Καλά λέγανε οι αρχαίοι ημών πρόγονοι πως το γήρας δεν έρχεται μόνο. Εδώ και κάμποσα χρόνια, ήρθαν στ’ αφτιά μου κι εγκαταστάθηκαν απρόσκλητα και με το έτσι θέλω, χίλια μύρια τζιτζίκια. Και να πεις πως είναι από εκείνα τα φυσικά τζιτζίκια του Θεού, τα καλοκαιρινά τζιτζίκια, που τραγουδούν όμορφα τις μέρες , καταλαγιάζουν μες την ντάλα του μεσημεριού και ησυχάζουν τις νύχτες; Μπα! Πού τέτοιο καλό!
Τα δικά μου τζιτζίκια είναι καμωμένα από μέταλλο! Και δεν έχουν τον Θεό τους! Και σκληρίζουν μες το κεφάλι μου μέρα και νύχτα! Έκανα υπομονή μια, δυο, τρεις μέρες, μια, δυο εβδομάδες, έναν μήνα, με την ελπίδα να ξεκουμπιστούν και να φύγουν! Αυτά εκεί! Μπάστακες! Αποφάσισα, λοιπόν, να επισκεφτώ έναν… αυτολόγο! Έτσι έλεγε η συχωρεμένη μάνα μου μεταξύ σοβαρού και αστείου, τον ωριλά! Πώς λέμε παθολόγος, νευρολόγος…
Αφού μ’ εξέτασε εξονυχιστικά, ας είναι καλά ο γιατρός, μου έκανε κι ένα ακουόγραμμα, αποφάνθηκε πως έχει μειωθεί η ακοή μου! «Και δεν έχει γιατρειά, γιατρέ μου;», ρώτησα. «Δυστυχώς! Το μόνο που μπορείτε να κάνετε, είναι να μην είστε σε πολύ θόρυβο, ούτε σε πολλή ησυχία!».
Έφυγα με βαριά καρδιά και προσπαθώ από τότε να εξοικειωθώ μαζί τους. Κακά τα ψέματα. Μ’ ενοχλούν και στον ξύπνιο και στον ύπνο μου τα αφορεσμένα! Και χωρίς μεγάλο θόρυβο και μέσα σε ελάχιστη σιωπή! Και να πεις πως σταμάτησε εδώ το κακό; Μπα! Ενός κακού μύρια έπονται! Νάτοι πάλι, οι αρχαίοι με την σοφία τους! Είναι κάμποσος καιρός που δεν ακούω καλά! Άρχισα κι εγώ να κάνω συλλογή… μαργαριταριών από διάφορες στιχομυθίες με συνομιλητές μου! Και λέω να τα μοιραστώ μαζί σας, γιατί όταν τα αφηγούμαι, ξεκαρδίζονται στα γέλια φίλοι και δικοί! Μαζί τους κι εγώ! Καλιά να γελάς με τα παθήματά σου, παρά να κλαις! Γι’ αυτό κι αποφάσισα να σας πω μερικά. Για να γελάσετε λίγο!
Ή έστω να χαμογελάσετε!
Μιλούσαμε την Άνοιξη με μια καλή μου φίλη στο τηλέφωνο. Και με ρώτησε κάποια στιγμή: «Ευδοκία άνθισε η αυλή σας;” Κι εγώ που άκουσα «Ευδοκία σ’ άφησε ο βήχας;» αρχίζω: «Όχι δεν μ’ άφησε, αλλά δεν με νοιάζει γιατί ο γιατρός μου είπε…» και μπουρ, μπουρ, μπουρ, ώσπου η φίλη αναγκάστηκε να με διακόψει, επαναλαμβάνοντας δυνατά την ερώτησή της!
Ένα βράδυ ήρθε ο μικρός μου γιος κρατώντας μια μεγάλη τσάντα. «Τι έφερες;» τον ρωτώ. «Τα τάπερ» μου απάντησε.
Κι εγώ: «Τι να τα κάνουμε τα πάμπερ, παιδί μου;». Το κούφανα το παιδί! Μια μέρα, πηγαίνοντας στην θάλασσα κουβεντιάζαμε με τον Βαγγέλη για τα σκίτσα που έκανε ο Νίκος Μπλαζάκης για το καινούργιο του βιβλίο. Φτάνοντας αφήσαμε στη μέση την κουβέντα. Κι ενώ κολυμπούσαμε, ο Βαγγέλης την συνέχισε: «Ωραία τα σκίτσα!», είπε. «Ναι, πολύ ωραία είναι! Έφαγα κι εγώ τρία το πρωί!» απάντησα, ακούγοντας να μου μιλά για… σύκα! Προχτές πάλι, στο ΠΕ.ΠΑ.ΓΝΗ, άλλη νίλα! Μπαίνοντας στη Ρευματολογική Κλινική, μια αδελφή, ρώτησε τα στοιχεία μου. Όνομα, επίθετο, όνομα πατρός.
Ως εδώ, καλά τα πήγα! Μα στην επόμενη ερώτηση, «το ΑΜΚΑ σας;» εγώ που άκουσα «του άντρα σας;» απάντησα: «Βαγγέλης!». «Τίιι;» ξαναρώτησε η κοπελιά που παρά λίγο να καταπιεί την γλώσσα της. Κι εγώ: “Ευάγγελος!” απάντησα στην καθαρεύουσα! Όχι παίζουμε! «Το ΑΜΚΑ σας!», ξανάπε εκείνη πιο δυνατά. Κι ήταν η σειρά μου να καταπιώ την γλώσσα μου.
Αυτά προς το παρόν! Γιατί έχω μαζέψει κι άλλα μαργαριτάρια! Τόσα πολλά, που λέω ν’ ανοίξω ένα… κοσμηματοπωλείο!