Η Ελλάδα ένεκα των εσωτερικών ερίδων δεν έχει πάντα και καλούς φίλους. Το πώς απέκτησε τελευταίως μερικούς, είναι απορίας άξιον, όπως αδιευκρίνιστο παραμένει, γιατί ο κ. Παπαδήμος ανακίνησε τώρα το θέμα του δημοσίου χρέους και δεν το έθεσε επί τάπητος, όταν ως πρωθυπουργός, διαπραγματευόταν το P.S.I. Η κατάληξη αυτού του “κουρέματος” ήταν, κατά τη γνώμη επιφανών οικονομολόγων, επιζήμιο για τη χώρα, γιατί χρεωθήκαμε επί πλέον 130 δισ. ευρώ και έκανε το χρέος επαχθέστερο επιτείνοντας τη διαιώνισή του.
Συγκέντρωσε ο κ. Παπαδήμος την 18η Ιουνίου στο Μ. Μουσικής διάφορα πρόσωπα, που έχουν κύρος σε υποθέσεις οικονομίας, με θέμα συζητήσεως “Τραπεζική Ενωση, Νομισματική Πολιτική, Οικονομική Ανάπτυξη”. Παρόντες ο κ. Στουρνάρας της ΤτΕ, ο κ. Χαρδούβελης υπ. Οικ/ών, οι κ. Γιαννίτσης και Ράπανος, πολλοί μεγαλοτραπεζίτες, ο εκλεκτός των οικονομολόγων πανεπιστημιακός του Χάρβαρντ Μπένζαμιν Φρίντμαν, ο κ. Μπόφιγκερ του Γερμανικού Συμβουλίου Οικ/κών κ.ά.
Ο κ. Παπαδήμος μίλησε για την ανάγκη ίδρυσης μιας γνήσιας τραπεζικής ένωσης που θα εξασφαλίσει “βιώσιμη ανάπτυξη”. Η ομιλία του διεκόπη από διαμαρτυρίες ομολογιούχων οι οποίοι ζημιώθηκαν με το “κούρεμα” των επενδύσεων σε ομόλογα του Δημοσίου, εμπιστευθέντες το ελληνικό κράτος ο πρώην πρωθυπουργός μετά την αποκατάσταση της τάξεως στη συνέχεια της ομιλίας του απέφυγε ν’ απαντήσει στους ομολογιούχους.
Ο κ. Φρίντμαν, γνωστός για τις λογικές αντιλήψεις του και την αντικειμενικότητά του σε θέματα επίλυσης χρεών ανά τον κόσμο, στην ομιλία του περιέλαβε και το ζήτημα της υπερχρέωσης του Ελληνικού Δημοσίου. Ομίλησε κάνοντας σύγκριση του μεταπολεμικού χρέους της Γερμανίας, που τότε ήταν τεράστιο, με το επονείδιστο σημερινό το δικό μας. Επαίνεσε ως δίκαιη την απόφαση των συμμάχων με τη Συμφωνία του Λονδίνου (27 Φεβ. 1953) που διεγράφη το 60% του χρέους της Γερμανίας και διευθετήθηκε το υπόλοιπο να εξοφληθεί μακροπρόθεσμα σε υποτιμημένα μάρκα, ανάλογα με την ανάπτυξη και την οικονομική ευρωστία. Επί πλέον βοηθήθηκε με το σχέδιο Μάρσαλ να αναπτυχθεί και βιομηχανικώς.
Αναφερόμενος στο ελληνικό χρέος επεσήμανε ότι “δεν δικαιολογείται από οικονομικής και ηθικής πλευράς η Γερμανία να είναι η μοναδική… της οποίας το χρέος… διεγράφη”. Είναι γνωστό ότι με αυτό που έγινε, με την Ελλάδα, όχι μόνον δεν μειώθηκαν τα χρέη της, αλλά τα νέα ομόλογα και το δεύτερο δάνειο, όπως και το πρώτο, υπήχθησαν στη διαδικασία των Ελβετικών δικαστηρίων υπό το Αγγλικό δίκαιο.
Η Γερμανία δεν είχε τέτοια ρύθμιση, οπότε μπορούσε να αρνηθεί εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων. Είχε και άλλη προνομιακή μεταχείριση, διότι της επετράπη να παράγει βιομηχανικά και αγροτικά προϊόντα απεριορίστως και να αποκτά πλεόνασμα. Η Ελλάδα υποχρεώθηκε σε ποσοστώσεις όσον αφορά την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών. Το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να προστατέψει τη βιομηχανία και τη γεωργία με επιδοτήσεις, διότι θα εβλάπτετο η παραγωγή παρομοίων προϊόντων των χωρών της Ε.Ε.
Η μη διευθέτηση των διενέξεων επί θεμάτων χρέους από τα ελληνικά δικαστήρια στέρησε από το κράτος του δικαιώματος να επικαλεσθεί αναταραχές, διασάλευση της δημοσίας τάξεως και κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και να προβεί σε παύση πληρωμών. Πρόκειται περί εγκλήματος που επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ και το αναγνωρίζει εμμέσως ο κ. Φρίντμαν. Δεν είναι ηθικό, για το ίδιο θέμα να ισχύουν άλλα μέτρα και άλλα σταθμά σε δύο χώρες. Κάτι που έγινε μια φορά δεν αποκλείεται να ξαναγίνει.
Η Διάσκεψη του Λονδίνου έγινε με ευνοϊκούς όρους για τη Γερμανία, να τη χρησιμοποιήσουν οι Σύμμαχοι κατά το δοκούν. Στην Ελλάδα εδημιούργησαν με επαχθείς όρους το χρέος για τον ίδιο σκοπό. Η διαφορά έγκειται στο ότι οι νικητές κατέστησαν νικημένοι και διερωτώμεθα ποιος μας κατευθύνει τώρα η Γερμανική Ευρώπη ή η Ευρωπαϊκή Γερμανία!
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο για την και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας,
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.