Κυριακή, 2 Φεβρουαρίου, 2025

Καφενεία… με ιστορία

Δεν θα βρεις πολυτέλειες, ούτε… περιττά πράγματα. Αυτή η απλότητα όμως που συναντάς στον εσωτερικό τους χώρο και η αμεσότητα του καφετζή, τα κάνει πιο φιλικά και πιο ανθρώπινα από πολλούς σύγχρονους, καλοσχεδιασμένους και μοντέρνους χώρους. Τα παλιά καφενεία στα χωριά των Χανίων φιλοξένησαν γενιές ανθρώπων, ήταν τα στέκια της κάθε εποχής, παράλληλα τα παντοπωλεία και τα κουρεία, ενίοτε και τα εστιατόρια για κάτι πρόχειρο, πάντα οι χώροι για τον πρωινό καφέ, την απογευματινή τσικουδιά, το βραδινό κρασί δίπλα στην ξυλόσομπα. Ορισμένα από αυτά τα καφενεία που σε πείσμα του καιρού παραμένουν ζωντανά, επισκεφθήκαμε και σας καλούμε να μοιραστούμε την εμπειρία μας…

ΣΤΟ ΜΕΛΙΔΟΝΙ: Ανοιχτό για το χατήρι της παρέας

«Οι οδηγίες που είχα ήταν ότι το καφενείο βρίσκεται στην πλατεία του Μελιδονίου Αποκορώνου. Μόλις έφτασα άφησα το αυτοκίνητο και στάθηκα μπροστά από το παλιό καφενείο. Η πινακίδα έγραφε “Καφέ – Παντοπωλείο ”Η θέλησις”. Νικ. Σ. Μαραγκάκη”. Από τη μία μεριά υπήρχε η παλιά αλουμινένια πόρτα, χαρακτηριστικό δείγμα των πρώτων παρεμβάσεων εκσυχρονισμού που είχαν γίνει πριν από πολλές δεκαετίες σε σπίτια και καταστήματα στα χωριά. Δεξιά υπήρχε η παλιά ξύλινη πόρτα».
«Το καφενείο αυτό το άνοιξε ο πατέρας μου το 1956», μου εξηγεί ο σημερινός ιδιοκτήτης του Βαγγέλης Μαραγκάκης.
Ο ίδιος αποφάσισε να κρατήσει ζωντανό το καφενείο το 2013 αφού βγήκε στη σύνταξη από την Πολεμική Αεροπορία.
Κοιτάζω γύρω τα αντικείμενα. Το παλιό τεζάκι, το παλιό ψυγείο, τα ξύλινα ράφια που κάποτε φιλοξενούσαν προϊόντα. «Το καφενείο λειτουργούσε αρχικά και σαν παντοπωλείο. Είχε όσπρια, ρύζι, κονσέρβες κ.λπ. αλλά και κατεψυγμένα ψάρια, ενώ σε μια γωνιά λειτουργούσε και ως χασάπικο!», σημειώνει ο κ. Βαγγέλης.
Ρωτάω τον κ. Βαγγέλη πώς θυμάται το καφενείο τις παλιές εποχές: «Το θυμάμαι γεμάτο κόσμο που έρχονταν να πιει τον καφέ του ή να ψωνίσει. Είχε τα πάντα για την εποχή εκείνη. Μέσα στο καφενείο θυμάμαι 4 – 5 τραπεζάκια να παίζουν πρέφα κι έξω να κάθεται ο κόσμος με το λουξ».
Το καφενείο ήταν σημείο αναφοράς για το χωριό εκείνα τα χρόνια. Απέναντι λειτουργούσε μάλιστα κι άλλο καφενείο δείγμα της ζωής που υπήρχε. Ωστόσο, από το 1990 και μετά η αντίστροφη μέτρηση για το χωριό ήταν έντονη. «Κι εγώ έχω σπίτι στα Χανιά αλλά μου αρέσει το χωριό και αποφάσισα να μείνω εδώ. Ετσι αποφάσισα να το περιποιηθώ λίγο και να το λειτουργήσω. Τώρα πια είναι το μοναδικό καφενείο στο χωριό και λειτουργεί μόνο και μόνο για το χατίρι του κόσμου. Αισθάνομαι ότι είναι σαν να προσφέρει κοινωνικό έργο.
Είναι σαν την όαση στην έρημο. Για να μπορούν κάποιοι άνθρωποι να κάνουν μια παρέα. Από την άλλη εγώ δεν το κάνω για να βγάλω χρήματα. Περισσότερο για παρέα το κάνω, αντί για να κάθομαι σπίτι, κάθομαι εδώ», τονίζει ο κ. Βαγγέλης, ενώ στην ερώτησή μου για την κίνηση του καφενείου στις μέρες μας απαντά: «Το πρωί δεν έχουμε σχεδόν καθόλου κόσμο. Στις 3 το μεσημέρι, για το χωριό θεωρείται απόγευμα, έρχονται 3-4 ηλικιωμένοι να πιουν τον καφέ τους και να πάνε σπίτι για φαγητό. Το βράδυ επίσης σπάνια θα έρθει κανείς. Η νεολαία δυστυχώς δεν πάει στο καφενείο».

