Κι ενώ μας αποχαιρέτιξε και αποκώλωσε όθε το αχανές παρελθόν, κι ο τελευταίος μήνας της άνοιξης ο Μάης. Απού για τσοι πολλές του ομορφιές, τσοι παλιούς καιρούς, απού οι γι αθρώποι είχανε αιστήματα κι ευαιστησίες, τον ερχομό ντου τονέ «προϋπαντούσανε στην εξοχή» κι επλέκανε στεφάνια με τα λούλουδα τσ’ εποχής, απού εστολίζανε την ύπαιθρο, γη τα κάνανε μάτσα και μπουκέτα και τα κρεμνούσανε στσ’ αυλόπορτες και στα μπαλκόνια ντωνε, με όμορφες και τρισχαριτωμένες εκδηλώσεις, πάει όμως «χάθηκαν τα όμορφια τα χρόνια» κι ο μήνας Μαής, απού τελειώνει η ημερολογιακή ντου διάρκεια σε κάμποσες μέρες κλείνει τη πόρτα και τση φετινής ανοιξιάτικης περιόδου κι ανοίγει διάπλατα η φωτερή κι ολόλαμπρη εποχή του καλοκαιριού, με τσοι πολλές, πολλές αγροτικές υποχρεώσεις.
Γιατί κείνουσας τσοι καιρούς, οι καλοκαιρινοί μήνες δεν ήτανε περίοδος αδειών και ραχάτης, μουδέ δεν εμπαίνανε οι μάγειροι στσοι κουζίνες τωνε, οι ψήστες στσοι ψησταριές τωνε, κι οι σερβιτόροι δεν αναμπουκωνούντανε να πιάσουνε τσοι δίσκους τωνε. Ήτανε η γι εποχή απού οι χωριανοί, ασχολούντανε με τη γεωργία, δεν είχε ξεκινήσει ακόμη ο τουρισμός. Γι’ αυτό και τούτοσας ο μήνας, Ιούνης, γη πρωτογούλης, του ‘χανε κολλήσει και το παρατσούκλι του Θεριστή. Γιατί ύστερα από τα πρωτοβρόχια απού είχε εξέλθει ο σπείρων του ‘σπειρε τον σπόρο αυτόν. Κι ύστερα από τσοι μήνες τσ’ αγωνίας απού επεριμένανε τη καλή εξέλιξη τω σπαρμένω ντωνε, γιατί ούλα τούτανα τα προϊόντα πριν την ωρίμαση και τη συγκομιδή, δεν παύουνε να χαρακτηρίζονται από ευαιστησίες και ν’ απομένουνε ως «χάρτα Αγά», όπως ελέγανε οι παλιοί.
Μα τούτονα το μήνα εκυματίζανε ξανθοκίτρινα στσοι τόπους απού ήτανε σπαρμένα. Κι επεριμένανε τσ’ αφεντικούς τωνε, με τα εύθυμα μειδιάματα ντωνε, κάτω από τα μουστάκια τωνε, για την εξέλιξη τση μέστωσης, να δόκουνε μ’ άλλα λόγια το σύνθημα για το ξεκίνημα του θερισμού με το συνηθισμένο «Εις τ’ όνομα του Θεού» και ν’ αλλάξει αποκειά κι ύστερα η γι άποψη του χωριού κι η συμπεριφορά τω χωριανώ. Γιατί τούτεσας οι δουλειές ήτανε χαρακτηρισμένες, όπως συνηθίζω να το αναφέρω κάθε φορά απού αναφέρομαι σ’ αυτές, «Θέρος, τρύγος, πόλεμος».
Κι η ζωή εξεκίνα αξημέρωτα τσοι καματερές. Και τα ποδοβολητά των αθρώπω και των εχνώ εγροικούντανε από πολύ νωρίς. Γι’ αυτό και τούτουσας τσοι καιρούς με τσοι πολλές δουλειές επεριορίζουντανε οι βεγγέρες και δεν εκρατούσανε πολύ οι γι αποσπερίδες. Κι οι καφενέδες εσβήνανε νωρίτερα τα λουξ, γιατί κι οι καφετζήδες ήτανε κι εκείνοι γεωργοί. Κι είχανε κι εκείνοι τα δικά ντωνε σπαρμένα για θερισμό. Μ’ απομένανε κιόλας κι από νωρίς χωρίς πελάτες, γιατί τούτουσας τσοι καιρούς απού οι δουλειές δεν εσηκώνανε ξάργητα. Την είχανε ούλοι ανάγκη τη ξεκούραση. Γιατί κάθε ταχινή τουτεσάς τσοι μέρες τση φούριας απού ετυχάνανε ολοχρονίς του χρόνου κι ιδιαίτερα του θερισμού απού δεν άφηνε περιθώριο για ανάπαυση, παρά έντονη εργασία. Γι’ αυτό κι εγροίκας θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλιε. Κι οι θεριστάδες κι οι θερίστριες αξημέρωτα απλωνούντανε ομπρός στο σπαρμένο απού θάνε θερίζανε.
