Ένα βιβλίο μικρό ή μεγάλο, δημοφιλές ή όχι, γνωστού ή άγνωστου συγγραφέα δεν θα πάψει να είναι πάντα η συμπυκνωμένη γνώση μιας ανήσυχης ψυχής που επιθυμεί διακαώς να μοιραστεί συμπεράσματα, εμπειρίες κι απόψεις με τους όμοιους της. Κι ενώ όλοι στην ουσία καταγράφουν το παρόν, κάποιοι ξεφεύγουν κι η πνευματική τους εργασία παραμένει επίκαιρη και πάντα στην πρώτη γραμμή…
Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζω το «ΔΡΑΚΟΥ ΓΕΝΝΑ» της πολυδιαβασμένης Πέρλ Μπάκ. Είναι η δεύτερη ή κι η τρίτη, όμως πάντα μου φαίνεται καινούργιο, γραμμένο λες τούτη εδώ τη στιγμή για μάς και για όλα όσα μας συμβαίνουν κι ας αναφέρεται στον Λίνγκ Ταν που ζει μισό αιώνα πριν, σε μια επαρχία, κάπου εκεί στη μακρινή Κίνα!
Είναι καλός αγρότης, καλός σύζυγος κι άριστος πατέρας. Υπερήφανος για τη γη του, που δουλεύει μαζί με τους γιούς του! Οι γυναίκες του σπιτιού ασχολούνται με το νοικοκυριό και το μεγάλωμα των παιδιών, αλλά έχουν τον τρόπο τους να επηρεάζουν καταστάσεις και να συμμετέχουν στις αποφάσεις των συζύγων τους. Εξάλλου τίποτα δεν λείπει απ’ την οικογένεια, τα μέλη της ζουν αρμονικά κι η φύση γύρω τους -η ανόθευτη- όχι μόνο τους τρέφει, μα τους ηρεμεί και τους αναζωογονεί…
Όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά κι ένα πρωί ένας γυρολόγος που περνά απ’ το φιλόξενο σπίτι του Λίνγκ Ταν, τους πληροφορεί πως κάπου στον Βορρά, ένας εχθρός ξεκίνησε πόλεμο κι άρχισε να… καταστρέφει και να… σκοτώνει!
Άσκημα τα νέα!
Μα γιατί επιτίθεται, τη στιγμή μάλιστα, που δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν μεταξύ τους;
Και πως να φτάσει και να διεκδικήσει ο ξένος τα δικά τους, τα μέρη, που θα πρέπει πρώτα να διασχίσει μεγάλες αποστάσεις, να περάσει πολιτείες και χωριά, ψηλά βουνά κι αδιάβατα ποτάμια;
Αδύνατον ν’ αντιληφθεί η οικογένεια, τι την περιμένει! Δυσπιστούν κι αδιαφορούν, μέχρι τη στιγμή που στον καθάριο ουρανό τους -που φέρνει τα καλά και τα κακά- θα φανούν τα… «πετούμενα καράβια» του ξένου λαού και θ’ αρχίσουν απ’ εκεί ψηλά, να βομβαρδίζουν και να ισοπεδώνουν την κοντινή πόλη! Θα επιστρέφουν τακτικά και θα σπέρνουν τον όλεθρο, μέχρι τη μέρα εκείνη που ο αχός της μάχης θ’ ακουστεί πολύ κοντά στο χωριό κι οι πρώτοι στρατιώτες του εχθρού θα χτυπήσουν την πόρτα τους.
Η οικογένεια θα θρηνήσει θύματα, οι ψυχές θα μαυρίσουν!
Κι ύστερα θα έλθει η… αβάστακτη σκλαβιά.
Οτιδήποτε τους ανήκε -ακόμα κι τη ζωή τους- θα τα ορίζει τώρα ο κατακτητής…
Ο σκληρός δυνάστης που θα κατοικεί στα καλύτερα σπίτια, το ρύζι της χρονιάς θα πουλιέται φθηνά σ’ αυτόν -για ν’ αγοράζεται μετά πανάκριβα!- τα ψάρια της λίμνης θα επιταχτούν, τα κρέατα θα καταναλώνονται μόνο απ’ τον στρατό κατοχής, ο λαός θα αποδεκατίζεται, θα πεινά, θα δυστυχεί, θα ψυχορραγεί…
Κάποιοι θα φύγουν στα βουνά απ’ όπου θ’ αντιστέκονται σθεναρά, οι αγρότες θα τους κρύβουν μαζί με τη σοδιά τους, μερικοί αδύναμοι θα καταφεύγουν για παρηγοριά, σε μέχρι πρόσφατα απαγορευμένες, ακριβοπληρωμένες ουσίες και συνήθειες, στις οποίο συστηματικά θα τους εθίζει ο κατακτητής…
Η οικογένεια θ’ αμύνεται μ’ όλα τα μέσα!
Με τον καταδότη ξάδερφο στη διπλανή πόρτα να καραδοκεί, και το γαμπρό στην πόλη να δουλεύει για τον σφετεριστή ξένο…
Χωμένοι μέχρι που δεν πάει στη δίνη του πολέμου, θα νοιώσουν ότι προδίδουν τον εαυτό τους, έτσι όπως αναγκάζονται να υποψιάζονται τον καθένα, να μισούν, να σκοτώνουν, να δηλητηριάζουν τον εχθρό, και να συμπεριφέρονται ίδια μ’ αυτόν…
Ο Λίνγκ Τάν ο κεντρικός ήρωας του γνωστού βιβλίου της πολυβραβευμένης Πέρλ Μπάκ «Δράκου γέννα» του 1942, θα μπορούσε να είναι ο οιοσδήποτε συνάνθρωπός μας, οπουδήποτε πάνω σ’ αυτή τη γη -που προορισμός του είναι να κάνει οικογένεια, να δουλέψει τίμια, να ζήσει ήρεμα και να πεθάνει αγνός και χωρίς έγνοιες στη γη που τον γέννησε…
Αν φυσικά τον άφηναν…
Αφού από καταβολής κόσμου, οι απανταχού εκμεταλλευτές λαών κι ανθρώπων καραδοκούν αδιάκοπα, κι όλο αναζητούν καινούργια θύματα…
Το μόνο που απομένει λοιπόν, στον κάθε Λίνγκ Ταν και στους δικούς του, που θα βρεθούν σε μια τέτοια δεινή θέση, είναι να μην χάσουν το κουράγιο και τη ψυχή τους!
Να συνεχίσουν να παλεύουν, να πολεμούν, να αισιοδοξούν και να ελπίζουν για καλύτερες μέρες!
Γιατί -ως γνωστόν- κάθε ύπουλος σφετεριστής, αργά ή γρήγορα… χάνει τη μάχη!
Αποχωρεί κακήν κακώς, και το καλό νικά…