Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

Κάλαντα Πρωτοχρονιάς (Κρήτης)

«Ταχυά-ταχυά[1] ‘ν’[2] αρχιμενιά, ταχυά ‘ν’ αρχή του χρόνου, πρώτα που βγήκεν ο Χριστός σ’ τη γης κ’ επεριπάθιε κ’ εβγήκε κ’ εδιαλάλησε[3] σ’ ούλους τσοι ζευγολάτες[4].Ο πρώτος που τ[5]’ απάντηξε ήτον ο Άγιος Βασίλης.»
-Άγιε Βασίλη Δέσποτα, καλό ζευγάριν[6] έχεις!
-Καλό το λέω, αφέντη μου, καλό και βλοημένο, απού το βλόησ’ ο Χριστός με το δεξιόν του χέρι, με το δεξιό, με το ζερβό[7], με το μαλαματένιο[8], το μαύρο και το μελισσό[9], που ‘νε στεφανοκέρι[10]»
-Να ρωτήσω Δέσποτα πόσα μουζούρια[11] σπέρνεις;»

-Μετά χαράς, αφέντη μου, να σου τα μολοήσω. Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε, ψαρρές[12] και ρόβι δεκαοχτώ, και απονωρής στο σταύλο. Μ’ αλήθεια κάτω σ’ το γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, μουζούρι στάρι έσπειρα κι ένα πλατύ πινάκι[13]. Κ’ εκεί τα ανεδιαστήκανε[14] λαγούδια και περδίκια, μηδέ λαγούδιαν έπιασε μηδέ περδίκιαν είδα. Μα θέρισα κι αλώνεψα χίλια μουζούρια ‘καμα, με τα αποσκυβαλίδια [15]μου χίλια και πεντακόσια.
«Μ’ αλήθεια όντεν αλώνευγα και ο Χριστός επέρνα κ’ εκεί που στάθηκε ο Χριστός χρουσό δεντρόν εβγήκε. Κι απάνω η κορφίτσαν του χρουσή κ’ ολόχρουση είναι και κάτω η ριζίτσαν του όλο κι ολάργυρη είναι. Κι απάνω στη κορφίτσαν του πέρδικα κακαρίζει, κακάριζε-κακάριζε κι αν κηλαϊδείς κηλάϊδε κι εγώ θα χτίσω εκκλησιά  με δέκαοχτώ καμμάρες, κάθα καμάρα το κερί και κάθε δυό λαμπάδα και κάθε τρείς και τέσσερις[16] ώρηα, πανώρηα βρύση. Κι όσοι διαβάτες κι α διαβούν, περάτες[17] και περάσουν, να πίνουν το κρυγιό νερό τον Κύριο να δοξάζουν.»
(Στο πρώτο μέρος εμφανίζουν τον Χριστό να βγαίνει και να περπατά στη γη, με σκοπό να κηρύξει σε όλους τους γεωργούς,
Εδώ ονομάζονται ζευγολάτες γιατί στο όργωμα αλλά πολλές φορές και στο αλώνεμα χρησιμοποιούν ζευγάρι, ζώων κυρίως αγελάδων.
Συναντά πρώτα τον Άγιο Βασίλη που εμφανίζεται και αυτός γεωργός είναι.
Ξεκινούν ένα διάλογο βασισμένο στην κυριότερη απασχόληση των αγροτών που δεν είναι άλλη από τη σπορά, το θέρισμα και το αλώνεμα.
Στο τέλος ο Άγιος έχει διαπιστώνει τη παρουσία του Χριστού, γίνεται ένα θαύμα που οδηγεί στην κατασκευή μιας εκκλησίας. Μεταξύ των άλλων κατασκευών που υπάρχουν σε αυτή υπάρχουν βρύσες για να πίνουν νερό οι περαστικοί-οι ξένοι.
« Όσα άστρα είναι στον ουρανό και φύλλα είς τα δέντρα, τόσα ψιλά[18] ποκάμισα να καταλύσει[19] ο αφέντης.»
«Θωρείς εκείνην την κορφή, την άλλη την παρέκει; Εκεί κοιμάται ο αφέντης μας μαζί με την κεράν του. Και ποιος θα μπει και ποιος θα βγει να μας τονε ξυπνήσει;»
«Βάλε πανιέρι κάστανα, πανιέρι μοσκοκάρυα κι εγώ θα μπω κι εγώ θα βγω να σασε τονε ξυπνήσω!»
«Ξύπνησε αφέντη, ξύπνησε να φάμε και  να πιούμε. Να φας από λαγού μερί[20] κι από αγριμιού τη μέση!»
«Μα ‘παμε δα τ’ αφέντη μας κι ας πούμε τση κερά μας!»
