» Από άγνωση πηγή του 1830
[ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗ. Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Πέτρου Μέγγου «Από τη Σμύρνη στην Ελλάδα του 1821» (λεπτομέρειες σὲ προηγούμενο δημοσίευμα στὰ Χ.Ν., 25.11, σελ. 33) παραθέτω περικοπὲς μὲ ἐντυπώσεις ποὺ ἀποκόμισε κατὰ τὸ πέρασμά του ἀπὸ τοὺς Καλοὺς Λιμένες καὶ ἀπὸ τοὺς Λάκκους.]
«Ο κόσμος υπέφερε πολύ από την έλλειψη νερού, που γινόταν ακόμα πιο αισθητή εξαιτίας της ζέστης που τότε επικρατούσε. Ευτυχώς, το περιβάλλον είναι πολύ υγιεινό και η θερμοκρασία τέτοια που επέτρεπε το να κοιμάται κανείς τη νύχτα έξω στην ύπαιθρο χωρίς να κινδυνεύει να παγώσει. Τα σαλιγκάρια, από τα οποία σε μεγάλο βαθμό εξαρτούσαν αυτοί οι άνθρωποι την καθημερινή διατροφή τους, ζουν στη στεριά και, μακράν από το να θεωρούνται στερεά τροφή, στο Αρχιπέλαγος γενικά τα εκτιμούν ως μια πολύ εξευγενισμένη λιχουδιά και πριν από τον πόλεμο τα μάζευαν, τα διατηρούσαν, τα εξήγαγαν και τα πουλούσαν σε μεγάλες ποσότητες σε διάφορες πόλεις, όπου μάλιστα πετύχαιναν υψηλές τιμές. Στο μέτρο που υπάρχει αυτή η πηγή εφοδιασμού, ήταν πολύ χρήσιμη κι ευπρόσδεκτη· αλλά υπήρχε ανάγκη και για άλλη τροφή και κάμποσα πλοία βρίσκονταν ήδη στην περιοχή όταν εμείς φτάσαμε, με μικρά φορτία προμηθειών που πωλούνταν σε αστρονομικές τιμές. Αν και οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες ήταν αξιοθρήνητα φτωχοί, κάποιοι διέθεταν μια μικρή περιουσία και οι περισσότερες γυναίκες είχαν μαζί τους στολίδια ή παραπανίσια ρούχα, τα οποία ήταν διατεθειμένες να τα ανταλλάξουν για να πάρουν το απαραίτητο, στις ίδιες ή στα παιδιά τους, φαγητό. Παρατήρησα ότι οι γυναίκες που βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση φορούσαν αρμαθιές με μεγάλες στρογγυλές χάντρες από χρυσάφι. Δεν είχα δει ποτέ κάτι τέτοιο σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας· αλλά έμοιαζαν ακριβώς με εκείνες που έχω δει σε κάποιες περιοχές της Νότιας Αγγλίας. Συχνά προσφέρονταν ως αντάλλαγμα για μικρές ποσότητες φαγητού, χωρίς να δίνεται και πολύ σημασία στη συγκριτική τους αξία. Οι Τούρκοι έκαναν μια απόπειρα να περάσουν από την κυρίως στεριά και να αποβιβαστούν σε ένα από τα νησάκια, αντιμετώπισαν, όμως, σθεναρή αντίσταση από όσους Έλληνες μπορούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να τους αποκρούσουν και το εγχείρημά τους αυτό στέφθηκε με πλήρη αποτυχία.
Πέρασα γύρω στις δυο βδομάδες στους Καλούς Λιμένες και συχνά είχα την ευκαιρία να ακούσω από διάφορα πρόσωπα με τα οποία συνομίλησα διηγήσεις για τη θηριωδία των Τούρκων και το θάρρος, την παλικαριά και τα βάσανα των Ελλήνων στην ενδοχώρα. Σε μικρή απόσταση βρισκόταν ένα χωριό, του οποίου οι άνδρες, μολονότι πάμφτωχοι και εντελώς άοπλοι, δε δίστασαν να αντιμετωπίσουν σύσσωμοι τους Τούρκους δίχως άλλα όπλα πέρα από μερικά μεγάλα ματσούκια δεμένα μαζί, που κάποια είχαν σκαλιστεί με έναν περίεργο τρόπο και όλα όμως μπορούσαν να επιφέρουν τρομακτικά χτυπήματα. Συνάντησα καμιά πενηνταριά από αυτούς τους ανθρώπους μαζεμένους· και αποτελούσαν ένα άγριο, αποφασισμένο σώμα πολεμιστών: εξωθημένοι στην απελπισία, εκτεθειμένοι σε μια βέβαιη καταστροφή αν έσκυβαν το κεφάλι, εγκλωβισμένοι από τους πολυπληθείς εχθρούς τους σε μια περιορισμένη και έρημη επικράτεια, με τους συμπατριώτες τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους να τους περιβάλλουν και απεγνωσμένα έτοιμοι να αντισταθούν μέχρι τον τελευταίο. Κανένας από όσους άνδρες είδα ποτέ δεν τους συναγωνιζόταν, νομίζω, στη σωματική δύναμη και ευρωστία. Ήταν από γεννησιμιού τους συνηθισμένοι στον καθαρό αέρα των βουνών, στο ακατέργαστο φαγητό, στη σκληρή εξάσκηση και στον απλό και ενάρετο βίο […]
Ένας τέτοιου τύπου άνδρας τον οποίο συνάντησα, ένας από τους πολλούς αυτού του είδους, διηγούνταν μια ιστορία που σε άλλες χώρες θα έμοιαζε εντελώς απίστευτη, δεν είχα, ωστόσο, κανένα λόγο να αμφιβάλλω για τα λεγόμενά του. Ισχυριζόταν ότι η κόρη του, η οποία ήταν μια γυναίκα που φαινόταν πολύ σκληραγωγημένη, καταδιωκόταν από μια μικρή ομάδα Τούρκων καβαλάρηδων στην εξοχή και έβαλε τόσο πολύ τα δυνατά της, συνεπικουρούμενη από τον τρόμο μπροστά στο ενδεχόμενο να πέσει στα χέρια τους, που τελικά κατάφερε να τρέξει γρηγορότερα και να τους ξεφύγει. Δεν ήταν διόλου ασυνήθιστο για τους Τούρκους να διασκεδάζουν πυροβολώντας ή κυνηγώντας όποιους δύσμοιρους και ανυπεράσπιστους Έλληνες τύχαινε να βρουν στο διάβα τους και να παίζουν με την αγάπη των τελευταίων για τη ζωή. Οι Τούρκοι στο συγκεκριμένο περιστατικό είχαν βάλει κάποιο στοίχημα για το αν μπορούν να πιάσουν ζωντανή αυτή τη γυναίκα· η δύναμή της, όμως, και η γρηγοράδα της ήταν, ευτυχώς, αρκετές για να φτάσει σε ένα ασφαλές μέρος(271-272).
Έχοντας τη διάθεση να δω από κοντά ποια ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στους πολεμιστές του νησιού, ξεκίνησα με τα πόδια μια μέρα μαζί με μια μικρή ομάδα στρατιωτών και περπάτησα γύρω στα δέκα μίλια προς την ενδοχώρα, όπου βρήκα κάποιο από τα στρατιωτικά τμήματα που είχαν επιλέξει το δρόμο της αντίστασης στους Τούρκους.
Η περιοχή των Λάκκων, όπου συνάντησα ορισμένους ντόπιους, είναι ορεινή και οι Έλληνες κάτοικοί της άνηκαν στις τάξεις των πιο ανεξάρτητων και ρωμαλέων Κανδιωτών. Όπως και οι περισσότεροι από τους συμπατριώτες τους, δε διέθεταν καθόλου όπλα στην αρχή του πολέμου και εφοδιάστηκαν από τα λάφυρα που έπαιρναν από τους εχθρούς τους. Κάποτε συνάντησα έναν νεαρό άνδρα, είκοσι δύο μόλις χρονών, που ο ξεσηκωμός τον είχε αποσπάσει από τις ειρηνικές του ασχολίες και είχε βγει να αντιμετωπίσει τους Τούρκους με ένα ματσούκι. Σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε εξοπλιστεί, τόσο ο ίδιος όσο και οι σύντροφοί του, σκοτώνοντας σε διάφορες μικροσυμπλοκές όχι λιγότερους από δέκα οχτώ άνδρες με τα χέρια του. Όταν τον γνώρισα, πρόσφερε προς πώληση το τελευταίο τρόπαιό του, ένα έξοχο μουσκέτο πλουμισμένο αφειδώς με άργυρο, που το είχε πάρει από έναν πλούσιο Τούρκο» (272-273).