Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Ητανε πολλές οι δυσκολίες τοτεσάς επαέ

Ήτανε καλά δύσκολη η ζωή των αθρώπω όντε τον εγνώρισα εγώ τουτονέ το κόσμο. Κι ύστερα, σαν αναλικώθηκα κι αρχίνιξα να πχαίνω στσοι καφενέδες, ανατρίχιαζα κάθε φορά απού τσοι γροίκουνα τουτουσάς τσοι ταλαιπωρημένους ν’ αναστορούνται τα βάσανά ντωνε και να μας τα διηγούντανε τσ’ αποσπερίδες εμάς τω νεωτέρων, απού τσοι γρικούσαμε μ’ ανοιχτά τα στόματά μας κι ορθάνοιχτα τ’ αφθιά μας.

Πώς να τονε καταλάβει όμως ο χορτάτος το πεινασμένο! Και να φανταστούμε ένα κοπελάκι, απού η γι ηλικία ντου ήτανε για τα βιβλία και το σκολειό, πως εκείνο εγύριζε στσι στράτες και τα σοκάκια τση χώρας κι εδιαλάλιε τα ξερά κλαδιά απούχε φορτωμένα στο γάιδαρο για να τα πουλήσει στσοι φούρνους και τα νοικοκεριά τω Χανιώ, για να βγάλει το καθημερινό ψωμάκι για την οικογένειά ντου. Ετσα ’τανε όμως τοτεσάς.

Ούλη η γι οικογένεια ήτανε επιστρατευμένη για το δύσκολο αγώνα τση ζωής. Κι έτσα τα χτίζανε τα σπίθια κι εκάνανε τα στεκάμενα κι εκαματερεύανε τσ’ αγριάδες και τα κλαδερά για να φυτεύουνε ελιές κι αμπέλια κι ετοιμάζανε χωράφια για να σπέρνουνε τα δημητριακά ντωνε. Γι’ αυτό κι ως ταχιά είχανε τα μαξούλια ντωνε όπως το λαδάκι στα πιθάρια ντωνε απ’ τσ’ ελιές ντωνε, το κρασάκι ντωνε στα δικά ντων βαρέλια από τ’ αμπέλια ντωνε και το κριθάρι ντωνε στ’ αποθηκάκια ντων από τα σπαρμένα ντωνε. Που από τουτανά εθρεφούντανε κι εκείνοι κι οι γι οικογένειές τωνε κι ηλέγανε και δόξα σοι ο Θεός. Μα κι ο βιος τωνε δεν έμενε ανεόρταστος.

Γιατί εκτός από τσι οικογενειακές χαρές, τ’ αρραβωνιάσματα, τα ξεφαντώματα και τσι βαφτίσεις, είχανε και τα μιτσομέγαλα πανηγύρια τω πολιούχω εκκλησιώ τω χωριώ ντωνε και των άλλω χωριώ, απού ήταν κοντά, τω Μοναστηριώ, και το ξωταρικώ εκκλησακιώ που σε ούλα τουτανά εχαιρούντανε κι εδιασκεδάζανε κάθε φορά οι γι ίδιοι όμως κι όι τα στομάχια ντωνε.

Γιατί οι γι άθρωποι κείνουνα του καιρού, εκατέχανε ν’ αδειάζουνε τσι ψυχές τωνε από τσι στενοχώριες και τσι σκοτούρες και να ξαλαφρώνουνε από τουτανά τα κακά συναπαντήματα και τσι κακοστραθιές τση ζωής. Γι’ αυτό κι από τουτανά τα ξεφαντώματα, τσι χαρές και τα πανηγύρια, πολλές φορές κάποιες από τουτεσάς τσι εκδηλώσεις, εμένανε σταθμοί στη ζωή ντωνε και τσ’ αποθηκεύανε στσ’ αναμνήσεις τωνε, για να ’χουνε κάτι να θυμούνται στα γεράματά ντωνε και να τα διηγούνται κιόλας και στα παιδόγγονά ντωνε. Κι έτσα ελαλούσανε οι καιροί κι οι χρόνοι εδιαβαίνανε.

