ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ 100 χρόνια από το μεγάλο κύμα του πλέον του ενός εκατομμυρίου “ανταλλάξιμων” Ελλήνων (προσφύγων) που αναγκάστηκαν, με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες στη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Πολλά γράφτηκαν επετειακά, πολλά θεατρικοποιήθηκαν ή κινηματογραφοποιήθηκαν. Αξίζει να διαβάσουμε κι ένα ποίημα που, κατά την άποψή μας, εκφράζει την υπερηφάνεια και τη μνήμη εκείνων που -όπως και κάθε κατατρεγμένος από διωγμούς και πολέμους, κρατεί:
«Δεν διακονεύω κι’ ούτε ζητώ ελεημοσύνη
Ψηλά το μέτωπό μου το κρατώ·/ στεφάνι κ’ οδύνη.
Τον Όμηρο βαστώ στην αγκαλιά,/ του Νου κορώνα,
και σας τον απιθώνω απ’ τη σπηλιά/ στον Παρθενώνα!
Σας φέρνω και την τέφρα των Σοφών/ των Εφεσίων·
σας φέρνω και το δέρμα των γραφών/ κι’ ευαγγελίων.
Σας φέρνω και της τέχνης τους ρυθμούς/ μαρμαρωμένους
και των ναών καμπάνες για κλαυθμούς/ του σκόρπιου Γένους.
Και πίσω ένα κοπάδι από ψυχές,/ ίσκιους θυμάτων,
με σφαχτερά, σπονδές και προσευχές/ μελλοθανάτων…!
Στα χέρια θυμιατήρια! Ταπεινά/ τα μάτια, Αθήνα.
Δεν διακονεύω· ο πόνος σάς περνά-/ Ρωμιέ προσκύνα».
(Μιχαήλ Αργυρόπουλος (1862-1949), Έξοδος, “Τα ανιστόρητα”, 1922-1924, Αθήνα, 1925) (Για την αντιγραφή,