Όπως φαίνεται και στη φωτογραφία από την αναπαράσταση του θερισμού. Προ χρόνια από το πολιτιστικό σύλλογο Καθιανώ. Και δεν αναντρανίζανε αποκειά παρά μόνο για να πιούνε κιανένα μαστραπαδάκι νερό, από τη λαήνα, απούχανε στο σκιανιό, για να δροσερέψουνε, γη σαν εκαθίζανε για κολατσιό για να φάνε λιγάκι ψωμάκι με κιανένα κομμάτι λαδοτύρι από τα ξυλόκουμπα απού κάνανε από το γάλα τω μαρθιών ντωνε απού των επερίσσευε και τα βάνανε στο λάδι για συντήρηση. Κι ετσά εσυνεχίζανε ώστενα απού εθέριζε καθένας τα χωράφια απούχε σπαρμένα κι έχτιζε τσοι Θεμωνιές γύρου γύρου από το αλώνι ντου καθένας. Και οι μόνες απού τσαντικοβάνανε τουτηνά την ένταση ήτανε οι Κυριακές, γη οι σκολάδες.
Γιατί κείνουσας τσοι χρόνους οι γι αθρώποι την εσέβουντανε τη παράδοση κι ακλουθούσανε τα δασκαλέματα τση . Κι ετσά εξεκουράζανε τα κορμιά ντωνε από το καθημερνό κάματο κι αδειάζανε τσοι ψυχές τωνε από τσοι δυσκολίες και τα βάσανα απού τσοι φόρτωνε η καθημερινότητα ντωνε κι ανανεώνανε τη διάθεση ντωνε για τη συνέχεια.
Τούτεσας όμως οι σκέψεις μου ξεσηκώσανε τσ’ αναμνήσεις μου από τη μεγάλη εορτή τση πεντηκοστής απού επανηγύριζε το μοναστήρι τς’ Αγίας Τριάδας απού ξεσήκωνε ούλους τσ’ Ακρωτηριανούς. Όπως κι ούλα τα πανηγύρια τα μικιά και τα μεγάλα ήτανε χαράς για το τόπο απού πανηγύριζε. Απού εξεκίνα με τον εκκλησιασμό και συνεχίζανε μ’ εύθυμες συντροφιές και χαρούμενες εκδηλώσεις. Ούλα ήτανε διαφορετικά τουτεσάς τσοι πανηγυριώτικες μέρες, ως και τα γκανίσματα τω γαϊδάρω, όπως γράφω και στο βιβλίο μου “ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΤΑ ΧΩΡΑΦΑΚΙΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ”. Ήτανε πλια εύθυμα και χαρούμενα τα πανηγυριώτικα πρωινά κι εδά απού η θύμηση με σεργιανίζει στα περασμένα κι αναστορούμαι ύστερα από τη θρησκευτική πανδαισία, από τη θεόπνευστη υμνολογία και τη κατανυχτική ακολουθία του σπερνού και τση γονοκλυσιάς, απλώνουντανε οι πανηγυριώτικες συντροφιές στσοι παχιούς δροσιούς τω κυπαρισσιώ κι εξεκινούσανε για να χαρούνε τούτηνα την ημέρα και να ξεχάσουνε τα βάσανα και τση φτώχειαας και τσοι δυσκολίες τση καθημερινότητας τωνε.
Κι ύστερα ούλες οι συντροφιές εσμίγανε στσοι υπαίθριους καφενέδες για να χαρούνε και να χορέψουνε στσοι ρυθμούς απού κάθε ζυγιά οργανοπαιχτών έπαιξε σε τούτουσας τσοι καφενέδες. Και να ζωγραφίσουνε με τα ζάλα τον κάθε χορό με πιτηδιοσύνη, τσαχπινιά και λεβεντοσύνη. Και την ίδια ώρα δα εβρίσκανε ευκαιρία οι κοπελιές και τα κοπέλια κι ανταλλάσσανε λοξές αμαθιές και ξυπνούσανε αιστήματα. Γιατί κείνηνα την εποχή ο Έρωταςς ήτανε στο χώρο των αιστημάτω. Και ή κυριαρχούσανε οι φυσικοί νόμοι και έλκοντανε τα ετερώνυμα κι είχανε την Ευκή του Θεού. Αυξάνεστε και πληθύνεστε…
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας. Πολλά τα έτη σας Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου κι αναζήτηχτοι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Αποκωλώνω = Απομακρύνομαι
Όθε = Προς
Καματερές = Εργάσιμες
Γροικούνται = Ακούγονται
Αποσπερίδες = Βραδινές συντροφιές
Ξάργητα = Αποχή από την εργασία
Ταχινή = Πρωινή ώρα
Ολοχρονίς του χρόνου = Όλο το χρόνο
Ομπρός = Μπροστά
Αναντρανίζω = Ανασηκώνομαι
Μαστραπαδάκι = Μικρό δοχείου νερού
Σκιάνιο = Σκία
Λαήνα = Στάμνα
Δροσερεύω = Δροσίζομαι
Ξυλοκούμπη = Μικρά τυράκια από το γάλα των οικόσιτω ζώων
Μαρθιά = Οικόσιτα ζώα (πρόβατα, κατσίκιες)
Σκολάδες = Αργίες, γιορτές
Μικιά = Μικρά
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Ζυγιά = ζευγάρι όργανα, λύρα ή βιολί και λαγούτο
Ζάλα = Βήματα