» Joachim B. Schmidt (μτφρ. Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις Μεταίχμιο)
Τι ευχάριστη αναγνωστική έκπληξη ήταν αυτή! Ο τόπος της δράσης, η Ισλανδία, ήταν το πρώτο νήμα ενδιαφέροντος. Η καταγωγή του συγγραφέα, Ελβετός που εδώ και χρόνια ζει στην Ισλανδία, το δεύτερο.
Προσδοκίες ιδιαίτερες ωστόσο δεν είχα και μεγάλος λάτρης της βορειοευρωπαϊκής αστυνομικής λογοτεχνίας δεν είμαι. Το εξώφυλλο μου φαινόταν χαριτωμένο, ένας μάλλον χλιαρός επιθετικός προσδιορισμός, το οπισθόφυλλο δεν με έκανε σοφότερο. Έτσι ξεκίνησε η ανάγνωση αυτή.
Πάνε κοντά δέκα χρόνια που διάβασα το Οι σκιές του Μπρούκλιν του Τζόναθαν Λέθεμ. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής εκείνης της ιστορίας πάσχει από το σύνδρομο Τουρέτ, μια νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από πολλαπλά φωνητικά και κινητικά τικ, την ώρα που το μυαλό δεν σταματά ποτέ να παράγει αντηχήσεις και λογοπαίγνια. Σημείωνα τότε πως χωρίς τον Λάιονελ θα επρόκειτο απλώς για ένα αξιοπρεπές αστυνομικό μυθιστόρημα.
Ήταν αυτή η συγγραφική ιδέα, και η εκτέλεσή της βεβαίως, που απογείωσε το μυθιστόρημα εκείνο, που την εμπνευσμένη του μετάφραση στα ελληνικά χρωστάμε στον Κώστα Καλτσά. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στο Κάλμαν.
Η ιστορία εκκινεί όταν ο αφηγητής, Κάλμαν Όντισον, κυνηγός και αλιευτής καρχαριών, θα εντοπίσει μια λακκούβα γεμάτη αίμα σε ένα απόμερο, έρημο σημείο της ισλανδικής επαρχίας σκεπασμένο από παχύ χιόνι. Δεν θα μπορέσει να κρατήσει το εύρημα αυτό για τον εαυτό του. Η αποκάλυψη της ανακάλυψής του θα συμπέσει με την εξαφάνιση του Ρόμπερτ Μακένζι, του πλέον οικονομικά επιφανούς μέλους της τοπικής κοινότητας. Την ίδια στιγμή στο Ρέκιαβικ, μια συγκέντρωση πολιτικών ηγετών από διάφορες χώρες έχει θέσει σε επιφυλακή τα σώματα ασφαλείας. Μια μονάδα ωστόσο θα καταφτάσει ώστε να αναλάβει τις έρευνες για την ανεύρεση του Μακένζι.
Ο Κάλμαν Όντισον είναι στο φάσμα του αυτισμού, κάτι που για την τοπική κοινωνία αποτελεί μια επιστημονική λεπτομέρεια που την αφήνει αδιάφορη σχεδόν στο σύνολό της, για εκείνους είναι ιδιαίτερος αν και συνήθως αναφέρονται σε αυτόν ως ο καθυστερημένος.
Ο παππούς του, ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε και διαρκώς του διευκρίνιζε πως, όπως κάθε άνθρωπος έτσι και αυτός, είναι απλώς διαφορετικός. Δίπλα του έμαθε την τέχνη του κυνηγιού, τα μυστικά του επαγγέλματος, την επεξεργασία της τροφής. Ο παππούς, ηλικιωμένος και παραδομένος στις ορέξεις της άνοιας, ζει πια σε ένα γηροκομείο σε μια πόλη αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Ο Κάλμαν είναι αυτάρκης, ζει μόνος του και με τον τρόπο του καταφέρνει να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της καθημερινότητάς του.
Ειδικός επί του αυτισμού δεν είμαι σε καμία περίπτωση, ωστόσο ο συγγραφέας με έπεισε. Φαντάζομαι πως αφού έχουμε να κάνουμε με φάσμα, τα γνωρίσματα του αυτισμού δεν είναι τόσο αυστηρά, κάθε άνθρωπος, άλλωστε, είναι διαφορετικός.
Ο Κάλμαν είναι αυτός που καθιστά το μυθιστόρημα αυτό ξεχωριστό, ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται, οι σκέψεις και τα συναισθήματά του. Χωρίς αυτόν το μυθιστόρημα δεν θα μπορούσε να σταθεί, αλλά και ως έχει, μάλλον δεν αφορά τους φανατικούς λάτρεις του είδους, η ανατροπή και η τελική λύση είναι μάλλον αδύναμες, ειδικά αν κάποιος τις προσεγγίσει μακριά από τη σκοπιά του αυτισμού, κατάλληλες ωστόσο για τη συγκεκριμένη ιστορία.
Ο Σμιντ κατασκευάζει έναν ιδιαίτερο και δύσκολο να λησμονηθεί χαρακτήρα-αφηγητή και πάνω του στήνει όλο τον μηχανισμό της πλοκής.
Ο Κάλμαν δεν επιζητά το συναίσθημα του αναγνώστη, η ενσυναίσθηση, αν προκύψει, προκύπτει εκ του φυσικού. Αυτό μοιάζει απλό αλλά είναι καθοριστικό για τη συνολική πρόσληψη του μυθιστορήματος, συμβάλλοντας, πέραν όλων των άλλων, και στην αληθοφάνεια του χαρακτήρα και των ιδιαιτεροτήτων του. Ιδωμένος μέσα από τη δική του ματιά, ο τρόπος με τον οποίο τον αντιμετωπίζουν φτάνει σε εμάς ως απόηχος, ως μια δεδομένη συνθήκη, χωρίς φωνές και επικριτική διάθεση. Έτσι, ο Σμιντ, εκτός της αστυνομικής πλευράς της ιστορίας, δίνει τη συνολική εικόνα της διαβίωσης του Κάλμαν σε ένα απομονωμένο χωριό λίγων δεκάδων κατοίκων, αλλά και, κατ’ επέκταση, της Ισλανδίας ολόκληρης. Καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να μην δελεαστεί από την εξωτικότητα του μέρους, να μην ξεφύγει από την κεντρική πλοκή και να χαθεί στις καταχωρήσεις ενός ταξιδιωτικού οδηγού.
Για τον Κάλμαν, η Ισλανδία είναι απλώς το μέρος που γεννήθηκε.
Στη μεγάλη πλειονότητά τους τα αστυνομικά μυθιστορήματα χρησιμοποιούν τη διαλεύκανση ενός εγκλήματος ως αφορμή, ως πρόφαση για να εξετάσουν κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, επιλέγοντας μια διαφορετική οπτική γωνία θέασης του κόσμου.
Ο Σμιντ δεν εξαιρεί τον εαυτό του. Ο Κάλμαν λειτουργεί, αν και με τον τρόπο του, ως ένας αυτόπτης μάρτυρας της οικονομικής έκρηξης της Ισλανδίας μετά την πρόσφατη χρεοκοπία, με βασικό όχημα –σας θυμίζει κάτι;– τον τουρισμό. Η επέλαση αυτή αναπόφευκτα αλλοιώνει μεγάλος μέρος αυτής της γεωγραφικά απομονωμένης χώρας. Έχει πρόσθετο ενδιαφέρον το γεγονός πως ο συγγραφέας επέλεξε τον τόπο αυτό για κατοικία του. Ένας ξένος με το προνόμιο μιας συντεταγμένης μετανάστευσης, που παρατηρεί τις αλλαγές που συμβαίνουν με μια ματιά σίγουρα διαφορετική από εκείνη των γηγενών.
Η φαινομενική απλότητα της σκέψης του Κάλμαν αναδεικνύει τις προφανείς επιπτώσεις της συνθήκης του τουρισμού, αλλά και γενικότερα της οικονομικής πολιτικής, την αδιαφορία για την ύπαιθρο και τους κατοίκους της, τη συσσώρευση κερδών και εξουσίας στα χέρια των λίγων. Το χωριό του Κάλμαν, παρότι τόσο μακριά, μοιάζει τόσο οικείο τελικά.
Ευκολοδιάβαστο και γλυκό, μα ταυτόχρονα καλογραμμένο, το μυθιστόρημα δεν έχει ανάγκη από τρομερά ευφάνταστα ευρήματα και συνεχείς ανατροπές, και αυτό είναι κάτι που δεν ενοχλεί, αλλά αποδεικνύεται λειτουργικό και έξυπνο από πλευράς συγγραφέα. Ο Σμιντ επενδύει πολλά στο στήσιμο του αφηγητή, στον χαρακτήρα του Κάλμαν όπως αυτός πηγάζει από την ίδια του την αφήγηση, και πετυχαίνει να εισπράξει υπεραξία χωρίς ο αναγνώστης να νιώσει πως ο συγγραφέας εκμεταλλεύτηκε τον ήρωά του, το όνομα του οποίου μόνο τυχαίο δεν είναι.
Το εξώφυλλο, ως αναπόσπαστο μέρος της εμπειρίας, αποδείχτηκε ιδανικό για το ωραίο αυτό μυθιστόρημα.