Την περασμένη εβδομάδα ο κ. Τσίπρας δεν τέλειωσε. Έβαλε τη σφραγίδα του στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας αλλά και στον πολιτικό κόσμο, όπου υπάρχει η λεγόμενη κοινοβουλευτική αριστερά. Ήταν ξεκάθαρο το τι θα γινόταν.
Ο Τσίπρας εμφανίστηκε ως πολιτικός προερχόμενος από… κοινούς θνητούς και όχι από οικογενειοκρατικούς. Είχε προοδευτικές ιδέες, αλλά έκανε και λάθη, όπως όλοι, την πρώτη φορά. Οι αντίπαλοι του και μερικοί συνεργάτες του, φτηνοί και μικρόνοες δεν άντεξαν την απόφαση του, ούτε και έχουν συνέλθει ακόμα απ’ το σοκ που ακολούθησε η παραίτηση. Μερικοί, δε, εδήλωσαν ότι δεν έχουν λόγο παραμονής στον ΣΥΡΙΖΑ «τώρα που έφυγε ο Τσίπρας» και άλλοι ότι θα μείνουν γιατί το κόμμα έχει αρχή, αλλά δεν έχει τέλος.
Δεν φτάνει τώρα που το κόμμα έχει ν’ αντιμετωπίσει τις πληγές που άνοιξε η παραίτηση, έχει να ξεπεράσει προβλήματα με τον χρόνο όσον αφορά στις συνεδριάσεις των οργάνων του, στις οποίες, όπως λέγεται, δεν θα συμμετάσχει ο αποχωρήσας αρχηγός. Όποια ηγεσία, προσωρινή ή μόνιμη, εκλεγεί, θα ’χει λίγο χρόνο να προετοιμάσει το κόμμα μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές το φθινόπωρο και τις ευρωεκλογές σ’ ένα χρόνο από τώρα.
Το ερώτημα παραμένει, τι θα κάνουν οι οργανωμένες ομάδες από διαφορετικές ιδεοληψίες που συμπορεύτηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας τον Τσίπρα να τους εξισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί. Τα πρόσωπα που ακούγονται για την “επόμενη μέρα” είναι ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με την ομπρέλα των 53+, ο Παύλος Πολάκης, η Έφη Αχτσιόγλου, η Ρένα Δούρου και ο Αλέξης Χαρίτσης. Όλοι τηρούν στάση αναμονής. Το πιθανότερο είναι να κατατεθούν οι υποψηφιότητες και να κινήσει τις διαδικασίες η Κεντρική Επιτροπή, να γίνει και το Συνέδριο πριν τις δημοτικές εκλογές, γιατί κάθε καθυστέρηση αποβαίνει εις βάρος του κόμματος, όταν μάλιστα είναι ακέφαλο. Πάντως προσωπικότητες με πολιτική συγκρότηση και τόλμη δεν διαφαίνεται στο προσκήνιο και στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο να βγουν μπροστά.
Διαδίδεται στην Κουμουνδούρου ότι εκτός των άλλων προέχει να βρεθεί το πολιτικό όραμα στο οποίο θα στραφεί για να ενταχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, οπότε θα βρεθούν και τα πρόσωπα.
Το κεφάλαιο της πολιτικής ιστορίας της αριστεράς στην Ελλάδα έκλεισε τον κύκλο του και ανοίγει έναν άλλο σε μια περίοδο έντονων αντιφάσεων, στις οποίες οφείλουν ν’ απαντήσουν τα στελέχη σε ερωτήματα, όπως η επανάκτηση της τρωθείσης αξιοπιστίας του κόμματος, πώς πρέπει να γίνεται η μάχη των ιδεών, πώς να βρίσκονται μακριά απ’ τον λαϊκισμό στην απλή συμπεριφορά με τους οπαδούς τους και πώς να θεμελιωθούν οι σχέσεις εμπιστοσύνης με τις κοινωνίες που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ.