Μνήμη Σταμάτη Γ. Δασκαλάκη
«Φύλλα οι φίλοι στο δέντρο της ζωής μας» λέει ο Αργεντινός συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Όμορφη, ποιητική μεταφορά. Μα αναρωτιέμαι. Τάχα τα δέντρα δεν πονούν, δεν κλαίνε, δεν θρηνούν, όταν πέφτουν τα φύλλα τους; Ή μήπως η σοφή φύση τα προίκισε με την πίστη πως τίποτα δεν χάνεται; Πως τα πεσμένα φύλλα τους στο χώμα γίνονται λίπασμα και δίνουν ζωή στα επόμενα…
Δεν ξέρω. Μπορεί…
Δέντρο κι η δική μου ζωή. Μα η άνοιξη πέρασε! Ήρθε το φθινόπωρο. Χειμωνιάζει σε λίγο.
Και τα φύλλα – φίλοι μου, κιτρινίζουν. Αρχίζουν να πέφτουν. Με πόνο ψυχής τους αποχωρίζομαι…
Κι εσύ, Σταμάτη, ήσουν ένα φύλλο δυνατό, καταπράσινο, αγαπημένο στο δέντρο της ζωής μου. Ένα φύλλο ξεχωριστό. Για πολλά χρόνια. Σε γνώρισα στα φοιτητικά μου χρόνια.
Ήσουν ο αγαπημένος της Μαρίας. Ο άνθρωπος που αγαπούσε την καλύτερή μου φίλη!
Την πιο αγαπημένη μου συμφοιτήτρια. Η αγάπη μας για τον ίδιο υπέροχο άνθρωπο, κρίκος δυνατός, μας ένωσε με φιλία πολύχρονη, μπιστική, αδελφική.
Που σφραγίστηκε με τον ιερό δεσμό μιας βάφτισης. Έβαλα λάδι στο σπίτι σας. Έγινα συντέκνισσά σας. Νονά του πρώτου γιου σας, του Άρη. Κι άλλη μεγάλη, κοινή αγάπη μας, ο Άρης.
Ήσουν, λέω. Και νοσταλγώ τα χρόνια που κύλησαν, τις χαρές που νιώσαμε με τη γέννηση των παιδιών μας, τα βαφτίσια και τους γάμους τους.
Με τον ερχομό των εγγονιών μας. Με τα δικά τους βαφτίσια. Αναπολώ τις όμορφες στιγμές που ζήσαμε σε γιορτές, εκδρομές και πανηγύρια. Λογαριάζω τις λύπες που μοιραστήκαμε σε μέρες αρρώστιας και πένθους. Λέω, ήσουν. Και μπερδεύω το χτες με το σήμερα. Και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω πως δεν είσαι πια εδώ. Πως έφυγες για πάντα. Πως δεν θα μου πεις ποτέ πια, με κείνο το μειλίχιο, εγκάρδιο χαμόγελό σου «καλώς την συντέκνισσα!».
Ποτέ πια…
Λένε, πως οι ουρανοί ανοίγουν στις μεγάλες γιορτές! Πως όσοι φεύγουν από τούτη την ζωή τέτοιες μέρες, είναι καλοί άνθρωποι. Κι εσύ ήσουν καλός άνθρωπος, Σταμάτη. Γι’ αυτό κι έφυγες την επόμενη μέρα των Χριστουγέννων. Οι άγγελοι που κατέβηκαν για τη γέννηση του Χριστού, σε πήραν φεύγοντας στον ουρανό. Μέσα από την αγκαλιά, την έγνοια και την αγάπη της Μαρίας, των παιδιών και των εγγονιών σας. Ήσουν καλός άνθρωπος, σύντεκνε. Έντιμος, φιλότιμος, φιλόξενος. Ανοιχτόκαρδος, χουβαρντάς, νοικοκύρης, εργατικός. Καλός σύζυγος, τρυφερός πατέρας και παππούς. Επίμονος, υπομονετικός, αξιοπρεπής.
Αντιμετώπιζες με αξιοπρέπεια τις όποιες φουρτούνες και αναποδιές της ζωής. Υπέμενες καρτερικά, χωρίς παράπονα και μεμψιμοιρίες τα απανωτά, τα ανελέητα χτυπήματα από τις αρρώστιες τα τελευταία χρόνια. Μπαινόβγαινες στα νοσοκομεία, η μια εγχείρηση διαδεχόταν την άλλη κι εσύ εκεί! Αγωνιζόσουν να κρατηθείς στην ζωή. Πάλευες με τον μαύρο καβαλάρη, όπως ο Διγενής στα μαρμαρένια αλώνια… «Δεν παραπονιέται καθόλου! Μα δεν του αξίζει να παιδεύεται έτσι!» μου έλεγε η Μαρία. Δεν σου άξιζε. Όμως Σταμάτη, τα βάσανα ο Θεός στους δυνατούς τα δίνει… Κι εσύ είχες δύναμη ψυχής.
Μπαινόβγαινες στα νοσοκομεία, μάθαινα τον αγώνα σου, την αγωνία της Μαρίας και των παιδιών σας, από το τηλέφωνο.
Ας όψεται η πανδημία που δεν ήρθα να σε δω… Να σου πω πόσο πολύτιμος ήσουν για μας, πως σ’ αγαπούσαμε πολύ κι ο Βαγγέλης κι εγώ, και πως σου χρωστούσα ευγνωμοσύνη για όλα όσα μου πρόσφερες. Για την φιλία και την αγάπη σου.
Γιατί ήσουν αληθινός φίλος, Σταμάτη. Από κείνους τους φίλους, που είναι ευλογία να τους έχεις στην ζωή σου. Από τους φίλους, που στέκονται δίπλα σου, ακόμα κι όταν όλοι οι άλλοι σ’ εγκαταλείψουν.
Ήσουν ένας υπέροχος φίλος! Κι όσο ζω, θα κρατώ ολοζώντανη την μνήμη σου στην καρδιά μου. Με την πίστη πως ζεις εκεί, όπου δεν υπάρχει πόνος, λύπη και στεναγμός, αλλά ζωή αληθινή και αιώνια.
Με την προσδοκία της ανάστασης των νεκρών! Με την ελπίδα πως θα ξανασμίξουμε! Και θα μου πεις με κείνο το μειλίχιο, το εγκάρδιο χαμόγελό σου: «Καλώς την συντέκνισσα!».