Φαίνεται πως πήρε … φόρα ο νους μου και δεν γίνεται “ζάφτι” αν δεν γράψω πάλι κάτι για τον Λιβαδά. Για να “ξεθυμάνει”, λοιπόν, ο νους μου αποφάσισα να περιγράψω δύο ασχολίες των Λιβαδιανών, πιο δημοφιλείς και “πιασάρικες”: Την καλλιέργεια του αμπελιού και τα τρυγοπατήματα.
Η περιγραφή όμως που θα κάμω ανατρέχει πολλές δεκαετίες πίσω και για τον λόγο αυτό θα στηριχτεί σε δύο σημεία: Το πρώτο είναι η προφορική παράδοση, δηλαδή όλα όσα άκουγα σε διηγήσεις γερόντων της περιοχής και το δεύτερο είναι τα σωζόμενα ακόμη και σήμερα ερείπια και απομεινάρια του πολιτισμού της αμπέλου και του κρασιού.
Οι κάτοικοι του Λιβαδά, όπως άλλωστε και όλοι οι άνθρωποι της εποχής εκείνης, στήριζαν την επιβίωσή τους σε τρία βασικά προϊόντα: Στο στάρι, στο λάδι και στο κρασί. Ή όπως λέει η εκκλησία μας, στα τρία προϊόντα που ευλόγησε ο Θεός: Τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον.
Στάρι οι Λιβαδιανοί έπαιρναν από τα χωράφια τους, λιγοστό μεν, αλλά αρκετό, για τη διατροφή τους. Λάδι άφθονο έδιναν οι υπεραιωνόβιες ελιές του χωριού και κρασί έπαιρναν από τα αμπέλια που οι ίδιοι φύτευαν και καλλιεργούσαν με περισσή φροντίδα και επιμέλεια σε δύο σημεία της λιβαδιανής επικράτειας: Στο Σελί και στα Καμπιά.
Το προοριζόμενο για αμπελοκαλλιέργεια χωράφι έπρεπε να πληροί κάποιες βασικές προδιαγραφές: Να έχει γόνιμο έδαφος, να βρίσκεται κοντά σε βατό ημιονικό δρόμο και να μπορεί εύκολα να προστατευτεί από τα ζώα. Ετσι το χωράφι που τελικά επέλεγαν για να γίνει αμπελώνας, φρόντιζαν να το εξασφαλίζουν από τα ζώα. Για τον λόγο αυτό το περιτείχιζαν με τοίχο που τον έλεγαν “περγυρότοιχο”, ο οποίος έπρεπε να έχει ύψος 1 έως 1,5 μ. Στην κορυφή του τοποθετούσαν ασπαλάθους και αχινοπόδια, που δεν άφηναν τα ζώα να περάσουν. Αυτός ο φράχτης έπρεπε να ανανεώνεται κάθε χρόνο γιατί οι ασπάλαθοι σάπιζαν και έπρεπε να ανανεώνονται. Γενικώς συντηρούσαν και επισκεύαζαν αμέσως τις ζημιές στον περγυρότοιχο γιατί αλλιώς το αμπέλι γινόταν “ξέφραγο αμπέλι”, όνομα και πράμα.
Οταν τέλειωνε ο περγυρότοιχος έκαναν τη διαμόρφωση του εδάφους. Δηλ. όπου υπήρχε κλίση του εδάφους έκαναν πεζούλια με τοίχους για να συγκρατούν το χώμα και ύστερα προσδιόριζαν το μερίδιο κάθε ιδιοκτήτη, το οποίο οριοθετούσαν με τα λεγόμενα αστραλίκια.
Τέλος σε ένα προσβάσιμο σημείο του αμπελώνα, κατασκεύαζαν το πατητήρι γιατί τότε συνήθιζαν να πατούν τα σταφύλια επί τόπου και ύστερα να κουβαλούν τον μούστο με ασκιά στο σπίτι.
