Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους

» Nicolas Mathieu (μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, εκδόσεις Στερέωμα)

Ειδήμων στη γαλλική λογοτεχνία σίγουρα δεν είμαι, αλλά νομίζω πως δεν αποτελεί κάποια παρακινδυνευμένη άποψη η προσέγγιση πως ο Μάης του ’68, λογοτεχνικά τουλάχιστον, έχει κορεστεί, χωρίς αυτό να σημαίνει, σε καμία περίπτωση, πως αποκλείεται να υπάρξει κάποια εξαίρεση που να επιβεβαιώσει την πραγματικότητα αυτή. Κάτι αντίστοιχο έχει συμβεί άλλωστε κι εδώ, με το Πολυτεχνείο για παράδειγμα. Ήθελα να ξεκινήσω έτσι το κείμενο αυτό, για ένα βιβλίο που πραγματικά απόλαυσα, βιβλίο που διαδραματίζεται σε μια δεκαετία την οποία η ευρωπαϊκή λογοτεχνία έχει κάπως παραμελήσει, και αναφέρομαι σε αυτήν του ’90. Τη θυμάμαι την ημέρα που πέθανε ο Cobain. Και θυμάμαι τη μέρα αυτή γιατί είδα στο διάλειμμα την κοπέλα που μου άρεσε τότε, δύο ή τρία χρόνια μεγαλύτερή μου, να γράφει με μαύρο μαρκαδόρο στο θρανίο της: Kurt Cobain 1967 – 1994, και όλο αυτό μέσα σε μια τεράστια καρδιά. Τότε ήμουν έντεκα χρονών και δεν ήξερα ποιος ήταν ο Cobain, ήξερα όμως πως είχε μόλις πεθάνει.
Και αν τα βιβλία εκείνα, που λένε ιστορίες παλιές, ιστορίες που πλέον έχουν λάβει διαστάσεις μύθου, έτσι όπως τις κατέγραψαν οι νικητές και τις ψιθύρισαν οι ηττημένοι, διαθέτουν κάτι το μαγικό, κάτι το εντελώς ανοίκειο για τους νεότερους, για εκείνους που δεν έζησαν εκείνα τα χρόνια, τα βιβλία που μιλάνε για εποχές γνώριμες στον αναγνώστη, εποχές στις οποίες εκείνος νιώθει πως ήταν παρών, κρίνονται με βάση την πειστικότητά τους στην ανάμνηση, διαθέτουν τον ρεαλισμό εκείνο που αντιστοιχεί στο κοινό παρελθόν ιστορίας και αναγνώστη. Ένα κουτί με αναμνήσεις αποτελεί πάντα ένα ισχυρό δέλεαρ, και ίσως γι’ αυτό η λογοτεχνία, και η τέχνη εν γένει, να επαναλαμβάνουν εμμονικά, θαρρείς, για μια περίοδο τις ίδιες ιστορίες, γιατί για κάποιους λειτουργούν ως κουτιά αναμνήσεων, είτε βρίσκονται στην πλευρά του δημιουργού, είτε σε εκείνη του δέκτη, ώσπου κάποτε το ενδιαφέρον γι’ αυτές τις ιστορίες φθίνει, τελικά παύει, και τότε, μόνο ό,τι είχε αυτόφωτη λογοτεχνική αξία επιζεί και περνά στις επόμενες γενιές. Όμως, από την άλλη, καθόλου απλό δεν είναι να διαβάσεις μια ιστορία την οποία πιστεύεις πως γνωρίζεις καλά, όπως για παράδειγμα αυτή του δεκατετράχρονου Αντονί, το καλοκαίρι του 1992 στη γαλλική επαρχία.
Ο Αντονί μόλις είχε κλείσει τα δεκατέσσερα. Για απογευματινό, καταβρόχθιζε μια ολόκληρη μπαγκέτα με La Vache qui Rit. Τις νύχτες, καμιά φορά, έγραφε τραγούδια, φορώντας ακουστικά. Οι γονείς του ήταν μαλάκες. Στο τέλος των διακοπών θα πήγαινε στην τρίτη.
Όσο για τον ξάδερφο, δεν σκοτιζόταν για τίποτα. Ξαπλωμένος στην πετσέτα του, αγορασμένη σε τιμή ευκαιρίας στο παζάρι του Καλβί, τη χρονιά που είχαν πάει κατασκήνωση, μισοκοιμόταν. Ακόμη και ξαπλωμένος, φαινόταν ψηλός. Όλοι τον έκαναν άνετα είκοσι δύο ή είκοσι τριών ετών. Ο ξάδερφος εξάλλου έπαιζε με αυτή την υπόνοια για να πηγαίνει σε μέρη όπου δεν θα έπρεπε να βρίσκεται. Σε μπαρ, σε νυχτερινά κέντρα, σε πουτάνες.

Μια ιστορία ενηλικίωσης χωρισμένη σε τέσσερα κεφάλαια, τα ζυγά καλοκαίρια της δεκαετίας του ’90, καθένα με το δικό του σημείο περιστροφής, μια δεκαετία φαινομενικά καθολικής οικονομικής ευμάρειας, τότε που η μεσαία τάξη μεσουρανούσε, ενώ τα εργοστάσια σιγά σιγά έπαιρναν τον δρόμο της μετακόμισης σε πιο φιλόξενου κόστους περιβάλλοντα, ολοένα και πιο ανατολικά. Αν ο Τζόναθαν Κόου ήταν Γάλλος, κάπως έτσι θα έλεγε την ιστορία ενηλικίωσης αυτών των εφήβων, με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα να αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας και όχι ένα απλό σκηνικό. Αναφέρομαι στον Κόου γιατί το μυθιστόρημα του Ματιέ είναι πρωτίστως πολιτικό, σε μια δεκαετία που στέκει γυμνή από πολιτικούς μύθους. Μια δεκαετία της οποίας τις συνέπειες ακόμα αντιμετωπίζουμε, μια δεκαετία που έχασε γρήγορα τη λάμψη της. Σε ιστορίες όπως αυτή που διηγείται ο Ματιέ, η ισορροπία ανάμεσα στο προσωπικό και στο συλλογικό κρίνει εν πολλοίς το τελικό αποτέλεσμα. Και σ’ αυτό ο συγγραφέας τα καταφέρνει περίφημα, εμπλέκοντας τον αναγνώστη με τις ιστορίες των ηρώων του. Ήρωες καλοφτιαγμένοι και πειστικοί, ιστορίες ταυτόχρονα γνώριμες και προσωπικές.
Διαβάζοντας την ιστορία αυτή, συνειδητοποίησα πως δεν είναι μόνο ο χρόνος που μοιράζομαι με τον συγγραφέα, αλλά και ο τόπος, που ολοένα και πιο ίδιος μοιάζει πια, ο -δυτικός- κόσμος από την πτώση του Τείχους και μετά. Δεν αρκεί πια το εξωτικό στοιχείο, δεν υπάρχει πια σχεδόν πουθενά το εξωτικό στοιχείο, και εκεί που υπάρχει σπάνια ξεφεύγει από την καρικατούρα του φολκλόρ. Τώρα μας έχει απομείνει η αλήθεια, συχνά άβολη και καθόλου λογοτεχνική από μόνη της, και η ιστορία του Ματιέ διαθέτει αλήθεια. Όχι γιατί όσα περιγράφει έγιναν στην πραγματικότητα, αλλά γιατί όσα περιγράφει είναι αληθινά. Είναι αληθινά με τον τρόπο που είναι αληθινοί οι ήρωες του Ουελμπέκ. Από το μυθιστόρημα αυτό απουσιάζει η οποιαδήποτε πρόθεση συναισθηματικής καθοδήγησης του αναγνώστη. Ο συγγραφέας δεν απαιτεί κάποιο συγκεκριμένο συναίσθημα για τους ήρωές του, γιατί είναι αληθινοί και άρα αμφιλεγόμενοι, πολυδιάστατοι στις αντιδράσεις τους αλλά και στην πρόσληψή τους. Η αλήθεια όμως δεν έρχεται χωρίς μειονεκτήματα, έτσι οι ήρωες του Ματιέ έχουν αρκετά στερεοτυπικά στοιχεία τόσο στη σύνθεση όσο και στη συμπεριφορά, στοιχεία ευδιάκριτα στον κόσμο γύρω μας.
Ο Ματιέ καταφέρνει να αποδώσει μια πλευρά της δεκαετίας του ’90, διηγούμενος μια καλή ιστορία, χωρίς να κυνηγάει ούτε την πρωτοτυπία ούτε τον εντυπωσιασμό, κινούμενος με περισσή άνεση σε έναν γνώριμο από χρόνια δρόμο, εκείνο του μυθιστορήματος ενηλικίωσης.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα