Τον θυμάσαι πριν πέντε χρόνια στο ασανσέρ με τα δυο μεγαθήρια ή βουβάλια, δεν ξέρει ακριβώς τι ήτανε, που κόντεψε να πάθει ασφυξία;
Οχι; Ααα, αυτό σημαίνει πως δεν με διαβάζεις μετά προσοχής. Το ξεπερνώ όμως και σου τον παρουσιάζω όπως έμπασε από τότε, σαν νά ‘τανε μεταξωτό μπολερό σε καυτό νερό.
Έχει κατέβει στο ένα και πενήντα τρία ύψος και τα κιλά του, που αποτέλεσαν αντικείμενο ενδελεχούς μελέτης επιστημόνων, υπολογίζονται στα 34 και διακόσια γραμμάρια. Ολιγόφαγος και σκελετωμένος, κατατάσσεται στα πτηνά. Κάτι μεταξύ σπουργίτι και τσίχλας. Οταν φυσά, δεν κυκλοφορεί μην τον πάρει ο αέρας και δεν ζυγίζεται πια στο φαρμακείο γιατί δεν τον αισθάνονται τα ελατήρια της ζυγαριάς. Δείχνουν μηδέν.
Καλό παιδί και καύχημα έχει το όνομά του. Σώτης. Από Σωκράτης, των αρχαίων.
Πρόσχαρος, νομοταγής, ανοιχτοχέρης και φιλοσοφων, στηριζόμενος στη θεωρία ότι το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι προχουντικά ήταν 56 κιλά χωρίς ρούχα κι ένιωθε χοντρός. ΠροΔουΝουΤικά, πήγε στα 53, βαριά –βαριά. Με τη βοήθεια του Θεού περάσανε τα χρονάκια, συνέβαλαν αξιότιμοι τινές με φιλανθρωπικά κίνητρα ορμώμενοι, όπως Μέρκελ, Λαγκάρντ, Σούλτς μαζί με κάτι παιδιά, πραγματοποιήθηκε η ελαχιστοποίηση (όπως λέει ο αυθάδης ) της σύνταξής του. Επέδρασαν κι άλλοι τινές εξωγενείς παράγοντες όπως αρρώστιες κι ανατιμήσεις, αναγκάστηκε να μειώσει αναλόγως το φαγητό. Αν τώρα προσθέσεις και την οδοντοστοιχία του που έσπασε και θεωρείται μέγα παράπτωμα για το ταμείο που δεν συμμετέχει στην επισκευή της, ίσως γιατί δεν συγχωρείτε το μέγα λάθος της κατανάλωσης περιττών εδεσμάτων, σούφρωσε ο Σώτης μας…
Οπότε ο ευτυχής τούτος νεοέλληνας κατέβηκε στο ένα και πενήντα δύο με προσέγγιση εκατοστού, και με δικούς του υπολογισμούς, στα 35 κιλά. Δεν πηγαίνει συχνά στο μπακάλικο γιατί ως μέλος της κατηγορίας των τιμημένων γερατειών, δεν χρειάζεται σχεδόν τίποτα. Μα ούτε και φτάνει τα ράφια.
Μην τα πολυλογούμε, όλα τούτα και κάτι δωράκια από την εφορία κι άλλα παρόμοια, τον έκαναν να νοιώθει άρχοντας στη θέα των εδεσμάτων κι ευτυχής που δεν έχει δόντια.
Αυτός λοιπόν, ο Σώτης, που τρέμει από αδυναμία όταν περπατά και από φρίκη μην πτωχεύσουμε ή μη φυσήξει δυνατός αέρας, με ξύπνησε πάλι μεσάνυχτα να του ερμηνεύσω ένα ευχάριστο όνειρό του. Κι άρχισε, λαχανιασμένος.
– Ητανε, που λες, Κυριακή πρωί κι είχε ένα καυτερό ήλιο που βγήκα στην πλατεία να ζεσταθώ. Βρήκα κι ένα παγκάκι άδειο, έκατσα, σχεδόν ξάπλωσα. Νόμιζα πως ήμουνα βασιλιάς κι έβλεπα κατάματα τον ήλιο που θαρρείς ντράπηκε και κρύφτηκε. Δεν ερχόταν πια πάνω μου και κρύωνα.
Άξαφνα όμως, ένας καυτός αγέρας φύσηξε, κόντεψε να με ρίξει κάτω, μα κρατήθηκα σε μια χούφτα που απλώθηκε δίπλα μου. Ητανε χούφτα γυναίκας γιατί είχε βυσσινιά μακριά και γαμψά νύχια. Φοβήθηκα μη με αρπάξει και θελήσει να με βιάσει. Νηστικός και ανήμπορος όπως ήμουνα, θα γινόμουν ρεζίλι. Κατά καλή μου τύχη αυτό δεν συνέβηκε μα τρόμαξα σαν άκουσα τη βροντώδη φωνή της να με καλεί.
– Σώτο είσαι το είδωλό μας! Κάτω τα μονοπώλια!
Γύρισα, είδα, μια μαυριδερή κι άσχημη τσαούσα, με δυνατά μπράτσα να με σέρνει και τα κόκκινα μάτια της να με τρυπάνε. Έκανα να σηκωθώ, μα άλλο χέρι, πιο μαλακό, με νύχια κι αυτό αλλά ψεύτικα, πρασινοκίτρινα, με τράβαγε απ’ την άλλη. Ήμουνα σίγουρος πως είχα πέσει θύμα βιαστριών, κι ετοιμαζόμουνα, μπορεί και χαρούμενος, να τους δοθώ αμαχητί, μέχρι που, φασαρία, πανδαιμόνιο ακούστηκε και μια κοπανιά φανήκανε κοπελάκια βυζανιάρικα να πηδούν απάνω μου και να με καθησυχάζουν.
– Έλα μπάρμπα, θα σε κάνουμε ήρωα! Μην ακούς τούτες.
Κείνη την ώρα ηρέμησα, γελούσα κι ήθελα να τραγουδήσω «εις το βουνό ψηλά εκεί…», μα δεν πρόλαβα. Κι άλλη φιγούρα ξετρύπωσε απ’ τα θάμνα να φωνάζει.
– Κάτσε κι ερχόμαστε να σε σώσουμε! Μην κουνιέσαι.
Γυρίζω, ήντονε ένα θωρηκτό, κάτι ανάμεσα Θοδωρή και Βαγγέλα, χωρίς υπερβολή.
Δεν ήξερα τι να κάνω, και προτού αρθρώσω λέξη, δυο παλικάρια τρέξανε και χωρίς να κοιτάζονται μεταξύ τους, με αρπάξανε, γρατζουνίστηκα απ’ τα νύχια των γυναικών, πάσκιζα να με δει ο ήλιος μπας και ζεσταθώ, μα τον κρύβανε τα κεφάλια ολωνώνε. Σκοτείνιασε τότε, μ’ έπιασε πανικός μην κι είναι όλοι ένα πράμα κι υποστώ ομαδικό βιασμό, έκλαιγα, ξύπνησα και τουρτούριζα.
Πες μου Γιωργάκη να χαρείς. Είναι για καλό μου;