Σε μια όμορφη κοπέλα στην ακρογιαλιά
Όταν το κύμα σε θωρεί
σβήνει αγάλι – αγάλι,
ν’ απολαμβάνει πλιότερο
τα δροσερά σου κάλλη!
Το βλέπει ο βράχος ο σκληρός
κι απίστευτα ζηλεύει
γιατί κι εκείνος δεν μπορεί
γλυκά να τα χαϊδεύει.
Γι αυτό όταν πέφτει πάνω του
το κύμα, το σκορπάει
κι ας κλαίει το δόλιο σιγαλά…
κείνος σιγογελάει.
Κι όταν στην ώρια ακρογιαλιά
αμέριμνη βαδίζεις
περίσσια χάρη κι ομορφιά
θαρρώ πως της χαρίζεις.
Μα όταν μια αυγούλα δεν σε δουν
θαρρώ πως όλα κλαίνε
και μ’ αγωνία με ρωτούν
«γιατί αργείς;» μου λένε!
Και τ’ αλμυρίκια με ρωτούν
όταν δε σε θωρούνε
κι η αμμουδιά και τα ξερά
τα φύκια με ρωτούνε…
Όλα σε κράζουν αν δε ‘ρθεις
κι όλα για σένα λένε
κι εγώ θαρρώ τα λόγια τους
τα σπλάχνα μου τα καίνε.
Γι αυτό ώρια κόρη λυγερή
να ‘ρχεσαι να θωρούμε
τις μαγεμένες σου μορφιές
που όλοι τις καρτερούμε!