ΣΤΗ ΒΑΘΗ: Καφενείο… και κουρείο!

Στην είσοδο του καφενείου πέφτεις πάνω σε μια καρέκλα κουρείου, στον καθρέπτη του και στα σχετικά σύνεργα. Η πινακίδα όμως είναι ξεκάθαρη: “Το κουρείο δεν λειτουργεί, απομεινάρι μιας εποχής”. «Εγώ ήμουν ο καφετζής εγώ και ο κουρέας. Έτσι ήταν τα χρόνια αυτά» αναφέρει ο κ. Τάσος Γεωργιλάς που για 40 χρόνια λειτουργούσε το οικογενειακό κατάστημά του.
«Ο πατέρας μου είχε καφενείο πιο μέσα από εδώ στη γειτονιά. Όταν πέθανε δεν έκανα εκεί και ενοικίασα αυτό το χώρο πάνω στο δρόμο. Στην αρχή έκανα δουλειά, τότε το χωριό είχε κόσμο, είχε και τα γύρω χωριά, υπήρχε μια κίνηση που συνεχώς μειωνόταν. Όσοι έφευγαν πήγαιναν προς τα κάτω ή προς το νεκροταφείο ή προς τη Χρυσοσκαλίτισσα για να ασχοληθούν με τον τουρισμό» λέει με χιούμορ ο κ. Τάσος.
Όπως κάθε παλιό καφενείο ήταν και παντοπωλείο με τα είδη πρώτης ανάγκης. «Ήταν εποχή που κάνανε αγώνα οι πελάτες για το ποιος θα πρωτοκαθίσει. Είχα τόσο κόσμο που μου έλεγε η γυναίκα μου πως αν συνεχίσουμε αυτή τη δουλειά, θα πεθάνουμε! Αυτά βέβαια παλιά! Τώρα μας έφαγε η καραντίνα αλλά και πάλι αραιά και πού ανοίγω. Δεν έχει κόσμο το χωριό -έντεκα άτομα είναι οι μόνιμοι κάτοικοι- και οι τουρίστες απλά περνάνε από εδώ για να πάνε στο Λαφονήσι» λέει ο κ. Τάσος που ετοιμάζεται μετά από 40 χρόνια να βάλει λουκέτο στο καφενείο τελειώνοντας έτσι μια εποχή…

ΣΤΙΣ ΚΑΡΕΣ ΑΠΟΚΟΡΩΝΟΥ: Σαν παλιό εκκλησάκι

Οταν πέρασα το κατώφλι στο καφενείο στις Καρές Αποκορώνου είχα μία αίσθηση ότι βρέθηκα σε κάποιο παλιό μονόκλιτο βυζαντινό εκκλησάκι. Τα αντικείμενα μέσα ελάχιστα. Το παλιό τεζάκι όμως ακόμα εκεί. Λίγα φλιτζάνια του καφέ, δύο “μπαρουτοκαπνισμένα” μπρίκια, ένα παλιό τάβλι και μια σόμπα για τον χειμώνα. Στον τοίχο μια παλιά φωτογραφία που δείχνει μια παρέα στην αυλή του καφενείου.
«Από όλους αυτούς μόλις ένας ζει πια», μου λέει ο Δημήτρης Καλογριδάκης που τα τελευταία χρόνια εκτελεί χρέη καφετζή στο μικρό κατάστημα. Ο ίδιος θυμάται σαν παιδί το καφενείο να σφύζει από ζωή: «Είναι ένα καφενείο πολύ παλιό, δεν θυμάται κανείς από πότε υπάρχει. Εγώ το θυμάμαι σαν παιδί αλλά και γέροντες που πέθαναν 100 χρονών το θυμόταν από όταν ήταν παιδιά να λειτουργεί».
Είναι μια ζεστή ημέρα του Μαΐου αλλά στην αυλή που καθίσαμε έχει δροσιά. Ο κ. Δημήτρης γυρίζει πίσω το ρολόι του χρόνου: «Παλιά υπήρχαν τρία καφενεία στο χωριό. Τώρα είναι το μοναδικό. Το θυμάμαι να είναι γεμάτο από κόσμο και καπνό. Χειμώνα μπορεί να κάθονταν μέσα 37 και 38 άτομα. Υπήρχαν 4-5 τραπέζια που έπαιζαν πρέφα ή σκαμπίλι κι όλοι οι άλλοι κοίταζαν. Το καλοκαίρι έξω μη συζητάς τι γινόταν. Γεμάτη η αυλή από ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και κάποιες γυναίκες που κουβέντιαζαν, έπλεκαν κ.λπ. Φαντάσου μόνο ότι εκείνα τα χρόνια ήμασταν 39 παιδιά που πηγαίναμε σχολείο εδώ στο χωριό!».
Τα καφενεία διαχρονικά δεν ήταν μόνο σημεία συνάντησης και ψυχαγωγίας αλλά και μια πηγή πληροφόρησης για τα νέα του χωριού, τα θέματα της αγροτικής παραγωγής, τις πολιτικές εξελίξεις κ.λπ. Ρωτάμε τον κ. Δημήτρη αν κατά τη μεταπολίτευση στις Καρές τα καφενεία διαχωρίζονταν σε “μπλε” και “πράσινα”: «Εδώ δεν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα γιατί παλαιότερα στο χωριό το 95% ήταν αριστεροί», απαντά.
Οπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις το μικρό καφενεδάκι στις Καρές λειτουργούσε συγχρόνως και ως μπακάλικο, εξυπηρετώντας τους κατοίκους για τα καθημερινά απαραίτητα ψώνια για το σπίτι αλλά και τα τσιγάρα τους.
Οι μεγαλύτεροι έχουν να θυμούνται που σαν παιδιά τούς έστελνε η μάνα τους για να ψωνίσουν και συχνά είχαν τα τυχερά τους: «Όλο και κάποιος υπήρχε συγγενείς ή γείτονας που θα μάς κέρναγε ένα λουκούμι!», θυμάται ο συνομιλητής μας.
Η σημερινή εικόνα του χωριού, ωστόσο, δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνα τα παλιά χρόνια: «Μετά το ’65 άρχισε σταδιακά να ερημώνει το χωριό. Έφυγαν 15 οικογένειες από εδώ και μετανάστευσαν, άλλοι στο εξωτερικό κι άλλοι στην Αθήνα. Καμία από αυτές τις οικογένειες δεν γύρισε. Ετσι σιγά – σιγά άρχισε να ερημώνει το χωριό».
Κοιτάζω τις ρωγμές στους τοίχους του παλιού καφενείου. Τα χρόνια βαραίνουν στο κτήριο του μικρού αυτού καταστήματος. «Σήμερα, το πολύ να έρθουν 5-6 άνθρωποι το απόγευμα. Όλοι μεγάλοι», αναφέρει ο κ. Δημήτρης.
Καθώς ετοιμάζομαι να φύγω περνάνε από το καφενείο δύο κτηνοτρόφοι που πηγαίνουν σε κάποια δουλειά. Σταματάνε για λίγο, ζητάνε από τον καφετζή δύο μπύρες. Όπως τις πληρώνουν τού λένε να κεράσει και τον ξενομπάτη. Σκέφτομαι ότι τα καφενεία μπορεί να λιγόστεψαν στα χωριά της Κρήτης και οι θαμώνες τους να είναι πια μετρημένοι, όμως οι παραδόσεις που τα ακολουθούν μέσα στα χρόνια φαίνεται πως είναι ακόμα ζωντανές…

