Η παράδοση είναι γεμάτη παραμύθια. Αγαπημένη ενασχόληση των Ελλήνων η μυθοπλασία. Λίγοι μπορούν να φτιάχνουν τα δικά τους παραμύθια με ό,τι κατεβάσει ο νους τους από πρωτοτυπία, δράση και πλοκή. Οι μυθοπλάστες έχουν και το χάρισμα της αφηγηματικότητας και γίνονται πιστευτοί.
Τα καλικαντζάρια βγαίνουν από τα έγκατα της γης τα Χριστούγεννα και μέχρι να εξαφανιστούν την ημέρα των Φώτων, προκαλούν ζημιές, μαγαρίζουν και καταστρέφουν. Είναι και άσχημα όντα, κουρελιάρικα, κουλοχέρηδες, νανοειδή, πλάσματα της ελληνικής φαντασίας του κάτω κόσμου, που τα συνδέει με βρυκολακιασμένους νεκρούς, που θέλουν ν’ ανέβουν στη γη, να πειράζουν και τρομάζουν τους ζωντανούς, χωρίς να τους κάνουν κακό.
Το όνομά τους έχει τις ρίζες του απ’ το αρχαίο “καλίγιον” υπόδημα, εξ’ ου και το “καλιγώνω” βάζω παπούτσι στο άλογο και απ’ το “τσαγγί”, ένα είδος υποδήματος, απ’ το οποίο προέρχεται ο τσαγκάρης.
Στην πεδινή Ηλεία είχαμε έναν παραμυθά, που διηγήθηκε μια ιστορία με παγανά. Μικρός την άκουσα από άλλους. Την είχα αναπλάσει όπως τη θυμόμουν πριν 15 χρόνια στα “Χ.Ν.”, αλλά επειδή θεωρώ, ότι πρέπει να ξεφεύγουμε κάπως απ’ την πολιτική επικαιρότητα, συμπαθάτε με, που την επαναλαμβάνω. Λίγο χιούμορ δεν βλάπτει.
Παραμονή των Θεοφανείων, λοιπόν, στο καφενείο του Καλεπανάγου, ο καφετζής ετοιμαζόταν να κλείσει, πριν τις 12 τη νύχτα. Του τέλειωνε και η ασετυλίνη.
– Αντε παιδιά, είπε, κλείνουμε! Κοντεύει 12 η ώρα και αύριο έχουμε και τη γιορτή των Φώτων.
– Εγώ, πετάχτηκε ο Μπάμπης ο Μπατζάκας, θα περιμένω να πάει 12 για να φύγω. Εχω μια συνάντηση κάτω εκεί στη βρύση του Βελισσάρη με τα καλικαντζάρια.
Οι άλλοι της παρέας, που ήξεραν τον Μπάμπη να λέει ψέματα και μάλιστα νόστιμα ψέματα, του έβαλαν λόγια.
– Σώπα καημένε, που βλέπεις καλικαντζάρους!
– Αλήθεια σας λέω, τους απαντάει, κάθε χρόνο τέτοια μέρα συναντιόμαστε. Πέρυσι, παραμονή τα Θεοφάνεια κατέβαινα, περασμένες 12, το καλντερίμι και ‘κει κοντά στη σιδερένια βρύση ένα σωρό από δαύτα έτρεχαν δίπλα μου, στρίγγλιζαν, μπερδεύονταν στα πόδια μου και δεν μ’ άφηναν να κάνω ρούπι.
– Και πώς τους ξέφυγες;
– Είχα σπίρτα μαζί μου, άναβα ένα, το πέταγα κάτω, εκείνα έφευγαν, να μην καούνε και ‘γω έκανα δυο βήματα μπρος. Υστερα τα παγανά ξαναμπερδευόντουσαν στα πόδια μου. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι, χάλασα όλο το κουτί!
– Καλά, τον ρώτησαν, εμείς, που περνάμε από κει γιατί δεν έτυχε να τα δούμε; ψέματα μας λες.
– Δεν λέω ψέματα. Αμα βλέπουν εσάς φοβούνται και κρύβονται.
– Με σένα γιατί δεν κρύβονται;
– Επειδή ξέρουν, ότι εγώ τα βλέπω, τους ανάβω σπίρτα να φέγγει, να μην τα πατήσω.
– Και αυτά πώς ξέρουν ότι εμείς δεν τα βλέπουμε;
– Οι καλικάντζαροι τους ανθρώπους τους ξεχωρίζουν σε στραβούς και ανοιχτομάτηδες. Αμα βλέπουν εσάς λένε: “να μερικοί στραβοί, κάντε στην άκρη μην μας πατήσουν” και κρύβονται. Καταλάβατε γιατί δεν μπορείτε να τα δείτε…
Τα παιδιά, τότε φοβόντουσαν, να βγουν τη νύχτα στους δρόμους. Οι δοξασίες δεν μπορεί να μην έχουν κάποια σχέση με τη ζωή των ανθρώπων, που οι ίδιοι τις αναπαράγουν την κατάλληλη εποχή με κάθε τρόπο.
Και πάλι χρόνια καλά!