Τση μέρες απου περάσανε μασε εξεκουφάνανε οι τελεοράσεις, για τον αποθαμό του αθρώπου απου ήτονε ο τελευταίος βασιλιός στον-τόπο ετούτονε. Τσι περαζούμενους καιρούς, είχαμε αποζυγώξει κάμποσες φορές τσι βασιλιάδες και κάθε φορά ελέγαμε πως ετελειώσαμε με τούτους σας. Μόλις εβρίστανε όμως αναμπουμπούλες, μας τσι γαέρνανε οπίσω. Ετούτονα ήτονε γινωμένο και ξαναγινωμένο, αλλά ως επαέ ήτονε. Εδά, όη πως το μόνο λέω εγώ, παρά ούλοι το κατέμε, τσι ξεκουρμουλώσαμε κι εξεμπλέξαμε με τούτους σας.
Μούχε πωμένο ο δάσκαλος του χωργιού πως απήτις εζυγώξαμε τη τουρκιά από ένα μιτσό κομμάτι τση παλιάς Ελλάδας, μασε μπέψανε οι Φράγκοι το μ-πρώτο, σαν το αφεντικό, να μάσε βάνει τα χαλινάργια. Όπως μου τά ΄λεγε, απου κατέει και καλά, τον Οχτώβρη στα 1862 τον εδιώξαμε, το Μάρτη στα 1863 μασε μπέψανε, φρέσκο πράμα, ένα ν-άλλο. Σου λέει ανε μ-περάσει πολύς καιρός θα μάθουνε χώρις βασιλιά και δε θαν΄ αφήκουνε να μπέψομε άνθρωπό μας εκειά να τωνε σέρνει το χαλινάρι, για τούτονα τονε εμπέψανε ογλήγορα το γ-καινούργιο.
Τσι επόμενες φορές απου τσι διώχναμε, δεν μας τον αλλάζανε μας εγαέρνανε οπίσω τον ίδιο. Σα να μπέμπεις ένα χαλασμένο μηχάνημα από ΄κεια που το πήρες, να λέεις δεν το θέλω, αλλά να σου το γαέρνουνε οπίσω χώρις να το θειάξουνε γή να το αλλάξουνε.
Να μη λέμε όμως για τσι ξένους, ετούτοινα κάνουνε ό,τι έχουνε διάφορο. Για να γενεί μπορετό να γαέρνουνε οι Φράγκοι οπίσω πάλι βασιλιάδες, εβοηθούσανε πολλοί δικοί μας απου ήτονε σφουγγοκωλάριοί ν-τωνε, ίδια τσά μου τσί ΄πε ο δάσκαλος. Είντά ΄ναι ετούτονα του λέω και μου αντιγαέρνει πως, όντε είχαμε εμείς τη Πόλη, έτσα ελέγανε ένα πολλά μπιστικό του Βασιλιά. Το βάνω κι εγώ στσι γιαφτάδες μου (συμπαθεμό κιόλας) να κάνω το γραμματιζούμενο, όη να μου λέει η κερά πως τζάμπα το μελάνι απου χαραμίζω, μένουνε κι οι δουλειές οπίσω για να κάνω το γραμματικό.
Και για το λάλο ετούτουνα απου απόθανε εδά, κατά που μού ΄λεγε ο δάσκαλος, ανείχαμε στα 1915 άλλο στα πράματα κι όη το Βενιζέλο, η Ελλάδα θα ν΄έμενε το πολύ ως την Καβάλα. Δεν ήθελε να μπούμε στο μ-πόλεμο με κείνους σας απου είχαμε να περιμένομε πράμα καλό για τον τόπο, παρά να κάμομε ό,τι εσύφερνε τη δικολογιά ν-του τσι Γερμαναράδες. Ο Βενιζέλος είχε καταλαβωμένο είντα ήτονε καλό για τον τόπο, είχε καρδιά κι έκαμε άλλο κράτος στη Σαλονίκη. Ήτονε κακό πράμα να κοπεί η Ελλάδα στα δυο, εδά όμως κατέμε πως ό,τι έκαμε ο Βενιζέλος, εσύφερνε τον τόπο.
Το γ-καιρό εκείνονα τα τσιράκια του βασιλιά εκάμανε ασκήμιες και στα Χανιά, απου ήτονε ο τόπος του Βενιζέλο. Τόχω γραφτά σε ένα κιτάπι εκείνουνα του καρού, απου μ΄ άφηκε ο κύρης μου.
Ως όξω, εξοβγάλανε και τον Κωνσταντίνο εκείνονα, εμπήκε η Ελλάδα στο μ-πόλεμο κι επήρε, απου τη Σαλονίκη και πέρα όσα μπόρεσε, απου τσι τόπους απου εδιάγανε Ρωμιοί.
