Οι παλιές συνήθειες και οι παροιμίες έχουν γράψει την ιστορία τους και όσοι σήμερα τις διαβάζουν και τις εκτελούν κερδίζουν όπως και τα λαχεία που αγοράζουν! Αυτοί που δεν τις γνωρίζουν να πάνε στο βιβλιοπωλείο να τις πάρουν και με μεγάλη προσοχή να τις διαβάσουν. Σε περίπτωση που κάποια από αυτές δεν γίνεται κατανοητή να ρωτήσουν ένα ηλικιωμένο να τους ενημερώσει που σίγουρα γνωρίζει γιατί έχει περάσει από αυτήν την εποχή «παλιά» και μπορεί να γίνει σήμερα δάσκαλος προς τους νέους μας.
Όταν θα συναντήσουν στο διάβασμά τους την παροιμία: «Κάλιo γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουγύρευε» ο ηλικιωμένος εφόσον ρωτηθεί με διάθεση καλή θα τους απαντήσει ότι: την εποχή μας το μοναδικό μεταφορικό μέσον που είχαμε στο σπίτι μας για όλες τις μεταφορές που είχε ανάγκη η οικογένειά μας ακόμα και για τη δική μας μετακίνηση από χωριό σε χωριό και στην πόλη ήτανε ο γάιδαρος.
Τον προσέχαμε σαν τα μάτια μας γιατί αν θα αρρωστούσε ή αν θα μας τον κλέβανε ή αν και θα τον χάναμε από την αμέλειά μας το σπίτι μας, τότε θα ήτανε καταδικασμένο γιατί θα μας στερούσε όλες τις ανάγκες μας.
Θα συνεχίσει να πει και ένα περιστατικό που συνέβη στο χωριό του με ένα γείτονά του τον Μανούσο όταν ένα καλοκαίρι που θέριζε και κουβαλούσε τα σπαρτά του στο αλώνι με τον γάιδαρό του. Μόλις τα ξεφόρτωσε πήγε μέχρι το χωριό για να πάρει το φαγητό τους. Έξω από το σπίτι του στο δρόμο είχε μια μουρνιά και τον έδεσε για να μπει στο σπίτι τους να το πάρει.
Στο διάστημα αυτό ο γάϊδαρος από το πρόχειρο δέσιμο που του είχε κάνει έλυσε και έφυγε προς άγνωστο τόπο. Οι λόγοι ίσως να ήτανε γιατί διψούσε ή πεινούσε ή και από υπερκόπωση και βρήκε την ευκαιρία να φύγει για να συναντήσει αυτό που επιθυμούσε ή όλα από αυτά.
Αναστατώθηκε το αφεντικό του όταν είδε ότι το γάϊδαρό του είχε εξαφανιστεί. Έψαχνε εκεί γύρω να τον βρει αλλά άκαρπες οι ενέργειές του. Έτσι μετά αναγκάστηκε να ζητά γάϊδαρο για το θέρος από άλλους χωριανούς όταν αυτοί είχανε τελειώσει. Η γυναίκα του που τον ήξερα ότι κάνει πρόχειρες και βιαστικές δουλειές σε όλε στις εργασίες του δεν κρατήθηκε να του πει: Μανούσο, δεν είχες δέσει καλά τον γάιδαρο και αυτός βρήκε την ευκαιρία να φύγει από τα βασανιστήρια που του κάνεις. Έπρεπε πρώτα να πας από τη βρύση να τον ποτίσεις και μετά να πας στο σπίτι και να τον έδενες καλά. Αυτά κάνεις συχνά και σου φεύγει δεν είναι η πρώτη σου φορά. Αυτός κρέμασε το κεφάλι του και δεν απάντησε.
Μετά από 10 ημέρες ο αγροφύλακας του χωριού τον ειδοποίησε να πάει στο διπλανό χωριό που τον είχανε πιάσει και τον είχανε δέσει έξω από το σπίτι του αγροφύλακα του άλλου χωριού για να τον πάρει.
Όταν έφθασε χτύπησε την πόρτα του και βγήκε έξω. Όταν τον αντίκρισε του είπε: Άκου, Μανούσο, άλλη φορά να δένεις καλά τον γάϊδαρό σου. Δεν είναι υποχρεωμένοι οι χωριανοί μου να σου ταΐζουνε τον πεινασμένο γάιδαρό σου και να τους κάνεις ζημιές στα χωράφια τους. Δεν είχες ακούσει από τον παππού σου ή τον πατέρα σου που λέγανε στο χωριό σου: Κάλια γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε; Τώρα θα πληρώσεις όλες τις ζημιές που έκανες στους χωριανούς για να βάλεις μυαλό. Έχω ακούσει ότι πολλές φορές σου φεύγει ο γάϊδαρός σου και οι χωριανοί σου είναι εναντίον σου.
Θα στείλω το μπιλιέτο με τις ζημιές στον αγροφύλακά σας να σου τις δώσει και αν δεν τις πληρώσεις όλες θα πας στο αγρονομείο και θα σου γίνουνε εκεί περισσότερα αλλά μπορεί να δικαστείς και με φυλακή επειδή είναι πολλές. Από τότε έβαλε νερό στο κρασί και συμμορφώθηκε.