Κι οι γι αθρώποι εσυπορπατούσανε με τσι δυσκολίες, τα βάσανα, την ανέχεια και τη φτώχεια. Μα κι αν ήτανε όπως λέει και το τραγούδι, η τσέπη πάντα αδειανή, ήτανε όμως η καρδιά γεμάτη. Γιατί, τουτεσάς οι δυσκολίες δε τσ’ αλικοντίζανε νάναι ευτυχισμένοι, χαρούμενοι κι ορεξάτοι, γιατί το κατέχανε πως “τα αγαθά κόποις κτώνται” κι ο ιδρώτας του προσώπου ντωνε ήτανε ευλοημένος και δεν είχανε αυταπάτες να πιστεύουνε πως η γι ευτυχία βρίσκεται όπου υπάρχουν ανέσεις, πλούτη κι ευμάρεια. Γι’ αυτό κι η ζωή ντωνε ήτανε συνέχεια ένα τραγούδι. Κι ετραγουδούσανε οι γι οδοιπόροι στσι στράτες κι οι γι αθρώποι του μόχθου την ώρα τση δουλειάς, όπου εταίριαζε, όπως τσι ζευγάδες, τσ’ ώρες απού εζευγαρίζανε, οι μαζωχτάδες κι οι μαζώχτρες την ώρα που ήτανε απάνω στσ’ ελιές κι εραβδίζανε γή εμαδιούσανε τσ’ ελιές. Το ίδιο εκάνανε κι οι γι ανυφαντούδες την ώρα απού εχτυπούσανε ρυθμικά τα πέταλα των αργαστηριών ντωνε.

Μ’ αποτέλεσμα να γροικούνται συνέχεια τραγούδια στσοι τόπους τση δουλειάς και στσι γειτονιές του χωριού. Ακόμη, στσι σκολάδες απού εμπαινοβγαίνανε οι γι εορταστάδες στα σπίθια όσων εορτάζανε κάθε φορά. Ητανε εορταστική τουτεσάς τσι μέρες ούλη η χωραφακιανή ατμόσφαιρα, από τα τραγούδια και τα γέλια των εορταστάδω την ώρα απού πηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι. Μα και τσι καματερές δεν εξελείπανε οι συντροφιές και τα γειτονέματα από τα σπίθια ντωνε, γιατί κεινουσάς τσοι χρόνους ανταλλάσσανε επισκέψεις στα σπίθια ο γεις τ’ άλλου. Κι ακόμη όμως μωρέ! στσι στράτες απού απαντηχνούντανε οι χωριανοί, εχαιρεθιούντανε με τσ’ ευλοημένες χαιρετούρες: Καλημέρα μπάρμπα, ώρα καλή σύντεκνε, πολλά τα έτη σας χωριανοί, χαίρεται ξάδερφε… Γιατί τοτεσάς εκατέχανε ποιοι τανε οι φίλοι ντωνε και ποιες οι δικολογιές τωνε. Τουτεσάς ήτανε οι συνήθειες κι ο τρόπος ζωής των αθρώπω τοτεσάς απού εγώ τονε γνώρισα τουτονέ το κόσμο κι έτσα επέρασα κι εγώ στη ζωή κι έτσα τα γλέντισα κι απατός μου τα νιάτα μου. Αξαφνα όμως εφυσήξανε αέρηδες, από καινούρια ήθη κι εφέρανε σύγχυση στσι κεφαλές των αθρώπω κι αναλώσανε τσι σκέψεις τωνε. Κι ούλα τουτανά οι καινούριες γενιές τα θεωρήσανε σα ρέμετα νιους καινούριου πολιτισμού, γι’ αυτό και τ’ αγκαλιάσανε μ’ ενδιαφέρο. «Μα όποιος μωρέ κοπέλια καλά κάθεται και πλιά καλλιά γυρεύει, ο διάολος του κώλου ντου κουκιά του μαγερεύει».