ΣΤΟ ΒΛΑΤΟΣ ΚΙΣΣΑΜΟΥ: Μια μικρή… υπεραγορά

Περνώντας από την είσοδο του καφενείου στο Βλάτος Κισσάμου, η μύτη σου “σπάει” από τα μυρωδικά βότανα. Δίκταμο, ματζουράνα, ρίγανη, μαλοτήρα αφήνουν ένα ιδιαίτερο άρωμα καθώς τα βλέπουμε στα ράφια γύρω από το τραπέζι. Γιατί το καφενείο του κ. Γιώργου Κονταξάκη δεν είναι απλό καφενείο. Πουλάει προϊόντα κάθε είδους για τους ντόπιους αλλά και τους τουρίστες, λειτουργεί ως μια μικρή… υπεραγορά!
«Το 1978 όταν ξεκίνησα υπήρχαν άλλα 5 καφενεία στο χωριό! Τώρα είμαι μόνος… κυριολεκτικά» μας αναφέρει ο κ. Κονταξάκης. Μας δείχνει τα προϊόντα που πουλάει και λέει πως αυτά απευθύνονται πλέον περισσότερο στους επισκέπτες της περιοχής καθώς οι ντόπιοι πελάτες είναι ελάχιστοι.
«Όταν πρωτοέβαλα έγχρωμη τηλεόραση επικρατούσε το αδιαχώρητο! Αρχές δεκαετίας του ’80 δεν ήταν και πολλές. Και έρχονταν από τα Περβόλια, από τις Στροβλές για να δουν ποδόσφαιρο. Μουντιάλ και ό,τι αγώνες έδειχνε τότε η τηλεόραση. Μπορεί να είχα και 30 άτομα! Τα τελευταία χρόνια -για να κάνουμε τις συγκρίσεις- υπάρχουν μέρες που η είσπραξη είναι 1 και 2 ευρώ! Μας διάλυσε η πανδημία» αναφέρει ο καφετζής. Από τους 60 κατοίκους του χωριού του καφενείου είναι μόνο 2 κάτοικοι αυτοί που λέμε «του καφενείου. Οι υπόλοιποι νέοι ή γέροι δεν το συνηθίζουν».
Το κατάστημα του κ. Κονταξάκη λειτουργεί και ως μικρό ταχυδρομείο αφού εκεί αφήνονται γράμματα και λογαριασμοί. «Παλιά περνούσε κάθε μέρα ταχυδρόμος. Τώρα μια φορά την εβδομάδα, άντε όταν είναι να μοιράσει συντάξεις έρχεται δύο φορές. Μου αφήνει τα γράμματα ώστε να περάσουν από εδώ οι κάτοικοι αλλά τις περισσότερες φορές τους τα στέλνω εγώ στα σπίτια τους!» αναφέρει. Παράλληλα μας δείχνει τη συλλογή του από κάρτες από το εξωτερικό. Εκατοντάδες άνθρωποι που πέρασαν από το κατάστημα του έχουν στείλει κάρτες με μηνύματα για τον ίδιο, τους χωριανούς, με ευχές και πολλά καλά λόγια! Στους τοίχους πάμπολλες προσωπικές φωτογραφίες από τη ζωή του κ. Κονταξάκη αλλά και από πανηγύρια και μαζώξεις του χωριού.
Καθώς συζητάμε ο κ. Γιώργος ανάβει το γκάζι και ετοιμάζει έναν ελληνικό. «Το μυστικό είναι στο ανακάτεμα. Πρέπει να είναι πάντα προς τα δεξιά» λέει χαμογελώντας και μας εκμυστηρεύεται πως δύσκολα θα συνεχίσει να λειτουργεί το καφενείο του.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα