Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Καλοκαιριού παθήβολα με τη ντοπιολαλιά

Έφυγε κι οφέτος το καλοκαίρι, απου μας εζόρισε. Έκαμε μεγάλες κάπσες κι απου τσοι εννιά το πρωί σε ζεβέλιαζε ο ήλιος όντε σε πετύχιαινε όκσω. Ότι δουλειά επρολάβαινες να κάμεις, πριχού καπσώσει η μέρα.
Eξεσμιλιώσανε κι οι γάμοι απου τα αποτερινά χρόνια, με την ατσιποδιά απου μας ήβρηκε από τη μ-παλιαρώσια, ητονε λιγοστεμένοι, μα δεν εκάνανε και χαροκοπιά.
Δεν εμπόρειε κιανείς να τσοι παλαίπσει και προσπάντως μερικά Σαββατοκύργιακα δεν είχες που να πρωτοπάεις. Σ΄ άλλο γάμο έπγαινες και σ΄ άλλο έμπεμπες το χάριζμα. Εδά και καμπόσους χρόνους μπέμπουνε μπιλιετάκια για να σε καλέσουνε στο γάμο. Πάνε οι καιροί απου για όσους δεν εμπόριε να καλέσει η σπιτέ του γαμπρού, εβάνανε καλεστή. Σ΄ ήβριστε ο καλεστής, σούδιδε ένα γαρούφαλλο (μπαχάρι) και σου ΄λεγε για το γάμο απου ήσουνε καλεσμένος.
Επαντρέβγουντονε και νιους καλού φίλου ο γιος και δεν εμπόρουνα να πάω, επειδής εκείνες σας τσοι μέρες μούτυχε μιαν ατσιποδιά. Εκειά που φόρτωνα το χτήμα αμοναχός εξέσυρε, έφυγε η φορτωτήρα κι εκόντεψε να ξεσωμαρίσει. Εσήκωσα απότομα το γ-κούτσουρα απου ΄θελα να φορτώσω για να προλάβω το ξεσωμάρισμα κι εξεκατινίστικα. Πέντε μέρες έκαμα κοιτουρούμης. Δεν επήγα στο γάμο κι ετσά απού ΄μαι ξεχνονούσης, αποξεχάστηκα να μπέπσω και το χάριζμα. Δε με γνοιάζει παρά απής εποδάρωσα μιαν ημέρα έδωκα κούτελο με το πάτερα του γαμπρού. Ο άθρωπος μούπε πως δε μ-πειράζει παρά εγώ χιλιοντράπηκα. Θα πεταχτώ μιαν απαραμετέ να ευκηθώ στα κοπέλια.
Εδά πάεις σε γάμο απου μπορεί νάχει παράνω από χίλιους νοματαίους ψυχομέτρι, δούδεις την εφκή στο αντρόϋνο, θωρείς φίλους και δικούς, σέρνεις κιανένα πασουλάκι, αλλά παλαιικό γλέντι δε γίνεται. Μπορεί να δεις και μερικούς να φέβγουνε μόλις φάνε το πιλάφι. Έτσα όμως τα φέρνουνε και οι καιροί. Τσοι παλιούς καιρούς εβάστα μέρες το χαροκόπι του γάμου, αλλά η γι-αλήθειά ΄ναι πως οι γι-αθρώποι δεν είχανε άλλο τρόπο να ξελινίσουνε παρά σε κιανένα γάμο γή βάφτιση και για τούτονα δεν εβιάζουντωνε να παραιτήσουνε το χαροκόπι. Σε πανηγύρια αραί και που να ΄χουνε όργανα, παρά μόνο στα μεγάλα.
Στσοι γάμους εδά έχουνε μια ζυγιά όργανα, παρά με του δαιμόνου τα μεγάφωνα δεν μπορείς μουδέ να καλομιλήσεις του διπλανού σου. Πριχού από τούτανα ακόμης και νάχε δυο και τρεις ζυγιές όργανα εμπόργιες να πάεις παραπέρα να τραγουδήξεις επειδής δεν είχανε τα μεγάφωνα.