Γιατί τουτανά τα εισαγόμενα πολιτιστικά αγαθά, βαστούνε ψηλά τη σημαία του συφέροντος κι απογυμνώνουνε τσ’ αθρώπους από τσ’ αρετές και τσ’ ηθικές αξίες και τσοι παραδούνουνε τσ’ αθρώπους στσι κοινωνίες σαν όγκους κρέατος, χωρίς πνευματική υπόσταση και ηθικές δεσμεύσεις απού γνοιάζονται μόνο για τσι τσέπες, τα στομάχια και το υπογάστριο ντωνε. Μ’ αποτέλεσμα παντού ν’ απλώνεται το πέπλο τσ’ αβουλιάς και τση νωθρότητας και τα νιάτα τσ’ εποχής να γεμίζουνε τα τραπεζοκαθίσματα και σιωπηλά να πασπατεύουνε τα κινητά ντωνε χωρίς διάθεση για να δημιουργήσουνε τσι δικές τωνε οικογένειες κι όρεξη ν’ ανταγωνιστούνε τη σκληρή πραγματικότητα, παρά περιμένουμε τη πίτα να πέσει για να την εφάνε και δε γροικούνε το σοφό μαντιναδολόγο απού λέει: Απου ’ναι νιος και δε πετά με του βοριά τα νέφη είντα τη θέλει τη ζωή στο κόσμο να την έχει. Κι άνε θέλετε και του γέρου τη γνώμη, τα όρη, τα ψηλά βουνά τον έχουν τον αέρα κι η νιότη κι η καλή καρδιά δεν είναι κάθε μέρα. Γι’ αυτό και παραμερίσετε τσ’ εισαγόμενους νερόβραστους πολιτισμούς κι αγκαλιάσεται τη παράδοση για να ’στε βέβαιοι πως τα κρεβάθια σας τα στρώνετε καλά και σωστά και πως το αποτέλεσμα θα είναι κατάκαλο. Γιατί έτσα δασκαλεύουνε οι φυσικοί νόμοι πως κάθε πλεούμενο απού βγαίνει από το λιμάνι χωρίς πυξίδα κι άγκυρα χάνεται στην απεραντοσύνη των ωκεανώ. Κι έτσα με δασκάλεψε κι εμένα η πολυετής φοίτησή μου στη ζωή, με τα πολλά βάσανα και τσι πάρα πολλές δυσκολίες κι εδά απού «Προς εσπέραν έστι και κέκλικεν η ημέρα» (Λουκ. ΚΔ’ 29). Συμβουλή σας αφήνω αγκαλιάσετε την παράδοση απού έθρεφε τσι παλιές γενιές και δεθείτε με τσ’ άγκυρες με τσ’ ηθικές αξίες και προχωρείτε με θάρρος στη ζωή.

Γιατί κατά τον Απόστολο Παύλο «Πάντα μοι έξεστιν αλλ’ ου πάντα συμφέρει» (Κορινθ. Α’ 6, 12). Το λοιπός αναντρανίσετε και ξαναζωντανέψετε. Το γεροντάκι

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Αναλικώνομαι = Γίνομαι ενήλικας Ανατριχιάζω = Ακούω Γροικώ = Ακούω Αναστορούμαι = Θυμούμαι Διαλαλώ = Αναζητώ αγοραστή Στεκάμενα = Τα σπίθια και οι περιουσίες Κλαδερό = Θαμνώδης τόπος Ξεφάντωμα = Διασκέδαση γάμου Κατέχω = Ξέρω Το κακό συναπάντημα = Η κακιά στιγμή κι οι ατυχίες Λαλούσανε = Προχωρούσανε Αλικοντίζω = Εμποδίζω Αργαστήρι = Αργαλειός Σκολάδες = Γιορτές Καματερή = Εργάσιμη Καματερεύω = Καλλιεργώ χέρσο χωράφι Απατός μου = Εγώ ο ίδιος Αναντρανίζω = Αναζηκώνομαι Επαέ = Εδώ


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα