«Και όταν έπεσεν η Πόλη και οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα, ως διακόσες χιλιάδες περίπου ταχτικοί και άταχτοι, άλλοι από την Κιρκόπορτα και άλλοι από το ρήγμα του Αγ. Ρωμανού, και όλοι οι Πολεμάρχοι εγκατάλειψαν τας θέσεις των διά να σωθούν, εις τα πλοία ή οπουδήποτε αλλού, μονάχα η τούρμα της Κρήτης, όσοι εζούσαν, με αρχηγόν τον Καπετάν Γραμματικόν, αν και τραυματισμένον κι αυτόν σε πολλά μέρη του κορμιού του, εσκέφτηκεν ότι θα ήταν καλύτερον να μείνει στα πόστα της και να εξακολουθήσει να πολεμά, μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά να παραδώσουν τα όπλα». Καλλίνικος Μοναχός της Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους, εξ Ανωπόλεως Σφακίων. Από το βιβλίο του Πάρι Κελαϊδή “Σφακιανοί, οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου” (Αθήνα, 1991).
«Ένα πουλάκι ξέβγαινε ‘πο μέσα από την Πόλη./ Χρυσά ήταν τα φτερούδια του, χρυσά και κεντημένα./ Κι ήταν καμένα από φωτιά, μπαρουτοκαπνισμένα./ Πες μας, πες μας, πουλάκι μας, κάνα καλό χαμπάρι./ Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω/ Πήραν την Πόλιν η Τουρκιά, πήραν και το Φανάρι./ Πήραν και την Αγια Σοφιά». Δημοτικό τραγούδι.
«Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιοτάτην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω του θαύματος! Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα και εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον. Και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, η θάλασσα όλη κάμνει κύματα φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα. Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιώτατα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον, όπου έχει και των άλλων αρωμάτων». Από το βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο “Βίβλος Χρονική”, 1781.
(πηγή: www.vintivaistorika.blogspot.gr)
Στον απόηχο της όποιας θύμησης για την 569η επέτειο της άλωσης της Βασιλεύουσας Πόλης από τους Τούρκους, στις 29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη, οι σημερινές στάσεις. «Καίει η μνήμη άκαυτη βάτος», επιμένει να μας λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στο “Άξιον εστί”.
Και… στα πεταχτά
Παγκόσμια ημέρα κατά του καπνίσματος σήμερα 31 Μαΐου και… «Τις βλαβερές συνέπειες γνωρίζεις του τσιγάρου/ αφού σε φέρνει πιο κοντά στη γειτονιά του χάρου.// Το κάπνισμα μια απειλή μεγάλος ντουσουμάνης,/ αν δεν το κόψεις, φίλε μου, γρήγορα θα ποθάνεις.// Αν θες να είσαι υγιής πολλά χρόνια να ζήσεις/ κάθε κακή συνήθεια πρέπει να σταματήσεις».
Της Νεκταρίας Θεοδωρογλάκη, βέβαια, καλά το καταλάβατε, οι μαντινάδες. Τις συνυπογράφω, δεν το συζητώ. Και ως παλιός μανιώδης καπνιστής που ήθελε τρία πακέτα την ημέρα κι αν δεν το είχα κόψει μαχαίρι, εδώ και πολλά χρόνια, θα με είχε “κόψει” εκείνο.
“Γράμματα που δεν έλαβες… ψυχή μου”, ο τίτλος του τρίτου βιβλίου της γνωστής – άγνωστης Χανιώτισσας συγγραφέως Νεφέλης Ευαγγέλου (για ψευδώνυμο πρόκειται) που με τιμά χρόνια με τη φιλία της. Ύστερα από το “Όχι εγώ… το ημερολόγιο” (Αθήνα, 2021) και το “Ιστορίες μιας αγριοτριανταφυλλιάς” (Αθήνα, 2022). Κι αυτό από τις εκδόσεις “Λεξίτυπον”. «Μου έκανε αυτή την τιμή», γράφει η “Νεφέλη” στο φτερό του εξωφύλλου και συμπληρώνει: «Είμαι ταγμένη στην πόλη που γεννήθηκα -τα Χανιά- και δεν τα αποχωρίστηκα, παρά μόνο την περίοδο των σπουδών μου στο Α.Π.Θ. Γράφω από παιδί. Τα τελευταία εννέα χρόνια, δημοσιεύτηκαν πολλά λογοτεχνικά κείμενα μου -κυρίως διηγήματα- στον τοπικό Τύπο. Το θεώρησα σαν πρόκριμα για τη μετέπειτα, πιο σοβαρή, πλατιά προσπάθεια, και μάλιστα στην τρίτη ηλικία. Πιστεύω πως κάπου, σε κάποιο γράμμα, θα συναντήσει ο αναγνώστης τον εαυτό του, τις σκέψεις ή θα αναγνωρίσει δικό του λάθος, κάποτε ή και στιβαρή αντίσταση σε κάτι που ένιωσε ή και ήθελε πολύ». Τον συνάντησα πολλές φορές τον εαυτό μου στα “Γράμματα” σου, καλή μου φίλη! Κι αν διαβάζεται απνευστί κι αυτό σου το βιβλίο!