Εδά ανε ν-τραγουδήκσεις τσοι πλια φορές κακοφαίνεται των οργανοπαίχτω επειδής σταματούνε οι χοροί για το ριζίτικο και χάνουνε παράδες. Λίγοι ΄ναι απου δεν τσοι γνοιάζει για να ακουστεί και κιανένα ριζίτικο.
Να αναστορηθώ μιαν άλλη βολά να τα ξαναπούμε για τούτονα, επειδής στο γάμο έχουμε πολλά καλά εθίματα απου δεν τα ΄χουνε στη μ-παλιά Ελλάδα.
Για να γαείρομε σε κείνονα απου θέλω να σασε πω, το καλοκαίρι έχει περίσσια έξοδα και δυσκολόβριστους παράδες στα χωργιά μας. Τα αναθροφάργια απού τα μαρτάρικα έχουνε πουληθεί, γεννήματα τση γης για πούλημα εμείς δεν έχουμε και καλά λίγοι ΄ναι πούχουνε λάδι άκοφτο. Παλιότερα το πσιμοκαίρι επουλούσαμε σταφυλάκια κι εκάναμε σερμαγιά. Εδά εκσεχαμπετώσαμε τ΄ αμπέλια κι ησυχάσαμε, μη μασε δαγκάσουνε κι οι ξυδοκουνούποι.
Για να παλαίπσω το γ-καιρό βάνω μερικά κηπικά για να μην τα πσουνίζω, αλλά και να κατέω είντα τρώω. Ξωφέβγω να περνώ και τη μ-πόρτα του μπακάλη επειδής δε μπορώ να ακούω και τα μούρμουρά ν-του για τα βερεσέδια, αλλά του το ξέκοψα. Α δε ν-τρέκσει η κουτσουνάρα του λαδιού στο αλιτριβιδειό, παράδες δεν έχω να του δώκω. Με κατέει ετόσους σας χρόνους, ποτές μου δεν τούχω φάει παράδες.
Φυτέβγω κηπικά σ΄ ένα γ-κήπο στη μπάντα του Σεμπρωνιώτη ποταμού, (Λαχιανίτη τονε λέμε εμείς) απού ΄θειαξε ο αφέντης μου με τη σκαλίδα. Ήτονε ποταμίδα κι εκουβάλιε χώμα με το πετροκόφινο για να το κάμει καματερό. Το μισό έκαμε κηποχώραφο και στο αποδέλοιπο εφύτεπσε περβολάκι με πορτακαλιές κι άλλα δεντρά
Απού την ανοιξιάτικη εποχή απου αρχινούνε να θέλουνε τα κηπικά πότιζμα ήμουνε παωμένος να θειάκσω τη δέση. Αναμάζωκσα πέτρες, κλαδιά απού πλατάνους, σπάρους κι ότι άλλο ήβριστα. Έκαμα σα ν-το μιτσό φράμα για να καναλιάσω το νερό στο αυλάκι για να πάει στο γ-κήπο. Απου τη δέση ξεκινά τριω σκαπεθιώ νερό παρά το παντέρημο, στην αρχή είναι αμμουτσώγης και το πίνουνε οι αμμούτσες, αλλά και στο αποδέλοιπο βουλά σε πολλούς τόπους. Στο γ-κήπο αποσώνει, σκάρτο, νιούς σκαπεθιού νερό.
Φυτέβγω τα κηπικά σε κατεβατά και τάχω καμωμένα να ποτίζουνται κάθε αβλάκι χώργια, σαν ούλωνώ τσοι κήπους. Μπαίνει το νερό στο καταπότη του κατεβατού και κάθε απου ποτίσει ένα αβλάκι το κλείνω με μια σκαπετέ χώμα για να πάει στο άλλο. Άμα τελειώσει το κατεβατό, πάω στο γυράβλακο του κήπου και το μετατσακίζω να πάει σε άλλο κατεβατό.
Όπως και κάθα γείς βάνω απ΄ ούλα για να κόβγω λογιώ ν-τω λογιώ μαγερέματα. Θέλω όμως να βάνω πολύ μπαρμούνα καθιστή και κρεβατινιαστή, επειδής ξεραίνω σπόρους για μαγεργιές το χειμώνα. Η κρεβατινιαστή έχει το βάσανο να περμαζώνω καλάμια να τα καθαρίζω, να τα καρφώνω στη γης, να τα δέσω κι ύστερα να τη στέσω.
Παλιά εβάναμε κι άνυδρα κηπικά σε βαλίδικα χωράφια απου βαστούσανε και ογρασιά. Είντα να πρωτοθυμηθείς απου σε κουζούλαινε η νοστιμιά ντωνε. Τσοι καρπούζες απου δεν ητονε νερομπούρμπουλα σαν κι εδά, τσοι ντομάτες απου εμοσκοβολούσανε γή τα αποδέλοιπα, ούλα νόστιμα.
Τσοι πατάτες δεν επέτυχα οφέτος, το σπόρο ντωνε καλά καλά δεν εβγάλανε. Ότι δεν έφαε ο περενόσπορος, έφαε ο βρούχος. Είντα μπλάβη πέτρα έβαλα, είντα δειάθι, δεν τσοι γλύτωσα. Δε λυπούμαι παρά τα γ-κόπο να τσοι σκάφτω και το κατσούνιασμα να τσοι ξεχορτίζω, απου ήμουνε ένα γ-γκατσούνι και ύστερα δεν εμπόρουνα να ξεκατσουνιάσω. Εμπαίνανε κι γι-αρκάλοι κι αποκάμανε τη εζημνιά. Δαγκάνα δεν είχα, μα και νάχα να βάλω και με πχιάνανε θα τσοι πλέρωνα πλια παρά νάχω σκοτωμένο αγρίμι. Δε γ-κατέω είντα να κάμω, να τα παραιτήσω κιαπόις να λέω τη μ-παροιμία «Μουδ΄ αμπέλι θέλω νάχω μουδέ σιάση με τον άρχο», απου λέγανε κι οι παλιοί μας.
Δε θέλω να βάνω απού του δαιμόνου τα φαρμάκια επειδής δε γ-κατέεις είντα άλλο ζωντανό θα σκοτώσεις. Τα πλια πολλά, μόνο καλό κάνουνε αλλά και τα πουλιά σου παίζουνε σκοπούς ούλη τη μέρα.
Έπειδής έει καεί η γούνα μου, έχω καλά φραμένο το γ-κήπο για να μην τονε ταΐσουνε πράμα έχνη. Είναι ένας κουραδάρης απου διαρέμπεται ούλο το Λαγγό με τα έχνη ν-του και ζημνιώνει συνέχεια τσ΄ αθρώπους. Θυμούμαι εδά και καλά πολλούς χρόνους εμπήκε μια γ-κομματέ έχνη και μου κάμανε πάσπαλο το γ-κήπο. Είπα του βλεπέ (απούκανε και το στιμαδόρο) να τα στιμάρει και να του πει να μου τα πλερώσει για να μην τονε μπέπσω στσοι πόρτες του αγρονόμο. Έκανε πως το δέχτηκε και πως εχτίμησε ετούτονα απούκαμα. Εμετάδενε συνέχεια το πότες θα με πλερώσει, ως όκσω μου τάφαε κιόλας. Τούχε βγει το νάμι πως είναι ψεύτης, ήτονε ανακατωμένος και σε κλεψιές. Και τα ασερνικά κοπέλια ντου δεν αλλαξοσειρίσανε.
Ο αφέντης μου έλεγε πως οι γι- αθρώποι είναι σαν ν-τα σταφύλια. Τα καλά γίνουνται κρασί και τα κακά ξύδι. Διάλε το πσώμα. Απού στοτεσας έβαλα το γ-καλό φράχτη στο κήπο, εκάτεχα και τση παροιμίας, «απού τα κακοστερεμένα κι οι σκύλοι τρώνε».