Όντε ν-ήρθανε οι χουνταίοι στα 1967, την ώρα απου έπρεπε να πει, εγώ θέλω κυβέρνηση απου εκλογές, των έκαμε το χατίρι, τσι όρκισε και τσί ΄καμε γκουβέρνο με τη βούλα ν-του. Έβγαλε και φωτογραφία μαζί ν-τωνε με ούλα τα λιλιά ν-του κι ετσα εκάτσανε στο γκαφά μας εφτά χρόνους. Απής του ΄πανε τα τσιράκια ν-του πως ετούτονα απού ΄καμες είναι κακό τση κεφαλής σου, έκαμε πως ετσακώστηκε με τ΄ αφτούς και πως επήγε να τσι ρίξει. Μουδέ ο γ-ίδιος δεν το πίστεβγε, εμάς ήθελε να περιπαίξει. Άλλο λίγο να μασε πει πως εζώστηκε τ΄ άρματα να κάμει αντάρτικο. Πρέπει πως εμπουρδουκλώθηκε, αλαξοστράτισε κι αντίς να πάει στη Γκιώνα στα βουνά τση Λαμίας, επήγε στη Ρώμη τση Ιταλίας.
Ετούτανα είναι ανήκουστα για ένα βασιλιό απου η δουλειά ν-του είναι νάει το νου ν-του να γίνουνται τα πράματα σωστά, να κυβερνά όποιος είχε το λαό μαζί νμ-του κι όη τα τανκς, ετούτονα τον όρκο δούδει. Διάλε το λεπάρι τ΄ άφηκε τση μάνας του τση Φρειδερίκης.
Δε πιστέβγω πως ανε βρεθεί στσι εγγλέζους κιανείς Παπαδόπουλος θα του δώκει ο βασιλιός τωνε την ευκή ν-του όπως έδωκε ο δικός μας. Ο γαμπρός μας τση Ισπανίας εστάθηκε κατά πως ήτονε πρεπό σε ένα δικό ν-του απου ήθελε να γενεί Παπαδόπουλος. (Άλλο πράμα απου ήτονε λιγάκι λαδιάρης. «Έτερον εκατέρωθεν» απούλεγε κι ενας μπάρμπας μου).
Μπάρε μου το Δεκέβρη στα 1974 επήρε το πασαπόρτι κι οι φίλοι μας οι Φράγκοι δεν εδείξανε κιαμιά σφίξη να μασε μπέψουνε άλλο απου το αντρολάσι ν-τωνε. Η γ-αλήθειά ΄ναι εθωρούσανε πως ήμαστονε για τα καλά κουρτισμένοι στη γ-κούρτα ν-τωνε, ήτονε φραμένο και το ποροκούρτι.
Να σασε πω είντα έμαθα ετούτεσες τσι μέρες. Ο Καραμαλής είχε πωμένο (στα 1997) πως (στα 1975), ο βασιλιάς εσεισοκουνιούντονε να μασε φέρει στο γκαφά δικούς του χουνταίους. Σασε λέω το ψώμα, λέω και το ψωματάρη, ανε είναι ψώμα, απου φοβούμαι πως δεν είναι. Μπάρε μου, απού ΄κεια κι ύστερα, έδειχνε να τόχει καταλαβωμένο πως ήτονε τελειωμένα τα βασιλικά ν-του ψωμιά κι απής τα 1990 ήρθε κι έδιαε φρόνιμα στο ν-τόπο μας.
Πριχού γενεί βασιλιός, είχαμε καμωμένους και τσι γάμους του. Ήτονε Φράγκοι στη ράτσα, δεν τσοι αφήνανε να παντρεφτούνε Ελληνοπούλες κι άμα ήτονε κάθα γείς του καιρού ν-του για παντρειγιά, εγυρέβγαμε νύφη από ούλη τη Φραγκιά. Απου την Αγγλία μουδέ να μασε φτύσουνε, όη να μασε δώκουνε κιαμιά πριγκηπέσα ν-τωνε. Εβρίσταμε δευτερότερες και ο τελευταίος απου απόθανε εδά, του δώκανε νύφη απου την Δανία. Τονε παντρέψαμε με μεγαλεία σαν να ΄μαστωνε παραλήδες απου βροντά το κεμέρι ν-τωνε.
Εξεπρουκήσαμε καλά και την μιαν αδερφή ν-του και τη δώκαμε του Ισπανού. Την άλλη αδερφή δεν επρολάβαμε να τηνε παντρέψουμε ώσπου εφύγανε απου το Ρωμαίικο κι έμεινε ως όξω απάντρεφτη, πρέπει πως δεν είχε ποιος να τση δώκει ξεπρούκι. Ρωμιό δεν εμπόργειε να πάρει, θα ν-εχάλα η μόστρα του παλαθιού. Διάλε κρίμας το κελεπίρι απου χάσαμε.
Μούπε κι άλλα πολλά ο δάσκαλος, παρά τα ξεχνά ο έρημος νους. Απής έκοψα το ν-τζιγάρο δεν έχω και που να γράφω, άμα δε θέλω να ξεχάσω πράμα. Δε θυμούμαι πότες, έκοψα να παίρνω απου χύμα τα τσιγάρα “ΜΑΤΣΑΓΓΟΣ», (άλλοι παίρνανε τα «ΕΘΝΟΣ») κι έπαιρνα το 5άρι του Παπαστράτο. Εκειά έγραφα ό,τι ήθελα να μην ξεχάσω, όντε ν-ήμουνε όξω απου το σπιτικό μου.
Να το κατέτε, δε λέω πράμα κακό για τον άθρωπο απου απόθανε. Ο πόνος του αποθαμού είναι μεγάλος για ούλους, άμα αγαπάς τον άθρωπο απου έχασες. Κάθα γεις άμα χάνεται λείπει απου τσι εδικούς του αθρώπους και σάϊκα πονεί, το πλια πολύ, η φαμελιά ν-του. Λέω όμως για όσα έκαμε στο βασιλίκι ν-του, απου μας έκατσε στο γκαφά χώρις να ρωτήξουνε κιανένα, μόνο και μονο επειδής ήτονε κι κύρης του βασιλιάς. Δε γ-κατέω πόσα απου τα λιλιά του βάλανε απάνω στο γ-κρέβατο. Να σασε πως κιόλας πως δεν το ΄χω καταλαβωμένο γιάντα έχουνε ετόσανα λιλιά και τα κρεμούνε στο μπέτη ν-τωνε, όντε ζιούνε. Που τα βρίστουνε ετόσανα, κάθε αρχιχρονιά παίρνουνε κι ένα; Θα πιάσω κι εγώ το λοιπός να κρεμάσω στο μπέτη μου κιαμιά εικοσαρέ Αγιοβασιλιάτικα, θα βάλω και μια καπελαδούρα και θα βγω στο μεϊντάνι. Θα νάμαι βασιλιός, παρά πρέπει να το κάμω τση μεγάλης Αποκράς, επειδής ανε ν-τα βάλω άλλη σκόλη γή καθημερνή, θα μου παίζουνε ζάρπες. Ετούτονά ΄ναι ΄δά απου διαχωρίζει. Αν ήτονε ο κύρης μου βασιλιός θα εμπόρουνα να ΄χω χρουσά λιλιά και να τα φορώ κάθα μέρα. Να του παραπονούμαι απου δεν ήτονε; Όη, έχουνε κι αφτοί τα βάσανά ν-τωνε, τα θωρώ στη ν-τελεόραση. Δεν έχουνε στεμό, απού τραπέζι σε τραπέζι πάνε.
Η γ-αλήθεια ΄ναι πως, η σπιτέ του δικού μας αποφανίστηκε στό ξόδιο ν-του, είχε λεζέτι ο στεμός τωνε. Γιάντα να μην το πούμε πως εδείχνανε φαμελιά απου μετρά ο γεις τον άλλο. Δεν ήμουνε παωμένος στο ξόδι ν-του, δεν θα ν΄ επήγαινα ακόμης και να με καλιούσανε, αναθιβάλλω ότι εστράφαινα στη ν-τελεόραση. Δεν είχα κιανένα πεθύμιο να πάω, άσε που θέλουνε κι αναμάζωμα τα στιβάνια μου. Δεν εμπόρουνα να πάω ομπρός σε τόσους σας αρχόντους και ρηγάδες με τα χάλια απού ΄χουνε.
Δεν εκάθιζα ΄δα με τσι ώρες στη ν-τελεόραση, να αφήκω και τα μαρθιά μου να ψοφήσουνε τση πείνας. Όσο εστράφαινα όμως, είχανε λεζέτι απάνω ν-τωνε, όη σαν το ξόδι τση βασίλισσας των Εγγλέζω. Εκειά εθώρουνα τάχατες βαρυπεθούσες, απου το εσκέφτουντωνε κι άμα ήτονε απάνω ν-τωνε η τελεόραση, ελέγανε, εδά πρέπει να βάλω το κλάϊμα κι αμολούσανε το δάκρυ, όπως λέεις, εδά πρέπει ν-ανοίξω το βρυσάλι. Καλιά να χασκογελούνε, παρά να «κλαίνε» τον άθρωπό ν-τωνε ετσά.
Νάναι καλά η φαμελιά του δικού μας, να κάθουνται έπαε όσοι θέλουνε, νά ΄χουνε δουλειές κι οι σουχλίστρες τση τελεόρασης. Στο γκαφά μας να μη θέλουνε να κάτσουνε, εκειά θα τα χαλάσομε.
*ο ΚάτωΚεφαλιανός