Μετά από αυτήν την απάντηση συνέχισε να περιγράφει ο ηλικιωμένος ότι αυτή η παροιμία δεν ήτανε μόνο για τον γάιδαρο αλλά αργότερα η βασανισμένη ζωή αυτού του ζώου έγινε δίδαγμα και προς τον ίδιον τον άνθρωπο. Την παλιά εποχή ωφελούσε σε πολλούς που δεν εκτελούσανε σωστά όλες τις υποχρεώσεις που είχανε στην οικογένειά τους αλλιώς θα υποφέρανε με τα λάθη τους και θα ήτανε εκτεθειμένοι και θα τα πληρώνανε με χρήματα όπως και ο Μανούσος πλήρωσε τις ζημιές του γαϊδάρου του.
Γι’ αυτό συνέχεια οι γονείς από τη μικρή τους ηλικία λέγανε στα παιδιά τους την παροιμία για να την συνηθίσουν όταν θα μεγαλώσουν να μάθουν ένα καλό επάγγελμα ή να πάνε σε μια υπηρεσία για να μην έχουν στο μέλλον τους κανένα πρόβλημα στις οικογένειές τους. Να δέσετε καλά τον γάϊδαρό σας για να μην έχετε κανένα ανάγκη. Εννοούσανε τα επαγγέλματα και τις υπηρεσίες να παίρνουν ένα καλό μηνιάτικο για να μην γίνουν γεωργοί και κτηνοτρόφοι.
Όσοι δεν την τηρούσανε μένανε στο χωριό για να δουλεύουν μέρα νύχτα και τότε βλέπανε τα λάθη τους όταν βλέπανε τους έξυπνους να περνούν καλύτερα από τις επιτυχίες που είχανε.
Παρά που έχουν περάσει αρκετά χρόνια η παροιμία εξακολουθεί και σήμερα να λέγεται πολύ λιγότερο. Οι περισσότεροι την περιφρονούν αλλά όταν φθάσουν στην αποτυχία τους τότε την σκέπτονται αλλά από ντροπή δεν την επαναλαμβάνουν και έχουν τις συνέπειες της αποτυχίας τους χωρίς να μπορούν να διορθώσουν τα λάθη τους απόλυτα.
Θα τελειώσουμε με ένα ζωντανό παράδειγμα της παλιάς εποχής που είπε ο ίδιος ο ηλικιωμένος που είχε συμβεί από ένα νέο που δεν τήρησε την παροιμία για τη δημιουργία του και έμεινε χωρίς επάγγελμα. Ο νέος με το όνομα Χρήστος το έτος 1949 η οικογένειά του μόλις τέλειωσε το Δημοτ. Σχολείο τον πήγε στην πόλη για να μάθει ράπτης που εκείνη την εποχή ήτανε ένα επάγγελμα που άφηνε πολλά χρήματα όποιος το εξασκούσε. Μετά από λίγους μήνες επειδή δεν του άρεσε έφυγε και γύρισε στο σπίτι του να γίνει κτηνοτρόφος μαζί με τον πατέρα του. Όταν μεγάλωσε πήγε στρατιώτης και όταν γύρισε πάλι στα πρόβατά τους αλλά αυτή τη φορά μόνος του.
Όμως δεν ήτανε προσεκτικός βοσκός και όλο ζημιές έκανε στα σπαρτά των χωριανών. Ο αγροφύλακας τον πήγαινε συχνά στο αγρονομείο και του έβαζε πολλές τιμωρίες σε χρήματα οπότε δεν μπορούσε να δημιουργηθεί παρά που οι γονείς του από μικρό του λέγανε να μάθει μια τέχνη να εξασφαλίσει το μέλλον του να δέσει καλά τον γάϊδαρό του όπως λέγανε όλοι στα παιδιά τους και το κάνανε.
Έτσι αναγκάστηκε να πουλήσει τα πρόβατα για να εξοφλήσει τα χρέη του και μετά έφυγε στη Γερμανία για εργάτης. Και εκεί δεν μπόρεσε να αντέξει πάνω από ένα χρόνο και γύρισε στο χωριό του να ζει κοντά στους γονείς του.
Μετά από τρία χρόνια τον παρακίνησε ένας φίλος του να φύγουνε για την Αμερική που εκεί ο εργάτης παίρνει πολλά δολάρια και όταν θα τα οικονομήσουνε καλά να γυρίσουνε να ανοίξουνε μαγαζιά στην πόλη και φύγανε αμέσως για να προλάβουν να έρθουνε πίσω.
Τα χρόνια όμως περνούσανε και οι γονείς του πεθάνανε και δεν αξιωθήκανε να δούνε τον γιο τους με οικογένεια και δημιουργημένο.
Αυτό να το προσέξουν ιδιαίτερα σήμερα οι νέοι μας και να μην αδιαφορούν να εκτελούν την παροιμία όπως ακριβώς τη διαβάζουν ή όπως ενημερώνονται από τους γονείς τους και περισσότερο από τους ηλικιωμένους που την γνωρίζουν από την πράξη γιατί την εκτελούσανε την εποχή τους και γνωρίσανε την πρόοδό της.