Εδά απου τελειώνω, να μην αποκσεχαστώ να αναθιβάλλω κι εγώ για τη βασίλισσα των Εγγλέζω απου απόθανε. Είναι αλήθεια πως ο αποθαμός, γή του βασιλιά γή του τελευταίου αθρώπου θέλει σέβας, αλλά και πλια πολύ απου ήτονε αρχηγός και για πολλά χρόνια, μιας «μεγάλης δύναμης» απου λέγανε τα κιτάπια στα σκολειά. Θα πω όμως μερικά πράματα μόνο για το βασιλίκι τζη.
Την ελέγανε Ελισάβετ, Αλισάβη θα τηνε λέγανε οι παλιοί μας. Είχα κι εγώ μια γειτονοπούλα απου τηνε λέγανε Αλισάβη, Έλλη τηνε λέγαμε. Στο σκολιό όμως είχα θωρεμένο πως τηνε γράφανε Ελισάβετ κι ας μην ήτονε βασιλιοπούλα.
Η βασίλισσα είχε πωμένο πως «στο μ-παράδεισο θα περνώ χειρότερα από εδά». Σάϊκα δεν θα ν-έχει χίλιους δυο να τηνε βαϊλίζουνε. Ξια ντωνε των εγγλέζω απού θέλουνε νάχουνε βασιλιάδες, αυτοί έχουνε μαλλιά για ξάσιμο.
Οι γι-εγγλέζοι είχανε αγορασμένη τη Κύπρο (νοικιασμένη ελέγανε ξαρχής) από τσοι τούρκους στα 1878 μαζί με τσοι αθρώπους τση, όπως αγοράζομε και πουλούμε χωράφια και αρνόριφα. Στα 1955 εξεσηκώθηκανε στη Κύπρο, μόνο οι Ρωμιοί, για να μην έχουνε μπλιο ξένους να διαγουμίζουνε το ν-τόπο ν-τωνε. Οι εγγλέζοι εσκοτώνανε πατριώτες, ας ήτονε κι αμούστακα κοπέλια. Οι δικοί ντωνε αθρώποι εζητήξανε απου τη βασίλισσα χάρη, να μην τα εχτελέσουνε, μπάρε μου για μερικά κοπέλια παρά, όη μόνο δεν έδωκε χάρη μουδέ απόκριση έδωκε.
Άμα ήθελε εμπόργειε να γλυτώσει κοπέλια είκοσι και λιγότερο χρονώ. Δεν ήτονε μουδέ φονιάδες μουδέ κλέφτες. Το φταίξιμο ν-τωνε ήτονε πως επαλέβανε για τη λευτεργιά ν-τωνε. Δεν ελυπήθηκε για να γλυτώσει μπάρε μου ένα κοπέλι μουδέ τσοι γονιούς του, μάνα κι γ-ίδια.
Μα κι όντεν εμπήκανε οι τούρκοι στη Κύπρο στο 74, δεν άκουσα να στενοχωρέθηκε για το κακό απου γίνηκε και για τσοι ψυχές απου χαθήκανε.
Επγαίνανε να τηνε δούνε στο κρέββατο κι εκάνανε ως δεκοχτώ ώρες. Εγώ δεν είχα παράδες μουδέ κιανένα γ-καημό να πάω ετόσεσας ώρες όρθιος. Μουδέ γειτόνισσα να την είχα δεν θα ήμουνε παωμένος στη γ-κηδεία τζη, όη για τον άνθρωπο παρά για το βασιλίκι τζη.

* ο ΚάτωΚεφαλιανός


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

  1. Πλούσιο το λαογραφικό στοιχείο, κύριε Μπομπολάκη, για ποικίλα επιμέρους θέματα. Να ανοίγετε πιο συχνά το συρτάρι της μνήμης!

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα