Η ανθοδέσμη που πήρες για να στολίσεις το γιορτινό τραπέζι έχει αρχίσει να μαραίνεται. Το χρώμα στα πέταλα των λουλουδιών έχει ατονήσει και τα φύλλα επιδεικνύουν πια έντονα τα σημάδια της φθοράς. Αναλογίζεσαι πως πέρασε πια η ώρα τους! Ήρθε η στιγμή να τ’ απορρίψεις στον κάδο.
Με το νέο χρόνο, τα θέλεις όλα όμορφα γύρω σου, καινούργια, αστραφτερά. Τέλεια! Θέλεις να καθαρίσεις τα πάντα, να ξορκίσεις έτσι το παλιό, το κακό, να διαγράψεις τις ατέλειες του φοβερού χρόνου που μόλις πέρασε…
Απλώνεις το χέρι να πιάσεις τα λουλούδια, όταν ξαφνικά κάτι σε σταματάει. Παύση. Αναρωτιέσαι. Μπορεί άραγε να υπάρξει ομορφιά στην… ασχήμια, στην φθορά, στην ατέλεια;
Να, για παράδειγμα, σ’ ένα μάτσο μαραμένα λουλούδια; Σε μια κούπα με σπασμένο το χείλος; Σ’ ένα χορταριασμένο μονοπάτι, σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι; Σ’ ένα πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες, σ’ ένα σώμα γεμάτο ουλές στο μέσα ή και στο έξω του; Κάποιοι θ’ απαντούσαν πως ναι. Κάποιοι -λιγότεροι ίσως- θα μιλούσαν για μια ξεχωριστή γοητεία, ακόμα και για Τέχνη.
Τι συμβαίνει όμως με την ανατροπή και τη ματαίωση; Πώς θα μπορούσε να υπάρξει ομορφιά και σ’ αυτά;
Στα ταξίδια που δεν έγιναν, στις υποσχέσεις που δεν κρατήθηκαν, στις συμφωνίες που δεν έκλεισαν, στα όνειρα που δεν πραγματώθηκαν τη χρονιά που πέρασε.
Δύσκολο να πει κανείς ότι υπάρχει ομορφιά σε αυτά. Σίγουρα όμως στην αποδοχή τους εμπεριέχεται ηρεμία και γνώση. Ηρεμία που προέρχεται από τη γνώση ότι δεν μπορούν όλα να είναι υπό τον έλεγχο μας. Ηρεμία από την αποδοχή ότι οι στόχοι δεν χρειάζεται πάντα να κατακτιούνται, τα πράγματα δεν πρέπει να οδηγούν πάντα κάπου, οι μέρες μας δεν χρειάζεται να είναι πάντα παραγωγικές. Η ζωή μας δεν είναι ανάγκη να είναι τέλεια.
Μπορεί απλά να είναι τέλεια ατελής…
Αδειάζεις το νερό και αφήνεις τα άνθη στο βάζο. Ν’ ακολουθήσουν τη φυσική πορεία του χρόνου. Θυμάσαι. Πάντα σου άρεσαν τα αποξηραμένα λουλούδια…