[∆εν ήταν Κίρκη, µα τον είχε µαγέψει!… Ούτε όµως κι εκείνος ήταν ένας Οδυσσέας, αλλά είχε µαγευτεί].
Το ελληνικό καλοκαίρι είχε απλωθεί µπροστά στα µάτια του!
Γαλάζιο σαν τα µάτια της και φωτεινό όπως το χαµόγελό της!
Πήρε να παρακολουθεί κάθε κίνησή της καθώς έφτιαχνε τα µαλλιά της και όπως άπλωνε την πετσέτα της πάνω στην «άµµο την ξανθή»!
Κόσµος πολύς αλλά αυτό που εκτυλισσόταν µπροστά του έµοιαζε βγαλµένο από ταινία µας άλλης δεκαετίας, του προηγούµενου αιώνα!
Προσπαθούσε να κρατήσει διακριτικό το βλέµµα του πίσω από το βιβλίο που διάβαζε!
Το βιβλίο…
Είδε το βλέµµα της να πέφτει πάνω σ’ αυτό, κι έπειτα από λίγο, έβγαλε µέσα από την τσάντα της το δικό της βιβλίο!
Έστρωσε καλύτερα την πετσέτα της, και έδεσε ένα µαντήλι πάνω στο κεφάλι της! Μετά ξάπλωσε µπρούµυτα και άνοιξε το βιβλίο της!
∆εν το διάβαζε, ήταν ξεκάθαρο αυτό! Μήπως να είχε καταλάβει ότι ούτε κι εκείνος µορούσε πια να διαβάσει το δικό του…!
…Στην αµήχανη στιγµή που συναντήθηκαν τα βλέµµατά τους, εκείνη παρέµεινε λίγο παραπάνω να τον κοιτάζει! Εκείνος κάπως άγαρµπα έστρεψε το βλέµµα του µέσα στις ανοιγµένες σελίδες!
Το κορίτσι άφησε το βιβλίο πάνω στην πετσέτα και σηκώθηκε!
Άρχισε να περπατά προς τη θάλασσα κι αίφνης έγινε το δελφινοκόριτσο που λένε τα τραγούδια!
Αυτός τώρα πια την παρακολουθούσε να κολυµπά, την παρατηρούσε µια να χάνεται από την επιφάνεια της θάλασσας και µια να αναδύεται… µεσα από αυτήν, κι όλο ξεµάκραινε προς το βαθύ γαλάζιο!
Μια κουκίδα πια το κεφάλι της! Γλαροπούλια από πάνω της, µάχονταν να έχουν µια καλύτερη θέα σε αυτό το πρωτόγνωρο µυθικό πλάσµα που πρωτοαντίκριζαν!
Το κορίτσι όλο και ξεµάκραινε, είχε περάσει και τις τελευταίες σηµαδούρες και τα γλαροπούλια τώρα είχαν κατέβει χαµηλά να τη συνόδευουν στη ρότα της! Εκείνος ακούµπησε στην άκρη το βιβλίο, άνοιξε το σηµειωµατάριό του, έκλεισε τα µάτια κι άρχισε να… γράφει!