο μυαλό μου, τα ανασκάλευα, τα ζούσα και φανταζόμουνα το Χριστό μας σαν έναν Αγωνιστή, έναν ειρηνικό Επαναστάτη, που ‘χε για λάβαρο ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη, την ανθρωπότητα, θαρρώ, ενάντια στο κακό και την αμαρτία. Κι εμείς, οι μικροί αθρώποι που φοβόμασταν μη χάσουμε πλούτη και μεγαλεία, τον κυνηγούσαμε να τον σκοτώσουμε.
Το έβρισκα άδικο, φριχτό.
Και μπήκε, λέει, στα Γεροσόλυμα ταπεινός πάνω στο γαϊδουράκι, σαν τους δικούς μας παπάδες που τους έβλεπα να πηγαίνουνε στα ξωκλήσια. Δε συμφωνούσα.
Τον ήθελα τον Ιησού κάτι σαν τον Άι Γιώργη σε άτι καμαρωτό μ’ ολόχρυσο σπαθί, να τον φοβούνται και να γίνουνε όλοι καλοί. Γιατί σκούπιζα τα ματάκια μου όταν τον σκεφτόμουνα απροστάτευτο να πηγαίνει στα Γεροσόλυμα, νύχτα.
Έτσι λέγανε οι ψαλτάδες: “Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός…”. Το άκουγα καθαρά κουρνιασμένος δίπλα στη μαμά, εκεί, πίσω απ’ το ψαλτήρι.
Και τρόμαζα που θέλανε να τον σταυρώσουνε.
Ώσπου ήρθε η Μεγάλη Πέμπτη με τις εκκλησιές βουτηγμένες στο πένθος, μαύρες και μαβιές κορδέλες, παπάδες και παπαδάκια στα μαύρα, Ευαγγέλια Δώδεκα κι η ορθοστασία δύσκολη τόσες ώρες. Έπρεπε να κάθονται οι μεγάλοι, με τα άσπρα μαλλιά. Άκουγα τα Ευαγγέλια κι έβαζα από ‘να δαχτυλάκι στην άκρη. Ξανασηκώθηκαν οι Χριστιανοί, μέτρησα, ήταν το πέμπτο δαχτυλάκι.
Δύσκολη η καθαρεύουσα, αλλά σαν άκουσα “Πόντιος Πιλάτος…. Στέφανον εξ ακανθών…” κατάλαβα, συγκλονίστηκα, σταυροκοπήθηκα. Τέλειωσε το Ευαγγέλιο, ακούστηκαν λίγοι ακόμα ύμνοι, έπεσε νεκρική σιγή.
Τη διέκοψε το θρόισμα των ράσων, το θυμιατό και βήματα. Πολλά βήματα. Μονότονα. Πένθιμα.
Μπροστά οι λαμπάδες, εξαπτέρυγα και θυμίαμα, πίσω ο Παπά Μιχάλης.
Αψηλός, μαύρη γενειάδα, ξέπλεκα κορακίσια μαλλιά σχεδόν ως τη μέση, με τις μπλαβισμένες κατακούτελα φλέβες πεταμένες όξω, ολόδροτος, τα τεράστια θολά μάτια του βρεμένα, σε έκσταση, και τα τεντωμένα στιβαρά του χέρια με τον Εσταυρωμένο να τρέμουν από δέος κι η στεντόρεια παλλόμενη φωνή του γιόμιζε θρήνος τη κατακόμβη.
“Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…”.
Είδα τα καρφιά, είδα το αίμα να τρέχει κι ένιωσα μαζί μου να κλαίνε αθρώποι, εικόνες και τέμπλο. Τον βάλανε στη μέση και τον φορτώσανε στεφάνια.
Ήρθε η ώρα, φίλησα τα πόδια Του που έφτανα και δεν έφευγα, γιατί Τον λυπόμουνα μόνο Του στο Σταυρό πάνω, όλη τη νύχτα. Γιατί;
Έπρεπε φαίνεται να περιμένουμε τις κοπελιές πρωί-πρωί μ’ αγκαλιές τα λουλούδια, να βάλουνε όλη τους τη τέχνη, να στολίσουνε τον Επιτάφιο, να τον εκάνουνε όμορφο και μυρωδάτο, σα που άξιζε, μνήμα για το Σωτήρα μας.
Κι ήρθε το βράδυ, στο μέσο της ακολουθίας, να παίρνουν τα παλικάρια τον Επιτάφιο, κι όλοι μαζί να γυρνάμε δρόμους και σοκάκια, όλο το χωριό, με τα εξαπτέρυγα, παπάδες και ψαλτάδες και τη χορωδία των κοριτσιών να ψέλνουν τα εγκώμια κι απ’ όπου περνάγαμε, στις πόρτες οι γυναίκες με λαμπάδες και θυμιατά να προσκυνάνε.
Χαρά μεγάλη να περάσω όρθιος από κάτω, να μπω στην εκκλησιά, να ξανανάψω τη πένθιμη λαμπάδα, που να πω την αλήθεια δεν μου άρεζε. Ήθελα την άσπρη που, ντυμένος στα πιο καλά μου, και με καινούργια παπούτσια, βαστούσα, και μ’ όλο το τσούρμο πήγαινα να πάρω το Άγιο Φως από το χέρι του παπά.
Θαύμαζα το μπάρμπα-Γιάννη το καντηλανάφτη με τη βράκα, πώς με το μακρύ κοντάρι και το κερί στην άκρη άναβε πολυελαίους και μανουάλια. Όλα αστράφτανε σήμερα · άσπρες οι κορδέλες, και τα λάβαρα κι οι παπάδες με τα χρυσά τα άμφια να παίρνουνε θέση στον αυλόγυρα πάνω στην εξέδρα.
Κι εμείς, έτοιμοι, με τα κόκκινα αυγά να τσουγκρίσουμε, να φάμε και κανένα κουλούρι δώδεκα ακριβώς, σα χτύπαγαν χαρμόσυνα οι καμπάνες κι οι τρακατρούκες παραβγαίνανε με το κάψιμο του Ιούδα, κι αγκαλιές, ευχές και φιλιά, στο πρωτάκουσμα του Χριστός Ανέστη.
Το ψέλνανε ξανά και ξανά και στη μεταμεσονύκτια κατανυκτική ακολουθία, με πάθος βροντοφωνούσε ο παπάς: ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.
Για να επιβεβαιώσουμε κι εμείς, όλοι μαζί, σμάρι βουερό: ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ.