Εμείς οι Χανιώτες ισχυριζόμαστε και πιστεύουμε πως η πόλη μας, τα Χανιά μας, είναι η ωραιότερη πόλη της Ελλάδας ή τουλάχιστον μια από τις ωραιότερες. Αυτό πρέπει να είναι σωστό και απόδειξη η προτίμηση ξένων και ντόπιων επισκεπτών. Γι’ αυτό εμείς που την κατοικούμε πρέπει να την προσέχουμε και να τη διατηρούμε όμορφη γιατί στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, που οι επιχειρήσεις είναι στην ψύξη και τα αγροτικά στην κατάψυξη, δεν μας έχει μείνει παρά μόνο ο τουρισμός που μας φέρνει κόσμο και γεμίζει τις τσέπες.
Το κάνουμε όμως αυτό; Φροντίζουμε και προσέχουμε την πόλη μας; Νομίζω και ναι και όχι. Ο Δήμος κάνει ό,τι μπορεί. Μην τα περιμένουμε όμως όλα απ’ αυτόν. Εμείς τι κάνουμε; Μπορεί να κάνουμε μερικά σωστά, αλλά και πολλά αρνητικά. Δεν θα απαριθμήσω τα δεύτερα, θα σταθώ μόνο σε ένα που πληγώνει την πόλη και η πόλη πληγώνει εμάς τους ιθαγενείς, μα και τους επισκέπτες μας ίσως περισσότερο.
Αν κανείς περπατήσει στην πόλη, θα παρατηρήσει πως κάθε ελεύθερος τοίχος, ακόμη και μνημεία και κυκλοφοριακές πινακίδες, είναι γεμάτα με ζωγραφιές ποικιλόχρωμες, ακαταλαβίστικες, ψυχεδελικές, καρναβαλικές, συνθήματα πολιτικά, ποδοσφαιρικά και άλλης φύσεως.
Ίσως αυτά να είναι ξεσπάσματα καλλιτεχνικής ανησυχίας, αλλά νομίζω ότι είναι μόνο μουντζουρώματα. Αν είναι έτσι οι καλλιτέχνες, ας ζωγραφίσουν τους τοίχους των σπιτιών τους και ας αφήσουν ήσυχους τους κοινόχρηστους χώρους. Δεν τους ανήκουν. Αυτά σε συντομία. Εγώ κάτι άλλο ήθελα να γράψω, αλλά το μολύβι ξεστράτισε. Ας επανέλθω, λοιπόν, αρχίζοντας από λίγο μακριά.
“Τω καιρώ εκείνω” όντας παιδιά στο χωριό και ακατάλληλα για βαριές δουλειές, ασχολούμαστε με μικροδουλειές, χρήσιμες όμως στην οικογένεια. Να βοσκήσουμε τις κατσίκες ή τις αγελάδες, να ποτίσουμε τον κήπο να πάμε το φαγητό στους εργάτες που έσκαβαν το αμπέλι ή όργωναν τα χωράφια, να φέρουμε ξύλα για την καμινάδα ή τον φούρνο και άλλες παρόμοιες.
Τις ελεύθερες ώρες ασχολούμασταν με διάφορα δικά μας. Τότε βέβαια υπήρχαν παιδιά, πολλά παιδιά και κάναμε παρέες και συμμορίες. Παίζαμε αμπάριζα, ξυλίκι, κρυφτό, πορτοκαλοπόλεμο ή και πετροπόλεμο, τυφλόμυγα, αλλά και άλλες δραστηριότητες κάναμε.
Κυνηγούσαμε τους αρκάλους, τα φίδια, τους σκαντζόχοιρους, τους κοκκινομπούμπουρους, φτιάχναμε σφακομπιστόλες, μαντούρες, σβούρους και ανεμόμυλους με ασφεντιλιές. Και ακόμη κυνηγούσαμε μικρά πουλάκια με τις λαστίχες, εστέναμε πλάκες το καλοκαίρι στις αντραμιθιές και στα αλώνια για σπουργίτες, τον χειμώνα εστέναμε πλάκες και βροχάδες στο δάσος για γιανακούς, σπίνους, κοτσυφούς, τσίχλες. Καμιά φορά πιάναμε και καμιά μπεκάτσα. Η λεία ήταν συνήθως ικανοποιητική. Συχνά είχαμε γεύμα από πουλάκια. Πιάναμε και κανένα χέλι στο ποταμάκι, μαζεύαμε καβρούς, χοχλιούς και μανίτες.
Κάναμε καταδρομικές επιδρομές όπου ξέραμε ότι υπάρχουν φρούτα, απίδια, μήλα, καρπούζια, πορτοκάλια. Πολλά παιδιά, λίγα φρούτα. Δεν προλάβαιναν να ωριμάσουν.
Το καλοκαίρι συχνά πηγαίναμε στ’ αλώνια να φυλάμε τον καρπό από τα κακά χέρια. Τραγούδι κάτω από το φεγγάρι με ανταπόκριση από τα άλλα αλώνια, επιδρομές στα φρούτα και ύπνο στα άχερα με σκέπασμα καμιά παλιοπατανία. Τον μόνο που φοβόμαστε ήταν ο αγροφύλακας που μας απειλούσε με την κατσούνα του. Αλλά δεν τον πολυ-υπολογίζαμε. Δραστηριότητες και κουζουλάδες ατελείωτες. Ποτέ δεν κοιμηθήκαμε μεσημέρι, αλλά γυρίζαμε στα λιβάδια και στα πλάγια και μόνο το μεσημέρι και το βράδυ μαζευόμαστε στο σπίτι. Αλλά και το ξύλο δεν έλειπε.
Και τώρα στο θέμα μας ύστερα από το ξεστράτισμα και τα προλεγόμενα.
Στο χωριό μας υπήρχαν πολλά νεαρά δέντρα, καστανιές, καρυδιές, πλάτανοι που ο φλοιός τους ήταν λείος και γυαλιστερός, σαν πρόσωπο νεαρής κοπέλας και που μας προκαλούσε.
Ολοι μας είχαμε στην τσέπη ένα μαχαιράκι, ένα σφαλιχτάρι, σουγιά ή κατσουνάκι για την κάθε λογής δραστηριότητα.
Βρίσκαμε λοιπόν ένα δέντρο με λείο κορμό και σ’ αυτό εκτονώναμε τις καλλιτεχνικές μας ανησυχίες. Χαράσσαμε τον φλοιό και σχηματίζαμε το όνομά μας ή και τη χρονολογία, αφαιρώντας μια λωρίδα πλάτους περίπου ενός δάκτυλου. Τα γράμματα ήταν αρκετά μεγάλα και κεφαλαία.
Τα αρχικά βέβαια του ονοματεπώνυμου. Στο ίδιο δέντρο μπορούσε κανείς να δει πολλά ονόματα γιατί δεν υπήρχε αποκλειστικότητα. Βέβαια, τα δέντρα μεγαλώνοντας, σε λίγα χρόνια εξαφάνιζαν τις πληγές που τους είχαμε προξενήσει.
Αλλά και στα φύλλα των αθανάτων που λεία και μεγάλα όπως ήταν χαράσσαμε απλώς το όνομά μας που και αυτό σύντομα εξαφανιζόταν.
Και οι πέτρες δεν γλύτωναν από τις καλλιτεχνικές μας δραστηριότητες. Οταν βρίσκαμε κάποια πέτρα ριζιμιά ή όχι με λεία επιφάνεια, σκαλίζαμε το όνομά μας που δεν εξαφανιζόταν εύκολα.
Πριν αρκετά χρόνια ένα παιδί, τότε υπήρχε το είδος αυτό εν αφθονία, μου έφερε μια πλακίτσα λίγο μεγαλύτερη από μια παλάμη που πάνω της ήταν χαραγμένο το όνομά μου ολογράφως και από κάτω 4-9-1945.
Πολλά μου θύμισε η πλάκα αυτή και με συγκίνηση την τοποθέτησα στο γείσο του τζακιού για να θυμίζει σε μένα αξέχαστες εποχές και στους νεότερους να βλέπουν με τι ασχολούνταν οι παλαιότεροι, τα παιδιά μιας άλλης εποχής όχι και τόσο μακρινής.
Και σκέπτομαι και λέω, μήπως οι δικές μας εκείνες “καλλιτεχνικές” αναζητήσεις μετεξελίχθηκαν στα σημερινά μουτζουρώματα και ακαταλαβίστικα πλουμάκια, αφού οι “καλλιτέχνες” δεν βρίσκουν κατάλληλα δέντρα και δεν κουβαλούν μαζί τους μαχαιράκι, αλλά μπουκάλια με το πολύχρωμο περιεχόμενό τους που το εκτοξεύουν όπου βρουν κάποια κατάλληλη επιφάνεια, ρυπαίνοντας την όμορφη πόλη μας. Ίσως είναι μια μετεξέλιξη προσαρμοσμένη στην εποχή.
Πιστεύω πως είναι μια μόδα που θα περάσει όπως έχουν περάσει τόσα άλλα.