«Κερά μαργαροτράχηλη[21] και φεγγαρομαγούλα και κρουσταλλένια του Μαϊού και πάχνη απού τα χιόνια απού τον έχεις τον υγιό, το λευκοκανακάρη. Λούεις και χτενίζεις τον κι είς το σκολειό τον πέμπεις. Κι ο δάσκαλος τον έβαλε να του καλαναρχήσει[22], κι εξέπεσεν του το κερί κι έκαψε το χαρτίν του
Κι έκαψε την κάρτσαν του την πολυξομπλιασμένη[23] απού[24] εξομπλιάζανε[25] οι τρείς βασιλοπούλες. Που βάνε η μια τον πόθον τση κι άλλη την δουλειά τση κι η Τρίτη η καλύτερη βάνει την ομορφιά τση.
»Κι ο δάσκαλος τον έδειρε με ένα χρουσό βεργάλι[26] και η κερά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι. Παίρνει τονε παραπόνεσι το φόρος[27]-φόρος πάει. Κι οι γι άρχοντες του λέγανε:
-Μωρέ μοσκοαναθρεμένε[28]!
Και τα μικρά αρχοντόπουλα:
-Μωρέ μαγκλαβισμένε[29]!
«Είπαμε δα και τση κεράς ας πούμε και τση βάγιας!»
«Άψε βαγίτσα το κερί και βάγια το λυχνάρι, για ιδέ και συντήρηξε[30] ίντα θα μάσε δώσεις. Απάκι γη λουκάνικο γη από μερό κομάτι κι απού την μαύρην όρνιθα κιανένα αυγουλάκι. Κι απού το κασελάκι σου κιανένα τσικινάκι[31], κι απού το κρασοπίθαρο κιαμιάν κουπιά[32] κρασάκι, κι απού το λαδοπίθαρο ένα κάρτο[33] λάδι.
Μα ακόμη δεν τον ηύρηκες το μάνταλο να ανοίξεις, να μασε δώσεις τίβοστι[34] κι ύστερα να σφαλίξεις[35]. Κι αν είναι με το θέλημα, χρουσή περιστέρα, άνοιξε τη πορτέλα σου να πούμε καλή σπέρα.»
(Στο δεύτερο μέρος ζητούν να πουν τα κάλαντα σε κάποιον αφέντη του τόπου.
Ξεκινούν από μιά ευχή προσπαθώντας να γίνουν  δεχτοί. Παρά τις αντιρρήσεις της υπηρεσίας φαίνεται τελικά πως καταφέρνουν να του πουν τα κάλαντα.
Μετά θέλουν να τα πουν και στην αφεντικίνα που για το λόγο αυτόν την εξυμνούν αυτή και τον γυιό της.
Περιγράφουν ένα επεισόδιο στο σχολείο όπου ο δάσκαλος δεν χαρίζει στο αρχοντόπουλο, αλλά η τιμωρία γίνεται με χρυσή βίτσα, έτσι για να υπάρχει κάποια διάκριση.
Μετά την κυρά έρχεται κη σειρα της Βάγιας.  Από αυτήν ζητουν να τους δώσει κάτι σε τρόφιμο αλλά και χρυσό νόμισμα που γνωρίζουν πως φυλάει στη κασέλα της.
Ε! τελικά και  μια καλησπέρα ευπρόσδεκτη είναι.)
«Κι επά απού καλαντίσαμε καλά μασε επλερώσα, καλά να είναι τα έχην [36] και τα’ αποδόματα[37]των. Κι αν έχουν θηλυκόν παιδί καλή μοίρα να κάμει, πάλι κι αν είναι αρσενικό στη σέλα καβαλάρης, να σειέται, να λυγίζεται να πέφτη το λογάρι[38], να το μαζώνου οι άρχοντες να κάνουν δαχτυλίδια και τα μικρά αρχοντόπουλα μικρά παρανυχίδια.
Τέσσερα πέντε γράμματα γράφει η γι αλφαβήτα, όσοιν κι απομένετε έχετε καλήν νύχτα».
«Καλήν σας αρχιμενιά,
τα ρίφια και τα αρνιά σας θηλυκά
και τα κοπέλια σας ασερνικά!»
(Τέλος σε αυτούς που τους πλήρωσαν και στην οικογένεια τους εύχονται τα καλύτερα κυρίως στην απόδοση της περιουσίας.
Λένε καληνύχτα σε όλους και τελειώνουν με μια ευχή για καλή αρχιμηνιά συμπληρώνοντάς ευχόμενοι κάτι που φυσικά πρέπει να μείνει ανεκπλήρωτο).

Επιμέλεια-Σχολιασμός: Ματθαίος Ιωαν. Τσιριμονάκης 

 

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα