Στέκι στο κέντρο τω Χανιώ, μέσα σε περιβόλι,
διατηρώ από παλιά και με γνωρίζουν όλοι.
Οι συμπολίτες που ‘ρχονται, για βόλιτα στον Κήπο,
κάθισμα βρίσκουν πάντοτε, από ‘κει ‘γω δεν λείπω.
Ιστορικό με ξέρουνε, καφέ αυτής της πόλης,
τα εκατό πενήντα μου, τα ‘χω περάσει μόλις.
Μ’ άλλα ιστορικά καφέ, έχω συνεργασία,
που στην Ευρώπη λειτουργούν, ονείρου πανδαισία.
Παρουσιάσεις γίνονται, βιβλίων κι εκδηλώσεις,
στον άνετο το χώρο μου, πίνεις καφέ… με δόσεις.
Ο Πολυράκης πάντοτε, δυο πίνει στην καθιά ντου,
γιατ’ αν κάμει τέσσερις, φοβάται την υγειά ντου.
Μα ένας άλλος Σφακιανός είπε, καλόν τον θέλει,
απού θα πιει και δεύτερο, κάηκε το κοπέλι.
Συχνά – πυκνά στο χώρο μας, έρχεται μια παρέα,
γροικάται φιλολογική, ακούσματα ‘χ’ ωραία.
Μια βολική ψάχνει γωνιά, χρειάζετ’ ησυχία,
αφού δεν χρησιμοποιούν, τα μέλη της ηχεία.
Και αν θα βρει το στέκι της, εις των Χανιών το Κήπο,
θα τον ακούσω δυνατό, μεσ’ την καρδιά το χτύπο.
Σταθάκη στο τιμόνι μου, έχ’ από Ποταμίδα,
π’ η φύση τον κομόλιθο, τον κάνει πυραμίδα.
Το σπάνιο φαινόμενο, αν δει ο επισκέπτης,
αυτού του όμορφου χωριού, πάντα θα μείνει ρέκτης.
Εννιαχωριανός,
μέλος λογοτεχνικής παρέας Χανίων