Η καλλιέργεια και προπάντων η φύτευση του αμπελιού ήταν εργασία πολύ επίπονη. Αυτό γιατί ο Λιβαδάς έχει χώμα εξαιρετικά παραγωγικό και γόνιμο, αλλά πολύ λίγο. Γι’ αυτό το πρώτο πράγμα που χρειαζόταν ήταν να “γεργίσουν”, δηλ. να οργώσουν σε βάθος το προς φύτευση χωράφι. Επειδή όμως το έδαφος του Λιβαδά είναι πετρώδες, το όργωμα ή γέργισμα γινόταν με τις σκαλίδες και τους κασμάδες. Κι ήταν η δουλειά αυτή πολύ δύσκολη και επίπονη και γι’ αυτό μπορούσαν να την κάνουν μόνον νέοι άνθρωποι.
Η εργασία αυτή γινόταν ακόμη κουραστικότερη γιατί με το γέργισμα έπρεπε να μαζεύουν και τις πέτρες και τα χαλίκια, που, ως γνωστόν, αφθονούν στο Λιβαδά. Ετσι έμενε το κοκκινόχωμα καθαρό, χωρίς πέτρες και χαλίκια. Αυτό όμως το λιγοστό χώμα ήταν εξαιρετικά γόνιμο και παραγωγικό και βέβαια κατάλληλο για τη φύτευση του αμπελιού, αφού διατηρούσε την απαιτούμενη για την ανάπτυξη και την καρποφορία του γονιμότητα και υγρασία.
Αν τύχαινε -πράγμα συνηθισμένο- να συναντήσουν κάποια μεγάλη πέτρα, κάποια “ριζιμιά” πέτρα, που δεν μπορούσαν να τη βγάλουν, την άφηναν στη θέση της και, για να μη χάνουν καλλιεργήσιμο χωράφι εξ αιτίας της, δημιουργούσαν γύρω της μικρά παρτέρια μισού ή ολόκληρου τετραγωνικού μέτρου, που τα έλεγαν “κούτραφα” ή παραπέζουλα και φύτευαν σ’ αυτά ένα ή δύο κλήματα. Κι ήταν χαρά Θεού να βλέπεις να πρασινίζει και να καρποφορεί το κλήμα γύρω από την πέτρα, λες και έπαιρνε ικμάδα υγρασίας από αυτήν.
Οταν ολοκληρωνόταν το περιτείχισμα και το γέργισμα του χωραφιού, έκαναν τη φύτευση των κλημάτων, με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια. Με ένα λοστάρι άνοιγαν μια τρύπα στο καλά προετοιμασμένο χώμα και έβαζαν μέσα το ήδη φυτρωμένο κλήμα. Εριχναν ύστερα χώμα και νερό και έβαζαν ένα υποστύλωμα στο οποίο έδεναν το υπέργειο τμήμα του κλήματος.
Το κλήμα βλάσταινε και, συνήθως τον δεύτερο χρόνο, καρποφορούσε κιόλας. Φύτευαν συνήθως πολλές ποικιλίες κλημάτων γιατί πίστευαν -και όχι άδικα- πως η ανάμειξη σταφυλιών από πολλές ποικιλίες έδινε το καλύτερο κρασί.
Στη διάρκεια των θερινών μηνών και μέχρι τον τρύγο, για μεγαλύτερη προστασία των αμπελιών, έβαζαν ειδικό φύλακα, τον “αμπελικό”, όπως τον έλεγαν, στον οποίο ανέθεταν τη φύλαξη των αμπελιών. Τον “αμπελικό” πλήρωναν και τάιζαν εκ περιτροπής όλοι οι ιδιοκτήτες των αμπελιών. Πράγματι ο “αμπελικός” ήταν αληθινός Κέρβερος στη φύλαξη των αμπελιών. Τα προστάτευε από ανθρώπους και ζώα γιατί φυσούσε τον κουργιαλό -μεγάλο κοχύλι- και αντιβούιζε η περιοχή με αποτέλεσμα να μην πλησιάζουν ούτε τα ζώα ούτε και οι επίδοξοι κλέφτες.
Κι όταν έφτανε η μέρα του τρύγου, γινόταν αληθινό πανηγύρι. Πολύχρωμες και πολύβουες συντροφιές τρυγητάδων ζωντάνευαν το τοπίο. Τα γέλια και τα ξεφωνητά των κοριτσιών, τα τραγούδια, τα αστεία και τα πειράγματα, δημιουργούσαν μια χαρούμενη ατμόσφαιρα κι οι τρυγητάδες ξεχνούσαν τον κάματο της ημέρας.
Οι κοφίνες γέμιζαν στο άψε – σβήσε. Το ρωμέικο, το κοτσιφάλι, το σαββατιανό, ο τσαρναράς, όλα τα είδη, όλες οι ποικιλίες μαζί, χωρίς εντομοκτόνα, χωρίς μυκητοκτόνα, χωρίς λιπάσματα, μόνο με κοπριά και λίγο θειάφι. Όλα τα είδη, όλες οι ποικιλίες μαζί στο πατητήρι, για να δώσουν το τέλειο αποτέλεσμα, το αρωματικό ντόπιο κρασί που δεν μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του τα σημερινά πολυποίκιλα εμφιαλωμένα κρασιά με τους βαρύγδουπους τίτλους και ονομασίες.
Άφηναν πάντα κάποιες πυκνόφυλλες κουρμούλες ατρύγητες, που τις τρυγούσαν αργότερα. Έτσι εξασφάλιζαν φρέσκα σταφύλια για τη διατροφή τους για πολύ χρόνο, μετά τον τρύγο. Ιδιαίτερη ποικιλία, κατάλληλη για όψιμο τρύγο ήταν τα περίφημα “φαζά ρωμέικα”, που διατηρούνταν ακόμη και ως τον Δεκέμβριο.
Το μεσημέρι γινόταν η απαραίτητη διακοπή για να φάει η εργατιά. Γιατί ήταν άγραφος νόμος πως οι τρυγητάδες έπρεπε να φάνε καλό και πλούσιο φαγητό και να πιουν καλό κρασί, γιατί αλλιώς, λέει, το καινούργιο κρασί μπορεί να ξιδιάσει.
Αδιάψευστοι μάρτυρες όλης της διαδικασίας που περιγράψαμε είναι τα απομεινάρια αυτών των έργων – περγυρότοιχων, πατητηριών, πεζουλιών κ.λπ., που σώζονται ως τις μέρες μας. Μένει κανείς βουβός παρατηρώντας τούτα τα απομεινάρια και αναλογιζόμενος πόσος κόπος και πόση προσπάθεια χρειάστηκε για να γίνουν. Εργα μόχθου και ευαισθησίας των παππούδων μας, αλλά και θαυμάσια δείγματα λαϊκής τέχνης και πολιτισμού.
Δυστυχώς κανείς ως τώρα δεν είχε την ευαισθησία να ενδιαφερθεί για τη συντήρηση και τη διάσωσή τους. Διάβασα πως στη Μάνη, που είναι γεμάτη από τέτοιες κατασκευές, υπάρχει ειδική μέριμνα για τη διάσωση και την ανάδειξή τους.
Εκείνα όμως που ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστα έργα λαϊκής τέχνης και φιλοκαλίας, ήταν τα πατητήρια. Να φανταστεί κανείς πως μόνο στην περιοχή “Σελί” υπήρχαν και σώζονται απομεινάρια τους ακόμη και σήμερα, οκτώ (8) πατητήρια. Εδώ να δείτε τέχνη και ευαισθησία! Το κυρίως πατητήρι ήταν σχεδιασμένο με κλίση προς το κουτσουνάρι και τη γούρνα που ήταν και τα δύο από λαξευτή πέτρα. Το πατητήρι χτιζόταν ώστε να ακουμπά από μια μεριά σε έναν βράχο για να γλυτώνουν έτσι έναν τοίχο. Σώζεται σήμερα πατητήρι στο Σελί που είναι τουλάχιστον το μισό του λαξευτό. Καταλαβαίνει κανείς τα σημαίνει αυτό…
Αυτή ήταν μια περιγραφή της καλλιέργειας του αμπελιού και του τρυγοπατήματος, όπως γινόταν στο Λιβαδά – Σελίνου. Σήμερα δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε ίχνος αμπελιού. Η έλλειψη αγροτικής ασφάλειας και η υπερβόσκηση έκαμαν το… θαύμα τους. Εξαφάνισαν από προσώπου γης τα αμπέλια στην περιοχή μας. Μόνα σημάδια της πλούσιας αμπελουργικής παράδοσης του τόπου, τα παραπάνω απομεινάρια, θλιβεροί μάρτυρες μιας λαμπρής αμπελοοινικής παράδοσης, που δυστυχώς δεν υπάρχει πια.